Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αγγελή «Σχεδόν βιβλικά» (εκδ. Πόλις).
Της Χλόης Κουτσουμπέλη
Όπου η Αγία Αικατερίνη κρατάει ένα μπουκάλι γάλα στο χέρι, αφού γάλα αντί για αίμα ανάβλυζε τότε από την πληγή, η Αγία Τερέζα μετά θάνατον επιμένει να διαβάζει ποιήματα τηλεφωνικά, η Αγία Πελαγία φοράει ανδρικό κουστούμι αφού πέταξε τα βραδινά της ενδύματα. Και η Ρουθ; Η Ρουθ συνέχεια αποχωρεί από το βιβλίο της με μία καφέ βαλίτσα. Μαζεύει άραγε στάχυα στη νέα της πατρίδα, πιστή στην πεθερά της, ή μήπως είναι η μοιραία γυναίκα του Μπρετόν;
Ο ποιητής παραμερίζει τα μαλακά τοιχώματα και εισχωρεί μέσα στα βιβλία που καθόρισαν την πνευματική του πορεία. Ύστερα βγαίνει με τον ίδιο τρόπο από το οπισθόφυλλο. Στο μεταξύ έχει αφομοιώσει την ουσία και την ομορφιά τους.
Γιατί ο ποιητής παραμερίζει τα μαλακά τοιχώματα και εισχωρεί μέσα στα βιβλία που καθόρισαν την πνευματική του πορεία. Ύστερα βγαίνει με τον ίδιο τρόπο από το οπισθόφυλλο. Στο μεταξύ έχει αφομοιώσει την ουσία και την ομορφιά τους. Κρατάει ανοιχτή επικοινωνία μαζί τους. Και συνθέτει ξανά τον δικό του κόσμο. Ήδη στο πρώτο ποίημα μας μιλά γι’ αυτή του την κοσμογονία. «Κάθε έργο τέχνης είναι μία μοναξιά υπό κατασκευή». Γιατί σκιές είμαστε αρχικά που μόνο μέσα από τον πλούτο της τέχνης, τη ζωγραφική, τη μουσική, τη λογοτεχνία αποκτούμε χρώμα και υπόσταση. Και το γνωρίζει καλά αυτό ο ποιητής.
Ο κόσμος του Αγγελή είναι πολυπρισματικός και πολύχρωμος. Μπαίνει και βγαίνει από το Άσμα Ασμάτων, τη Βίβλο, την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το Έγκλημα και Τιμωρία, τον Πήτερ Παν, μέσα από τα ερείπια της Βαβέλ, την Ερυθρά θάλασσα όπου μέσα της καταπνίγονται στρατιές Αιγυπτίων και αγνοούνται οι χαμένες στιγμές. Σε κάθε σελίδα ξεπροβάλλει και μια μορφή, ίσως μυθική, ίσως αρχετυπική, πάντα όμως καινούργια, αφού ο ποιητής μας την ξανασυστήνει. Ο Νώε ανοίγει την ομπρέλα του και τρέχει σε μία αποβάθρα με πράσινες βαλίτσες κάτω από τους ήχους της μουσικής του Γκορέτσκι, που εναλλάσσεται ως μουσική υπόκρουση στο βιβλίο με χερουβικά στη διαπασών. Το κύτος ξεβράζει τον Ιωνά σε μια ακτή με πλαστικές καρέκλες ενώ γύρω βουίζουν τα κουνούπια. Ο Μπέλα Ταρ, ως Σεραφείμ πάνω σε ένα άλογο που έχει μόλις δραπετεύσει από την εκπληκτική ταινία του, σκορπάει φλούδες φεγγαριού στη βροχή.
Οι φυσικοί νόμοι ανατρέπονται, η ομορφιά αιφνιδιάζει και κατακλύζει, το χιόνι έχει το αρνητικό του, οι λέξεις ορίζουν, κολυμπούν και στάζουν. Ο ποιητής γνωρίζει τη δύναμή τους στην κατασκευή του καινούργιου του κόσμου. Στο δεύτερο κιόλας ποίημά του μας την κάνει σαφή. «Κάτω από τη λέξη ήλιος άπλωσα μες στο δωμάτιο τα ρούχα να στεγνώσουν». Η υπερρεαλιστική γραφή πλαστελίνη στα χέρια του, την οποία ελέγχει απόλυτα και συνειδητά. Καθόλου συνειρμική λοιπόν, αλλά με άριστη συνέπεια στην εναλλαγή των εντυπωσιακών εικόνων που αποκαλύπτονται στα μάτια του έκθαμβου αναγνώστη.
Αρκεί το βράδυ να βάλεις λίγο γάλα σ’ ένα πιατάκι για να εμφανιστεί το κρυμμένο φεγγάρι του κήπου σου.
Ένα εγκυμονούν σώμα κλεψύδρα τα είκοσι ένα ποιήματα της συλλογής, μια κιβωτός της τέχνης και της λογοτεχνίας, αλλά και μια ανασύνθεση του κόσμου.
Άγγελοι, ο Σικελιανός με τη ρομφαία του, ο Ροτ, ο Κάφκα, ο Πάστερνακ, οι τέσσερις Ευαγγελιστές, ο καθένας με το έμβλημά του, κινούνται μέσα στη ρευστή ατμόσφαιρα της συλλογής που έχει φόντο τη στατική λύπη του Χόπερ ή τη νεφελώδη μαγεία του Σαγκάλ. Ένα εγκυμονούν σώμα κλεψύδρα τα εικοσιένα ποιήματα της συλλογής, μια κιβωτός της τέχνης και της λογοτεχνίας, αλλά και μια ανασύνθεση του κόσμου. Κι ύστερα το δικό του Άσμα Ασμάτων. Ο ιερός έρωτας, η ιερή μοναξιά. Μια νυχτοπεταλούδα που αγγίζει το γόνατο, η αποκάλυψη του γυμνού σώματος της Βηθσαβεέ.
Υπάρχουν πολλές ανεμόσκαλες, καταπακτές και άλλοι κρυφοί τρόποι για να βρεθείς στην πάνω πόλη. Εγώ ανεβαίνω σβήνοντας μέσα στα πράσινα γατίσια μάτια σου.
Επειδή μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου υπάρχει ένα τετράδιο για να γράψουμε μαζί ένα ποίημα που αποδεικνύεται στο τέλος πως το έγραψε ένας άλλος.
Προσοχή. Αυτή η συλλογή είναι επικίνδυνη για ασπρόμαυρους αναγνώστες. Εκπυρσοκροτεί φαντασία.
* Η ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ είναι ποιήτρια και συγγραφέας.