Για την ποιητική συλλογή του Πέτρου Γκολίτση «Σκάζοντας κρέας» (εκδ. Θράκα).
Της Κυριακής Αν. Λυμπέρη
Μετά την προηγούμενη ποιητική του συλλογή Η σάρκα των προσωρινών, ο ποιητής Πέτρος Γκολίτσης επανέρχεται προσδίδοντας στη νέα, τέταρτη συλλογή του έναν συναφή αλλά αρκετά πρωτότυπο τίτλο, μέσω του οποίου –καθώς και μέσω του περιεχόμενου ολόκληρου του βιβλίου– συνεχίζει, νομίζω, να ισχυροποιεί ήδη γνωστά θεματικά του μοτίβα.
Το κρέας και η σάρκα, όχι όμως με την έννοια την ερωτική, αλλά με εκείνην της φθοράς και της αποσύνθεσης των σωμάτων που γεννιούνται για να καταλήξουν στον θάνατο, η αέναη ανακύκληση των υλικών αποτελεί για την ποιητική σκέψη του Γκολίτση μια συνεχιζόμενη ματαιότητα.
Το κρέας και η σάρκα, όχι όμως με την έννοια την ερωτική, αλλά με εκείνην της φθοράς και της αποσύνθεσης των σωμάτων που γεννιούνται για να καταλήξουν στον θάνατο, η αέναη ανακύκληση των υλικών αποτελεί για την ποιητική σκέψη του Γκολίτση μια συνεχιζόμενη ματαιότητα. Τώρα σώματα, ύστερα χώμα, σώματα που σαπίζουν για να αποκτήσουν ρίζες τα δέντρα. Σώματα, πάλι χώμα και κατόπιν αστρική σκόνη και επάνοδος των μορίων στο διάστημα από το οποίο προήλθαν. Ήλιοι γεννιούνται και πεθαίνουν στα διάφορα σημεία του σύμπαντος, ό,τι είναι κάτω είναι και επάνω, ό,τι έξω και μέσα, θάνατος (αν και δια μέσου της γέννησης), σύσταση, διάλυση και μεταβολή, από το ένα στο άλλο σε ατέρμονες διαδρομές. Η γέννηση συντηρεί την οδύνη και η κάθε γέννηση είναι ένας μελλοντικός θάνατος. Μια διαδικασία μετενσάρκωσης που μοιάζει να υπονοείται προκειμένου για τον άνθρωπο, είτε ως διαδικασία μεταφυσική είτε ως απλή μεταστοιχείωση της ύλης, δεν ησυχάζει ωστόσο και δεν παρηγορεί τη σκέψη του ποιητή και η ζωή μοιάζει να εξακολουθεί παγιδευμένη στον αιώνιο τροχό της (στον τροχό της Σαμσάρα της ανατολικής σκέψης). Ωστόσο, έχει επίγνωση ότι επισυμβαίνει η συνύπαρξη και τελικά η ενοποίηση των αντιθέτων, όταν το «φωτεινό εξισορροπεί το μαύρο» και όταν ο χρόνος συμποσούται «όλα είναι ένα / χωρίς μετά και δίχως πριν», χωρίς όμως να μεταλαμβάνει την τελική αρμονία που δι’ αυτής της ενοποίησης προσδίδεται από άλλους στο όλον.
Η εικόνα ενός τελειωμένου σαρκίου, ενός σφαχτού, μιας θυσίας ίσως στον βωμό ενός σχεδίου θεϊκού ή μιας ειμαρμένης, κατατρύχει τον ποιητικό κόσμο του Γκολίτση. Τόσο για το πλάσμα άνθρωπος («με τα μάτια σάπιο κρέας», «τα μάτια καρφίτσες μες στα κρέατα», «κομμάτι από σφαχτό»), όσο και για ολόκληρη τη Φύση που τον περιβάλλει («σπλάχνα του κόσμου ανοιχτά / σφάγια που κρέμονται ξεχωριστά / πλανήτες και αίμα», «ένα χάσμα που σκάζει κρέας ο ουρανός). Μια εικόνα με στόχο να καταδείξει το παράλογο της ύπαρξης: όλα είναι αναλώσιμα, εδώδιμα, προσωρινά. Κι οι νεκροί ζουν πάντοτε μαζί με τους ζωντανούς. Είτε σαν υπόλοιπα και μόρια σωμάτων, ακριβώς από κάτω μας στη γη ή στα νερά, είτε στη σκέψη μας με την πνευματική τους υπόσταση και την ενθύμηση των έργων και των λόγων τους. Βέβαια στη γέννηση και καταστροφή των ήλιων ή στην ανάπτυξη του δέντρου από την ύλη των σαπισμένων σωμάτων και οστών των τεθνεώτων θα μπορούσε να βλέπει κανείς τη δύναμη της αναγέννησης, θα μπορούσε να παραμείνει στην ομορφιά του όλου (σύμπαντος) και του μέρους (φυτό). Όχι ο Π. Γκολίτσης. Εκείνος επιμένει να κραυγάζει το τραύμα του, το τραύμα του πλάσματος που, ριγμένο στη γη, νιώθει ανήμπορο και ανίκανο να ορίσει απόλυτα τη μοίρα του. Να έχει το δικό του ξεχωριστό πρόσωπο μέσα σε όλον αυτό το συρφετό ζώντων πλασμάτων, χαοτικών συμπαντικών φαινομένων, ιστορικοκοινωνικών γεγονότων, ακατανόητων πράξεων. Να είναι πραγματικά.
