Για την ποιητική συλλογή της Λιάνας Σακελλίου «Όπου φυσά γλυκά η αύρα» (εκδ. Gutenberg).
Της Κυριακής Αν. Λυμπέρη
Θα μπορούσε να ονομάζεται και «Πόρου εγκώμιον». Το ομώνυμο νησί εννοώ. Όπου, από ό,τι φαίνεται, κατάγεται η ποιήτρια και πανεπιστημιακός και της έχει χαρίσει στο παρελθόν στιγμές και φέτες ζωής τις οποίες θέλει να εγκολπώσει στη γραφή της και να τις αθανατίσει. Εξοφλώντας ταυτόχρονα ένα χρέος συναισθηματικό –όπως αφήνει να διαφανεί στον επίλογο– προς τον μακαρίτη πατέρα της, αφιερώνοντάς το όμως στον γιο της, σαν πολύτιμη παρακαταθήκη. Διότι οι ρίζες καλό είναι να συντηρούνται από γενιά σε γενιά. Άλλωστε στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, η μητέρα κατονομάζεται ως «δέντρο της ζωής».
Την αύρα όμως αυτή του νησιού και κυρίως κάποιων αλλοτινών εποχών του επιχειρεί να περιγράψει η ποιήτρια, ανασύροντας τις εντυπώσεις, τις αναμνήσεις, τα βιώματά της μα και διηγήσεις τρίτων, σχηματίζοντας τελικά ένα πλήρες ψηφιδωτό.
Ο τίτλος της συλλογής σηματοδοτεί απολύτως το νησί, αφού ο Πόρος αποτελείται από δυο χωρισμένα από μικρό κανάλι νησιά, τη Σφαιρία και την Καλαυρία, και το όνομα του δευτέρου είναι από παλιά, ακριβώς η σύνθεση των λέξεων καλή+αύρα, ευχάριστο αεράκι δηλαδή που προφανώς επικρατεί εκεί. Την αύρα όμως αυτή του νησιού –με την άλλη σημασία της ταυτότητάς του– και κυρίως κάποιων αλλοτινών εποχών του επιχειρεί να περιγράψει η ποιήτρια, ανασύροντας τις εντυπώσεις, τις αναμνήσεις, τα βιώματά της μα και διηγήσεις τρίτων, σχηματίζοντας τελικά ένα πλήρες ψηφιδωτό από τοπία, ακρογιάλια, κτίρια, μοναστήρια, αρχαία ερείπια, πρόσωπα και χαρακτήρες, συναισθήματα, πράξεις, γεγονότα, ιστορίες, έθιμα, συνήθειες, τεχνικές, μύθους. Είναι τόσο πολλά που επιθυμεί να χωρέσουν εδώ, ώστε συχνά τρέπεται σε μια πεζόμορφη αφήγηση, αμέσως μετά όμως μας αποδεικνύει ότι γνωρίζει καλά την τέχνη της, μπολιάζοντας τους στίχους με λεπτές διατυπώσεις και γοητευτικούς συνειρμούς, εκτεθειμένους με ευαισθησία και στοχαστική διάθεση. Όσο όμως την ενδιαφέρει η παρουσίαση ενός όλου τόσο επιμένει και στη λεπτομέρεια, και οι συνδέσεις του έξω με το μέσα είναι επίσης προφανείς. Το έργο προσλαμβάνει για τον αναγνώστη χαρακτήρα ουσιαστικής γνωριμίας με το νησί, οπότε δεν αρκούν οι σημαντικές σημειώσεις του τέλους, που έχουν τοποθετηθεί προς κατανόηση των κειμένων, αλλά νιώθει την ανάγκη κανείς να εντρυφήσει και σε άλλα σχετικά διαβάσματα, για να αποκομίσει περισσότερα για το θέμα. Και αυτό θεωρώ ότι είναι μια συγγραφική επιτυχία, ιδίως αφού αφορά ένα βιβλίο ποιητικό.
