Για το βιβλίο της Έρσης Σωτηροπούλου «Άνθρωπος στη θάλασσα» (εκδ. Πατάκη).
Του Ιγνάτη Χουβαρδά
Υπάρχει ένα πλοίο στη θάλασσα, ένας άνθρωπος που έχει πέσει στη θάλασσα, τα μάτια των επιβατών του πλοίου που αγωνίζονται να τον διακρίνουν στα κύματα, για να μη χαθεί. Ο τίτλος Άνθρωπος στη θάλασσα του ποιητικού βιβλίου της Έρσης Σωτηροπούλου μοιάζει με ξαφνική κραυγή από το κατάστρωμα του πλοίου. Μετά από αυτό το κινηματογραφικό πλάνο ξετυλίγεται απότομα το χρονικό της ασθένειας της ηλικιωμένης μητέρας, η κλιμάκωση με τα ονόματα των φαρμάκων που εναλλάσσονται από μέρα σε μέρα, η διαφοροποίηση στη δοσολογία των φαρμάκων σύμφωνα με τις εντολές των γιατρών. Η μάνα είναι στο κρεβάτι του σπιτιού, η κόρη δίπλα της προνοεί για τα φάρμακα και βιώνει σοκαριστικά τη σταδιακή απίσχνανση της μητρικής υπόστασης. Οι γιατροί από απόσταση καθοδηγούν και η τηλεφωνική επικοινωνία μαζί τους γίνεται προβληματική στην αργία του δεκαπενταύγουστου. Η φύση που η παρουσία της πριν από λίγο καιρό ήταν ελκυστική, τώρα φαντάζει ειρωνική: Τα τζιτζίκια έχουν λυσσάξει από το πρωί.
Τώρα που η μνήμη της μάνας χάνεται, ενεργοποιείται επιτακτικά η μνήμη της κόρης, η επαναφορά ιστοριών που έζησε με τη μητέρα, η εμφανής προσπάθεια της κόρης να αποκαταστήσει μια αλήθεια, να αναδείξει το μεγαλείο της μάνας, την ταύτιση με τη μάνα, την ευγνωμοσύνη.
Υπάρχει ένας καπετάνιος (ο πατέρας ίσως;) κι επίσης σε άλλο περιβάλλον, σε αστικό τοπίο μάλλον, ένας άντρας που λειτουργεί ξέχωρα, που είναι ερωτική παρουσία, γοητευτική, αδέσμευτη και πρόσφορη σε ερωτικές περιπέτειες. Η κόρη αναζητά καταφύγιο στη ζεστή αγκαλιά του άντρα, μια στήριξη στην ψυχική δοκιμασία που περνάει. Άλλοτε ο άντρας ανταποκρίνεται, άλλοτε μοιάζει απόμακρος και αινιγματικός, σταθερά όμως με έντονο μαγνητισμό που κρατά σε εγρήγορση τα αντανακλαστικά της γυναίκας. Η παρουσία του άντρα λοιπόν λειτουργεί σαν αντίβαρο στον κατήφορο της ασθένειας. Το αρσενικό στοιχείο επανεμφανίζεται σαν ομάδα, με άξεστες και προκλητικές κινήσεις. Το άλλο αντίβαρο είναι η μνήμη. Τώρα που η μνήμη της μάνας χάνεται, ενεργοποιείται επιτακτικά η μνήμη της κόρης, η επαναφορά ιστοριών που έζησε με τη μητέρα, η εμφανής προσπάθεια της κόρης να αποκαταστήσει μια αλήθεια, να αναδείξει το μεγαλείο της μάνας, την ταύτιση με τη μάνα, την ευγνωμοσύνη. Κι όσο η μνήμη αναθερμαίνεται, αποκωδικοποιείται η εικόνα του ναυαγού στη θάλασσα. Είναι λοιπόν ο πλους ενός πλοίου και δύο ζευγάρια μάτια από το κατάστρωμα του πλοίου που καλούνται να βρίσκονται σε εγρήγορση για τον ναυαγό στη θάλασσα, για να μη χαθεί από τον ορίζοντα. Είναι τα μάτια της μάνας και της κόρης που συμπίπτουν στο ίδιο σημείο στόχευσης, είναι η αγωνία τους να κρατήσουν στιγμές, να διατηρήσουν αναλλοίωτη την πολυχρωμία μιας ζωής που υπήρξε. Κι εδώ, σε αυτή τη ρωγμή που μοιάζει με χαραυγή που λιώνει, προκύπτουν χαριτωμένες ιστορίες από το παρελθόν, ερωτικά σκιρτήματα, διάθεση για φλερτ, παιχνίδισμα, μάνα και κόρη μαζί:
Δύο παράλληλες κλιμακώσεις που λένε με τον δικό τους τρόπο την ίδια ιστορία, ότι η μητέρα έχει αρρωστήσει, είναι πλέον στο κρεβάτι, η ασθένεια κάθε μέρα την απομονώνει από τον κόσμο, την καταβάλλει, την οδηγεί τελικά στο θάνατο.
Βρισκόμαστε στα πρώτα στάδια του πένθους, όταν ακόμα είναι νωπή η αποκαρδιωτική εμπειρία της ασθένειας που σταδιακά οδηγεί προς το τέλος. Ο λόγος της Σωτηροπούλου είναι μπολιασμένος με διάφορα φίλτρα. Ένα χρονικό της ασθένειας που αναπτύσσεται διχαλωτά, σε δύο επίπεδα, ένα κυριολεκτικό κι ένα μεταφορικό. Δύο παράλληλες κλιμακώσεις που λένε με τον δικό τους τρόπο την ίδια ιστορία, ότι η μητέρα έχει αρρωστήσει, είναι πλέον στο κρεβάτι, η ασθένεια κάθε μέρα την απομονώνει από τον κόσμο, την καταβάλλει, την οδηγεί τελικά στο θάνατο.