Μια πράξη καταστροφής, μέσα σε όλο αυτό το ανώφελο και μάταιο περιβάλλον, ίσως να θέλει να συμβάλλει στην τόνωση της παρουσίας του, στο να αφήσει το τρεμάμενο ίχνος του στον κόσμο, έστω το ίχνος του μαρτυρίου του.
Στο ποίημα «Ηλιακή καταιγίδα ή ad Deum» (μετάφραση: στον Θεό), το βιβλίο του κόσμου («ένα χαρτί ο κόσμος όλος κρέμεται») ανοίγεται στον αναγνώστη-ποιητή για να λάβει και να φάγει. Μέσα από αυτό, θα προκύψει η σηματοδότηση εξ ίσου του ποιητή σαν δημιουργού, αφού μπορεί να γίνει ο ερμηνευτής («δαίμονα-σύμπαν που κυκλώθηκες και βλέπεις απ’ το μάτι μου» και «εγώ είμαι εσύ», αφού «όλα είναι ένα») και ο ανασχηματιστής του. Δια μέσου της ποίησης θα ήθελε να πλάσει έναν άλλο κόσμο, λιγότερο δυστοπικό, να αποτινάξει το άδικο της φθοράς και του θανάτου. Ακόμα και οι προστακτικές του σε κάποια σημεία του βιβλίου («σκόρπιζε», «γείωσε», «σβήσε», «απάλειφε τα όρια»), που θυμίζουν τα βιβλικά γεννηθήτω (δια του λόγου άλλωστε η Δημιουργία), υποδεικνύουν προς αυτή την κατεύθυνση της πρόθεσης μιας δημιουργίας από την αρχή (τις λίγες στιγμές που «γυρεύει ένα παλμό που σφύζει φως / ένα ρυθμό που συντονίζει το σκοτάδι») ή και απλώς την καταστροφή αυτού που υπάρχει («πώς μπαίνω μες στο μάτι σου να βρω / το κέντρο σου / και να σ’ ανατινάξω»), με σκοπό την περαίωση της οδύνης. Μια πράξη καταστροφής επίσης, μέσα σε όλο αυτό το ανώφελο και μάταιο περιβάλλον, ίσως να θέλει να συμβάλλει στην τόνωση της παρουσίας του, στο να αφήσει το τρεμάμενο ίχνος του στον κόσμο, έστω το ίχνος του μαρτυρίου του. Μα και στο επόμενο ποίημα με τίτλο «Μεταφυσική ανταρσία» (σαν εκείνη δηλαδή του άλλου πρώην αγγέλου, και κατόπιν εναντιωτή και κατήγορου, του Εωσφόρου των θρησκευτικών διηγήσεων), ο ποιητής «με μια κοτρόνα όλη τη βιτρίνα του ουρανού θα κατεβάσει», εκείνου που άλλοι –όπως αναφέρει– βλέπουν σαν στοργικό πατέρα. Επειδή έχει απελπιστεί: «Δεν πάω σ’ άλλες κηδείες / απόκαμα» θα μας πει, ή «τα πτώματα του Αιγαίου ανθίζουν σαν πιράνχας», ή τα παιδικά φέρετρα, από τους πίνακες του ζωγράφου Ακριθάκη (με παραπομπή –αν δεν κάνω λάθος– στα παιδιά του Βιετνάμ) αιωρούνται στα καρουζέλ του θανάτου, επιχειρώντας εδώ, εκτός της υπαρξιακής-μεταφυσικής σημαντικής του και ευδιάκριτα πολιτικά σχόλια. Ένας τέτοιος κόσμος όπου «μια ιστορία οστών τα τεκταινόμενα», όπου τα «κτίρια προσωρινά», «προσωρινές κι οι πολιτείες», δεν είναι εύκολα κατοικήσιμος. Και οι στιγμές της ωραιότητας μετρημένες, π.χ. «τα τζιτζίκια μες στα δάχτυλα» συνοδεύονται από πτώματα στα θαλάσσια νερά. Δηλαδή το πνεύμα που επισκοπεί έρχεται διαρκώς αντιμέτωπο με τη φυσική μέσα στον χρόνο παρακμή και συντριβή του σώματος, αλλά και –συχνότατα– με τις πράξεις και ενέργειες της ανθρώπινης θηριωδίας.