Θα παρουσιάσει αρχικά το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, που διαθέτει από παλιά πηγή με θεραπευτικές ιδιότητες, το λεγόμενο αθάνατο νερό, και θα τη συγκινήσει η ιστορία της Αρτσίας Τσέκολι, κόρης του Ιταλού ζωγράφου Ραφαέλο Τσέκολι, που τη μετέφερε εκεί φυματική προσδοκώντας καλυτέρευση της υγείας της. Τελικά η νεαρή κοπέλα πέθανε, παρά την άοκνη φροντίδα των μοναχών. Διδάγματα όμως ψυχής πρόλαβε να αποκομίσει στη σύντομη ζωούλα της: «την καρτερία να μου διδάξετε», τη βάζει να λέει η δημιουργός, επισημαίνοντας εδώ τι απαιτείται για τη συμπεριφορά όλων μας. «Δώστε στα ορφανά τα ξάφια τα χρυσά και τις μπαμπακερές της κάλτσες» ή το λουκούμι τριαντάφυλλο στην κηδεία, θα μας θυμίσουν συνήθειες της εποχής. Στη μονή –όπου και ενταφιάστηκε– ο πατέρας της θα ζωγραφίσει το 1853 την εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας με τα χαρακτηριστικά της κόρης του. Η σύνδεση της γυναικείας υπόστασης και του νερού των πηγών θα γίνει με πολλά διαχρονικά παραδείγματα, όπως του φρέατος του Ιακώβ, της ιστορίας της Άγαρ (που σημαίνει ψυχή), της δούλης του Αβραάμ που περιφερόταν διψασμένη με τον γιο της στην έρημο μέχρι την έλευση του Αγγέλου, της Αφροδίτης που –όπως αναπαρίσταται σε σχετικό άγαλμα– αναδύεται από τα νερά στύβοντας τα μαλλιά της, διότι το θήλυ είναι η αρχέγονη μήτρα (με τα αμνιακά της υγρά), η χορηγός της ζωής και που ακόμα και τα δάκρυά της είναι ιαματικά και λυτρωτικά (Παναγία).
Πόρος, ο ποιητικός
Η σύνδεση της γυναικείας υπόστασης και του νερού των πηγών θα γίνει με πολλά διαχρονικά παραδείγματα [...] διότι το θήλυ είναι η αρχέγονη μήτρα (με τα αμνιακά της υγρά), η χορηγός της ζωής και που ακόμα και τα δάκρυά της είναι ιαματικά και λυτρωτικά.
Το αγίασμα του Πόρου θα οδηγήσει σε άλλες παραδοσιακές διηγήσεις, όπου –κατά μία εκδοχή– ο μετέπειτα αυτοκράτορας Λέων ο Μέγας συναντάει στην πηγή τον τυφλό που ανέβλεψε και γίνεται αφορμή να χτιστεί αργότερα ο πρώτος ναός της Ζωοδόχου Πηγής του Μπαλουκλί στην Κωνσταντινούπολη και καθιερώνεται η σχετική εορτή (κατ’ άλλους χτίστηκε από τον Ιουστινιανό). Η ονομασία δόθηκε από το τουρκικό balic (που σημαίνει ψάρι) και συνδέεται με την ιστορία του μοναχού (κατά το ποίημα του Βιζυηνού) που δεν πίστευε ότι η πόλη θα αλωθεί, παρά μόνο αν έβλεπε τα ψάρια που είχε αρχίσει να τηγανίζει να ξαναπηδούν στη στέρνα, πράγμα που λέγεται ότι έγινε. Εδώ θα μάθουμε και για τις μαύρες πεταλούδες του μοναστηριού που εμφανίζονται κάθε Αύγουστο και