
Για την ποιητική συλλογή της Πηνελόπης Γιώσα «Ανάδοχοι Καιροί» (εκδ. Γκοβόστης).
Του Φιλήμονα Καραμήτσου
Αν πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία, κατά τη γνωστή, εμφατική προσέγγιση, τότε η ποίηση θα μπορούσε να είναι και μία διαρκής επίκληση του παιδιού που ήμασταν, της αρχής, του κόσμου του αρχέγονου. Πρόκειται για ένα συνεχές ταξίδι μέσα στον χρόνο, από αυτό που γίναμε, σε αυτό που θέλαμε να γίνουμε, σε αυτό που ακόμα το ερώτημα «ποιος είμαι;» κρυβόταν πίσω από μεγάλα, ανοιχτά μάτια που ανακάλυπταν τη ζωή. Πρόκειται όμως και για ταξίδι χωρίς εχέγγυα, χωρίς εξασφαλίσεις. Κανείς προορισμός δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι εκεί που περιμένουμε. Κι αν ακόμα φτάσουμε, μπορεί όλα να έχουν μετακινηθεί αλλού.
Η ποίηση θα μπορούσε να είναι και μία διαρκής επίκληση του παιδιού που ήμασταν, της αρχής, του κόσμου του αρχέγονου. Πρόκειται για ένα συνεχές ταξίδι μέσα στον χρόνο, από αυτό που γίναμε, σε αυτό που θέλαμε να γίνουμε.
Η Πηνελόπη Γιώσα στην ποιητική της συλλογή Ανάδοχοι Καιροί αμφιβάλλει για τον κόσμο που ζει, είναι δύσπιστη, επιφυλακτική για τις μέρες που ζούμε, για το τώρα. Γι’ αυτό και τις βαφτίζει αυτές τις μέρες με μία αρνητική αμφισημία, όπως το «ανάδοχοι καιροί». Καιροί που έχουν αναλάβει να μας μεγαλώσουν, καιροί που ανέλαβαν το έργο της ενηλικίωσής μας. Αν όλα πήγαιναν όμως καλά, δεν θα είχε νόημα η αναφορά στην αναδοχή, ούτε καν θα σχολιάζαμε τους καιρούς που περνάνε. Το ταξίδι αρχίζει. Πρέπει να βρεθούν οι δεσμοί που μας κρατάνε, όχι δέσμιους αλλά δεμένους πάνω στην πορεία που χαράξαμε, που θα θέλαμε να είχαμε χαράξει, που παλεύουμε να χαράξουμε κόντρα στους δύστηνους καιρούς. Ο βίος όμως δεν έχει και πολλά να κρατηθεί. Σαν ένα καράβι, στο μόνο που μπορεί να υπολογίζει είναι η υδάτινη διαδρομή. Και στα πανιά, εκεί ψηλά, μην περιμένετε τίποτα καραβόπανα και πολύπλοκους κόσμους, παρά μόνο λέξεις κι αυτές ευάλωτες στους ανέμους. Και δεν είμαστε καν καράβια πολυταξιδεμένα. Ένα κορμί είμαστε που δοκιμάζεται στην κολύμβηση. Σε αυτή τη μεγάλη υδάτινη διαδρομή που ξεκινάει κυριολεκτικά μέσα στο νερό. Και η αρχή όλων, η πρώτη στιγμή που βγαίνουμε πάνω, για την πρώτη ανάσα μας. Με απασχολεί το ίδιο ακριβώς ερώτημα: Τι γίνεται μέσα στο ποτάμι που κυλάει.
Μεγαλώνουμε όμως όσο κολυμπάμε στη ζωή; Ξεπερνάμε την αθωότητα των πρώτων μας χρόνων; Και ποιο είναι το τίμημα της ωριμότητας; Για τους ευαίσθητους δέκτες των εξελίξεων, το ερώτημα παραμένει διαρκώς επίκαιρο. Και δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις γρήγορα μια αίσθηση ασυνταξίας, έναν αναχρονισμό πότε πότε, στα κρυφά ίσως, ένα λάθος. Μέσα παιδί ακόμα, έξω ο κόσμος που γνωρίζει πια, που αποκαθηλώνει, ανοίγει τη σχισμή της ματαίωσης.