Το πλοίο παίρνει φωτιά, βυθίζεται – που σημαίνει ότι η κατάσταση της μητέρας χειροτερεύει, πρέπει να εγκαταλείψουν το σπίτι, να πάνε στο νοσοκομείο. Κι εκεί ξεκινά ένας δεύτερος γύρος, οριακός, στις υψηλές του στροφές η μνήμη της κόρης λειτουργεί σα θύλακας ανάσχεσης της απώλειας μνήμης της μητέρας – και τότε προκύπτουν υπέροχα μνημονικά αποσπάσματα, χαριτωμένα, ευδαιμονικά. Κι έπειτα, ευθύς αμέσως, ο σπαραγμός, η συνεχής επίκληση στη μάνα που είναι επίκληση στη δυνατότητα αλλαγής της τάξης της θνητότητας. Τα δύο άκρα, ο έρωτας και ο θάνατος, μοιάζουν να εφάπτονται. Σε αυτό το ελάχιστο σημείο επαφής σταλάζουν στίχοι λαμπεροί: Πιο εύκολο να γράψεις παρά να ζήσεις./ Πιο εύκολο να ζήσεις παρά να γράψεις. Σε άλλη σελίδα:
Η Έρση Σωτηροπούλου καταφέρνει να αποδώσει το χρονικό της ασθένειας μπολιάζοντας την απτή πραγματικότητα με μια παράλληλη ανάπτυξη ενός δεύτερου σκηνικού, υποβλητικού και ονειρικού, όπου το χρώμα παλεύει να επιβιώσει και σταδιακά υποχωρεί στην γκρίζα αποδοχή ενός αποχωρισμού.
Το πλοίο βυθίζεται, δεν έχει ίσως νόημα πλέον να ψάχνουμε στον ορίζοντα τον άνθρωπο στη θάλασσα, που είναι το οριακό σημείο στον ορίζοντα όπου επιπλέουν τα όνειρα της παιδικής ηλικίας. Ο αποχωρισμός από τη μητέρα στο τέλος του βιβλίου συγκρατημένος, σε φόντο γκρίζο, όπως ακριβώς το εξώφυλλο του βιβλίου με τη μαυριδερή μπλε τρομακτική θάλασσα και τους πάγους της Αρκτικής, με λέξεις ζυγισμένες, ένας λόγος στέρεος και κρυφά σπαρακτικός.
Υποβλητικά πλάνα συνοδεύουν το φτερούγισμα της φωνής. Μια διάχυτη σκηνοθετική ματιά, με σκοπό να δοθεί ανάγλυφα η τραυματική εμπειρία της ασθένειας και της απώλειας της μητέρας. Όπως η αποκόλληση μικρών πάγων στη θάλασσα της Αρκτικής. Ένας λόγος πένθιμος και στιβαρός, που μιλά γι’ αυτό που συνέβη, για την αρρώστια δηλαδή που εισέβαλε απρόσκλητη κι έφερε την πτώση, την άπνοια, την απώλεια. Αυτή η σκηνοθετική ματιά με τις κινηματογραφικές σεκάνς θυμίζει τη Μαργκερί Ντυρράς, κυρίως στα μικρά της κείμενα, όπως στην Αρρώστια του θανάτου κι όπως στο Ο άνδρας που καθόταν στο διάδρομο.
Η Έρση Σωτηροπούλου καταφέρνει να αποδώσει το χρονικό της ασθένειας μπολιάζοντας την απτή πραγματικότητα με μια παράλληλη ανάπτυξη ενός δεύτερου σκηνικού, υποβλητικού και ονειρικού, όπου το χρώμα παλεύει να επιβιώσει και σταδιακά υποχωρεί στην γκρίζα αποδοχή ενός αποχωρισμού. Αποδίδει τη διαδικασία της πτώσης με μια κίνηση σε συνέχεια, με φωνή σταθερή, υπόγεια, διακριτή, καίρια, αυθεντική. Δεν είναι συλλογή ποιημάτων αλλά ποιητικό δρώμενο, μια σύνθεση, υποβλητική, κινηματογραφική. Μια ιστορία γραμμική και δισυπόστατη παράλληλα, με στίχους που συνδυάζουν την επίπεδη αφήγηση, με εκτενή ποιήματα-αφηγήματα που προκύπτουν από το πηγάδι της μνήμης, με επικλήσεις ψύχραιμες και κρυφά θρηνητικές, με αρκετά μικρά αποσπάσματα ποιητικής καθαρότητας. Το πένθος, αυτό είναι το θέμα. Το πένθος για τη μητέρα. Η ζυγαριά εδώ γέρνει στην ποίηση, προδίδοντας τις ποιητικές καταβολές της Σωτηροπούλου που είναι ο πυρήνας του πεζογραφικού της έργου.
* Ο ΙΓΝΑΤΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Καλοκαιρινός χάρτης της πόλης» (εκδ. Οδός Πανός).
→ Στην κεντρική εικόνα πίνακας του Wojtek Herman ©.
Άνθρωπος στη θάλασσα
Έρση Σωτηροπούλου
Πατάκης 2018
Σελ. 64, τιμή εκδότη €8,80