τις οποίες, επειδή κάποιοι λένε ότι είναι ψυχές, η ποιήτρια θα συνδέσει με εντόπιους νεκρούς και το μαύρο χρώμα των φτερών τους θα υπονοήσει μέρες φωτιάς, ίσως και εκείνες που –αν προεκτείνουμε τη σκέψη μας– θα συναντήσουμε κατά τη διάρκεια των λεηλασιών και πυρπολήσεων των περιουσιών των κατοίκων από τους στασιαστές εναντίον του Καποδίστρια, αφού ο Πόρος υπήρξε η προσωρινή έδρα της κυβέρνησής του. Στο μυαλό μας θα έρθει επίσης το σχετικό ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη «Η εισβολή της μαύρης πεταλούδας του Πόρου», που οπωσδήποτε εμπνεύσθηκε από εδώ. Σε μια άλλη τοποθεσία, το Διαβολογέφυρο, οι τοπικοί θρύλοι υποδεικνύουν ότι τα ίχνη από μεγάλες πατούσες κατσίκας στον βράχο είναι ίχνη του Σατανά. Θα μας διηγηθεί ποιητικά επίσης το πέρασμα από τον Πόρο του ζωγράφου Γιάννη Σκαρλάτου που υπήρξε πορτρετίστας της βασιλικής οικογένειας και την ιστορία αγάπης με τη σύζυγό του, βιολίστρια της Κρατικής Ορχήστρας Ξανθούλα Κουνέλη. «Στο πρόσωπο αφήνει πάντα την περιπέτεια των σκιασμών», σχολιάζει για την τέχνη του. Αλλά και ο ζωγράφος Παρθένης θα εμφανιστεί εδώ, είτε με αναφορές στον πίνακά του «Ευαγγελισμός», «Αρχάγγελε προστάτη, / μίλησέ μου για τη γυμνή στιγμή / όταν πλαγιάζει ο ήλιος / της ασκητικής φύσης / κι ένα κομμάτι φως τίκτει το μαύρο...» είτε αλλού, όταν «υδάτινη οδό διασχίζει / τοπίο ονείρου», υπονοώντας την ιδεαλιστική του ζωγραφική κατεύθυνση και τις αβαρείς εξαϋλωμένες φιγούρες του, ή όταν «νευρικά σφίγγει τα κουπιά / και ρίχνει με φόρα τη βάρκα / σε αστικό σαλόνι. Βυσσινί μπροκάρ κουρτίνες και εικόνες δεσποτικές», εννοώντας ίσως το γνωστό πίνακα με την ολόσωμη εικόνα της γυναίκας του, αλλά και την πολυτελή κοσμική ζωή των χρόνων της ακμής του. Από το νησί θα περάσει και ο ζωγράφος Μάρκ Σαγκάλ. Θα διαμένει στη βίλα «Γαλήνη», θα ζωγραφίζει στο δωμάτιό του ψάρια και καρπούς. Θα εμπνευστεί εδώ τις λιθογραφίες για το έργο του Teriade «Δάφνις και Χλόη». Στο σημείο αυτό θα μάθουμε ότι «... κάτι στην αγάπη / είναι σκληρό κι απόμακρο». Από τη «Γαλήνη» θα περάσει επίσης και ο Σεφέρης με τη γυναίκα του Μαρώ και θα γράψει εδώ την «Κίχλη». Στην τοποθεσία Παλάτια ευρίσκονται ερείπια του ναού του Ποσειδώνα. Στην παραλία της Βαγιωνίας, κάτω από τα νερά, διακρίνεται μια αρχαία πόλη. Και –μια και μιλάμε για νησί– η θάλασσα είναι «φάρμακο για όλα», πηγή πλούτου, τόπος ταξιδιών, συνένοχη ερωτικών ιστοριών, απαρχή στοχασμών, όταν «η παραλία χαμηλώνει / και φωσφορίζουν τα οστά των ψυχών».