Η καθήλωση στον κόσμο του παιδιού, η διαρκής επίκληση του ερωτήματος “ποιος είμαι;” προκαλεί αμηχανία σε όσους έχουν αποφασίσει ποιοι είναι ή νομίζουν ότι έχουν αποφασίσει, προκαλεί ασυγχρονίες.
Το ότι θα μεγαλώσουμε είναι αναμφισβήτητο, βέβαιο. Σαν τα κόκαλά μας που πονάνε πια όταν αρρωσταίνουμε. Σαν το πρόσωπό μας που αλλάζει στον καθρέφτη, σαν το σώμα που δεν είμαστε σίγουροι ότι είναι δικό μας. Αλλά πρέπει να μεγαλώσουμε, γιατί η καθήλωση στον κόσμο του παιδιού, η διαρκής επίκληση του ερωτήματος «ποιος είμαι;» προκαλεί αμηχανία σε όσους έχουν αποφασίσει ποιοι είναι ή νομίζουν ότι έχουν αποφασίσει, προκαλεί ασυγχρονίες. Κι αυτό είναι το ρίσκο της αυτοσυνειδησίας, το πρόβλημα της αυτογνωσίας. Μεγαλώνουμε και μαθαίνουμε πώς είναι η αληθινή ζωή. Ή μήπως δεν μεγαλώνουμε καλά, όταν για όλα είμαστε υποψιασμένοι πια, όταν όλα τα υπολογίζουμε, αλλά και όλα θέλουμε να τα κατακτήσουμε νομίζοντας ότι υπάρχουν κρυμμένα μονοπάτια και απόκρυφα μυστικά που θα μας αποκαλυφθούν; Η ανάγκη μας να καταλάβουμε τον κόσμο και να χειραφετηθούμε από τη βάσανο της άγνοιας μήπως οδηγεί ταυτόχρονα και στην αποκαθήλωση ενός σύμπαντος που το υπολογίζαμε σίγουρο;
Το ερώτημα της γνώσης είναι γεμάτο από εναλλακτικές διαδρομές απαντήσεων. Η αλήθεια πάντως είναι πως οι πολλές διαδρομές δεν οδηγούν πάντα και σε θετικά μονοπάτια. Οι απαντήσεις δεν είναι πάντα καλές, τις περισσότερες φορές ίσως δεν είναι καλές. Και δεν είναι θέμα οπτικής γωνίας, δεν φταίει κάποια εγγενής απαισιοδοξία μας που βλέπουμε τον κόσμο από τη λοξή πλευρά. Στο βασίλειο της Δανιμαρκίας τα πράγματα πάνε άσχημα κι ας ντύνονται οι άρχοντες τα όμορφα ρούχα της ευαρέσκειας. Ο κόσμος της αφθονίας είναι κι ο κόσμος της απληστίας αν σκάψεις λίγο πιο βαθιά. Ρίχνεις ένα κέρμα και πέφτουν να το πιάσουν όχι οι φτωχοί, αλλά εκείνοι με τα ακριβά κοστούμια. Γιατί αυτή είναι η φύση του κόσμου τους. Δεν θα αφήσουν τίποτα να πάει χαμένο. Και η πικρή εμπειρία του να ξέρω πώς λειτουργεί ο κόσμος, σημαίνει τελικά ότι νομιμοποιώ την απληστία. Πάλι καλά που μπορείς ακόμα να κρατήσεις μια απόσταση, να επικαλεσθείς τη μνεία του σαρκασμού.
Μόνο που δεν τη γλιτώνεις. Σου μένει μια απογοήτευση για την πορεία του κόσμου, για την υπέρβαση των ορίων του κέρδους. Πολλά λεφτά, πολλή υποκρισία. Και πολύς ατομικισμός εκεί έξω.
Το κυριότερο όμως είναι η ματαίωση, η επίγνωση ότι τα όνειρά σου δεν θα εκπληρωθούν ποτέ. Κι αυτό σε στέλνει στα απόνερα του ταξιδιού, στη ματαιότητα. Θέλει προσοχή πια το ταξίδι, γιατί μπορεί να χαθείς στον δρόμο.