[...] ένα παραμορφωμένο πρόσωπο εξπρεσιονιστικής τεχνοτροπίας και ένα στόμα που φαίνεται να κραυγάζει την οδύνη του, στο μαύρο του σκοταδιού και στο κόκκινο του αίματος. Διότι το αίμα γύρω μας πολύ. Και το αίμα φωνάζει.
Η ενασχόληση του ποιητή με τη ζωγραφική θα του δώσει το ιδιόχειρο εξώφυλλο της συλλογής, απολύτως συμβατό με το περιεχόμενο, ένα παραμορφωμένο πρόσωπο εξπρεσιονιστικής τεχνοτροπίας και ένα στόμα που φαίνεται να κραυγάζει την οδύνη του (την οδύνη εν τέλει του ανθρώπου), στο μαύρο του σκοταδιού και στο κόκκινο του αίματος. Διότι το αίμα γύρω μας πολύ. Και το αίμα φωνάζει. Άλλωστε και η επί των σφαγίων προβληματική του θα μας υπενθυμίσει τους αντίστοιχους πίνακες του ζωγράφου Φ. Μπέικον και το κλίμα αδιεξόδου και ασφυξίας εκείνου. Και ο Μπέικον, όπως γνωρίζουμε, είχε δηλώσει «το ότι είμαστε από κρέας, μας κάνει εν δυνάμει σφαχτά» ή ότι θα ήθελε να ζωγραφίσει το καλύτερο έργο με θέμα την ανθρώπινη κραυγή. Πρόσωπα επίσης προερχόμενα από το χώρο της ζωγραφικής, κλασικά, όπως Θεοτοκόπουλος και Ραφαήλ, ή σύγχρονα, όπως Ακριθάκης, και άλλα, όπως Λουκιανός, Παύλος, Κικέρων, χρησιμοποιεί ο ποιητής ως φορείς διατύπωσης και δικών του σκέψεων, αλλά και ως υπαρκτικές προβολές με ιδιαίτερη ταυτότητα. Οι στίχοι του κατά σημεία κρυπτικοί, αφήνουν όμως στο σύνολο να διαγραφεί η συγγραφική πρόθεση. Εξαιρετικός μάλιστα ο στίχος που συνοψίζει την υπαρξιακή του βάσανο: «Από πού τη θνητότητά μου να πιάσω;» Άλλωστε ο ίδιος, σε επεξηγηματικές σημειώσεις του τέλους στο προηγούμενο βιβλίο του, θα παραθέσει τον παραπλήσιο νοηματικά στίχο του Dylan Thomas: «Τον θάνατό σου αναλογίσου, που είναι πάντοτε παρών / κι έχει το ύψος σου».
Μάταιη και σαθρή λοιπόν η ύπαρξη, ματαιότητα να είμαστε και να μετέχουμε στην ανάμιξη των υλικών και ο χρόνος που μας δόθηκε ψευδοχρόνος, αφού δεν αρκεί ή δεν φαίνεται να μπορεί να αλλάξει κάτι. Και ο άνθρωπος μέσα στην απόγνωση. Ωστόσο, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο της ματαιότητας, ο ποιητής έχει πάντα το δικαίωμα ή την υποχρέωση –με τον δικό του τρόπο– να επισημαίνει, να στηλιτεύει, να επαγρυπνεί. Και αυτό φαίνεται να επιχειρεί και με την εργασία του αυτή ο Πέτρος Γκολίτσης.
* Η KΥΡΙΑΚΗ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ είναι ποιήτρια.