Το πλούσιο και συμπυκνωμένο –με τον τρόπο της ποίησης– εδώ υλικό, θα μπορούσε άνετα να είναι και η περίληψη ή η μαγιά ενός (μυθ)ιστορήματος ή χρονικού που θα αναφερόταν στο νησί και τις διάφορες εποχές του.
Κοντά στις ιστορίες αυτές όμως των επώνυμων προσώπων και μνημείων, θα περάσουν και ευάριθμες άλλες με ανώνυμους ανθρώπους που αγωνίζονται τον καθημερινό αγώνα, δουλεύουν στα χωράφια, ρίχνουν τις βάρκες στη θάλασσα, ψαρεύουν, κάνουν με τα καΐκια εμπόριο μπρικ, μαύρου χαβιαριού και σιταριού από τη Ρωσία, φορτώνουν λεμόνια από το λεμονοδάσος, μεταναστεύουν με ατμόπλοια στην Αμερική, με κορίτσια που παίζουν πιάνο, κάνουν μπάνιο με ολόσωμα μαγιό σε ξύλινες καμπίνες, χορεύουν με τα φουρό, ερωτεύονται, παντρεύονται, παρακολουθούν παραστάσεις τσίρκου ή παρελάσεις απομιμήσεις της αρχαίας γιορτής των Ανθεστηρίων με το βασιλόπουλο από κοτετσόσυρμα στολισμένο με άφθονα λουλούδια, αρρωσταίνουν και πεθαίνουν, υποφέρουν όπως κάθε ανθρώπινη ψυχή. Σε κάποια περίοδο η Εβραία οδηγείται για πειράματα στη Γερμανία, πολλοί παρακολουθούν εμβατήρια και ποδοσφαιρικούς αγώνες (χούντα), την κάθοδο των αστροναυτών στο φεγγάρι, την επίσκεψη του Τζον Λένον ή της Γκρέτα Γκάρμπο στο νησί και ένα σωρό άλλα θαυμαστά, πριν η αθωότητα χαθεί και όλα σιγά σιγά αλλάξουν, αφού «το ποτάμι με τις χελώνες / και τις λειχήνες / μπαζώθηκε», τώρα «κτίζεις όσο θέλεις / δωμάτια, ξενώνες, πολυκατοικίες». Θα μάθουμε επίσης ως και τη συνταγή για γλυκό κουταλιού άνθος λεμονιάς, τον τρόπο της ψηφοφορίας με τα δαγκωτά ψηφοδέλτια του παρελθόντος ή τα σύνεργα τα απαραίτητα για το ζωγράφο. Το πλούσιο και συμπυκνωμένο –με τον τρόπο της ποίησης– εδώ υλικό λοιπόν, θα μπορούσε άνετα να είναι και η περίληψη ή η μαγιά ενός (μυθ)ιστορήματος ή χρονικού που θα αναφερόταν στο νησί και τις διάφορες εποχές του.
«Pentimento» είναι ο τίτλος ενός από τα ποιήματα του βιβλίου, που η προφανής εικαστική (και άλλη) παιδεία της δημιουργού δηλώνει ότι σημαίνει «επιφάνεια ελαιογραφίας που με τον καιρό γίνεται διαφανής αφήνοντας να φανεί μια προηγούμενη εικόνα που είχε επικαλυφθεί». Ένα pentimento είναι νομίζω –κατ' αναλογίαν– αναμνήσεων, συναισθημάτων και βιωμάτων από τον Πόρο του άλλοτε και ένα ξεχείλισμα τρυφερότητας για πρόσωπα και τόπο, από όλους τους πόρους της ψυχής της, η συλλογή αυτή της ποιήτριας Λιάνας Σακελλίου.
*Στην κεντρική εικόνα, πίνακας της Μαρίας Φιλοπούλου. Στην εικόνα στο κέντρου του άρθρου, πίνακας του Δημήτρη Κούκου.
* Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ είναι ποιήτρια.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΛΙΑΝΑΣ ΣΑΚΕΛΛΙΟΥ