Τελικά η αμνησία είναι ένας μη τόπος, η λήθη είναι ένα ταξίδι χωρίς αρχή και τέλος, μια οδύσσεια που δεν φτάνεις πουθενά και κανείς δεν σε περιμένει.
Μία πυξίδα για να μη χάνεσαι είναι ο τόπος. Ο τόπος ως αντίστιξη ίσως, ο τόπος που του λείπει το πνεύμα της Μεσογείου, αλλά απέναντι τα Γιάννενα, που γίνονται πιο όμορφα ίσως όταν είσαι μακριά τους. Ο τόπος, αλλά και η μνήμη. Τελικά η αμνησία είναι ένας μη τόπος, η λήθη είναι ένα ταξίδι χωρίς αρχή και τέλος, μια οδύσσεια που δεν φτάνεις πουθενά και κανείς δεν σε περιμένει πουθενά. Οι άνθρωποι φεύγουν από έναν τόπο που δεν μπορεί να τους κρατήσει, από έναν τόπο χωρίς μνήμη, που αφήνει εκτεθειμένα τα μνήματα κι επιζητά τις «μονέδες ξένων περιηγητών» για να δικαιωθεί στον χρόνο.
Ο τόπος, οι μνήμες και οι κεραίες πάντα ανοιχτές σε ευαισθησίες και ερεθίσματα. Καμία ματαίωση, κανένα αίσθημα απογοήτευσης δεν μπορεί να σε καταβάλει, δεν πρέπει να χειραγωγήσει το βλέμμα σου σε μια ζωή που δεν σταματά, που σημαίνει ότι υπάρχουν ακόμα ανοιχτές υποθέσεις και προκλήσεις. Να εκλάβουμε έτσι τις περιηγήσεις, στην Κύπρο του συρματοπλέγματος, στο σπίτι της Άννας Φρανκ στο Άμστερνταμ, το ενοικιαζόμενο σπίτι που ψάχνει ένα άγγιγμα ενδιαφέροντος από τους πολλούς που περνάνε και ταυτίζεται, ξεχασμένο τις πιο πολλές φορές, με την πορεία της ζωής μας. Οι προσωπικές μνήμες ως μια διαδρομή με απώλειες που αναδύονται για να ξαναφαγωθούν με την τροφή της αυτοκριτικής ή της διαρκούς αναζήτησης του εαυτού. Και τελικά, είμαστε αυτά που κάνουμε ή αυτά που θυμόμαστε;
Υπάρχει όμως ακόμα ένα περιθώριο, ας μην το παραβλέπουμε, ας μη λιγοψυχούμε μπροστά σε ό,τι έχει μείνει στις πτυχές των σεντονιών. Ο έρωτας είναι μια διαρκής παρακαταθήκη ανατροπής. Θεραπεύει τα τραύματα της απώλειας κι ας εκκολάπτει συχνά καινούργια, ανοίγει δρόμους εκεί που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τα περάσματα, κληρονομεί ανεπανάληπτες εμπειρίες ζωής. Μερικά γράμματα και επιστολές, άγνωστο αν έφτασαν ποτέ στον παραλήπτη. Θα άλλαζε κάτι άραγε αν συνεχιζόταν η επικοινωνία με τις επιστολές; Θα είχε πάρει άλλη διαδρομή η σχέση της Πολυδούρη με τον Καρυωτάκη; Η επίκληση ενός γράμματος παραμένει ένα διαρκές ρομαντικό διαπιστευτήριο της διαρκούς διαθεσιμότητας στο απρόοπτο του έρωτα, κόντρα στα εμπόδια και τις νόρμες σύγχρονων μοντέλων επαφής. Μπορούμε να ζήσουμε με το λίγο που μένει, εν τέλει; Μπορούμε, αναζητώντας όμως το ευρύχωρο του πολύ, τον ήλιο που θα λιάσει τις καρδιές μας, τις ακρογιαλιές της ζωής μας που θα αφήνουν χώρο να αναπνεύσουν και τα παραμύθια και οι ήρωες των παιδικών μας χρόνων.
* Ο ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ είναι δημοσιογράφος.