Για την ποιητική συλλογή του Γιώργου Βαρθαλίτη «Κάνθαροι και άλλα ποιήματα» (εκδ. Παρασκήνιο - Δίθυρον).
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Από τους ποιητές μας των τελευταίων δεκαετιών, κανείς δεν συνδέθηκε τόσο στενά με τη συμβολιστική παράδοση, όσο ο Γιώργος Βαρθαλίτης. Δεινός μεταφραστής του Έ. Α. Πόε, του Στέφαν Γκεόργκε, του Πωλ Βαλερύ, δοκιμιογράφος με εντυπωσιακή εποπτεία των ευρωπαϊκών γραμμάτων και κριτικός με οξύνοια και ευαισθησία ιδιότυπη, ο Βαρθαλίτης στα πρώτα του ποιητικά βιβλία συχνά είναι σαν να ξαναπιάνει ένα νήμα που από τον Μεσοπόλεμο ή, το αργότερο, από κάποια σπάνια μαλλαρμικά ξεστρατίσματα ενίων μεταπολεμικών, έμοιαζε αφανές ή και κομμένο οριστικά.
Είναι αλήθεια ότι με την ανάδυση του καθαρόαιμου μοντερνισμού και των ποικιλώνυμων «εμπροσθοφυλακών» του, η συνεισφορά των συμβολιστών στην αισθητική μεταπολίτευση που σημάδεψε τον 20ό αιώνα, πέρασε κάπως σε δεύτερο πλάνο. Κι αυτό μολονότι οι ίδιοι οι κορυφαίοι μοντερνιστές, από τον Έλιοτ ώς τον Πεσσόα και από τον Οκτάβιο Πας ώς τον Γιώργο Σεφέρη ανέκαθεν υπογράμμιζαν τις οφειλές τους σ’ εκείνους. Με τον τρόπο του, έναν τρόπο πολυσχιδή όπως είδαμε, και ο Βαρθαλίτης αυτό έκανε ώς τώρα, μας τις υπενθύμιζε επανεντάσσοντάς τες στα σημερινά συμφραζόμενα.
Ο Βαρθαλίτης στρέφεται προς ένα είδος ποίησης που βρίσκεται στους αντίποδες όχι μόνο της ποιητικής καθαρότητας, με την οποία συνδέθηκε εξαρχής ο συμβολισμός, αλλά και αυτού του σκληρού πυρήνα κάθε λυρικότητας, τον υποκειμενισμό – προς μια ποίηση αντικειμενικότερη, πραγματοκεντρική.
Παρουσιάζει επομένως ειδικό ενδιαφέρον ότι με την τελευταία του συλλογή ο Βαρθαλίτης στρέφεται προς ένα είδος ποίησης που βρίσκεται στους αντίποδες όχι μόνο της ποιητικής καθαρότητας, με την οποία συνδέθηκε εξαρχής ο συμβολισμός, αλλά και αυτού του σκληρού πυρήνα κάθε λυρικότητας, τον υποκειμενισμό – προς μια ποίηση αντικειμενικότερη, πραγματοκεντρική. Στα προλεγόμενα της συλλογής του, ο ποιητής μιλάει ευθέως για το κίνητρο της μεταστροφής του. Μετά τους μεγάλους μοντερνιστές, γράφει, «ακολούθησε ένας ανιαρός συρφετός επιγόνων […] μας πνίξαν οι υποκειμενικότητες, οι ψυχικές αναδιφήσεις, οι υπαρξιακές αγωνίες, η υπερβολική σοβαροφάνεια. Αρκετά κλαυθμήρισαν οι στιχορράφοι και οι ποιηματογράφοι μας την υπαρκτική τους "οδύνη" στο ίδιο τροπάρι. Σ’ αυτόν τον επιγονισμό, σ’ αυτό το κακέκτυπο του λυρισμού», καταλήγει, «αντιδρούν οι Κάνθαροι, επιχειρώντας να επαναφέρουν στην ποίηση την αντικειμενική έκφραση».
Τι ακριβώς σημαίνει όμως «αντικειμενική έκφραση» στη λογοτεχνία και ειδικότερα στην ποίηση; Λέει μερικά πράγματα αξιοσημείωτα γι’ αυτήν ο ποιητής στο «Σημείωμα του Εκδότη» που, αναβιώνοντας μια παλιά παράδοση, τοποθετεί στην αρχή του βιβλίου του. Από την πλευρά μου θα έλεγα ότι αντικειμενική έκφραση σημαίνει κατά βάση ένα πράγμα: την προσήλωση στον κόσμο τον κοινόκτητο, τον πέραν του υποκειμένου. Ο αντικειμενικός ποιητής βλέπει τα πράγματα, τα περιγράφει με ακρίβεια, αναπλάθει αφηγηματικά τα επισυμβάντα και τα τεκταινόμενα χωρίς να τα υποτάσσει εξαρχής στα «ιδιωτικά» του οράματα. Για να παραφράσω τον Ελύτη, η αντικειμενικότητα στη λογοτεχνία ξεκινά εκεί όπου το Εγώ δεν έχει τον πρώτο λόγο. Αυτό δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ένα είδος στεγνού ρεαλισμού, πολλώ δε μάλλον φωτογραφικού νατουραλισμού. Κομμάτι αναπόσπαστο του ευρύτερου, εξωυποκειμενικού κόσμου είναι λ.χ. και τα πλάσματα της λαϊκής φαντασίας, οι συλλογικοί μύθοι και θρύλοι: στο μέτρο που αποτελούν κτήμα κοινό και όχι δημιούργημα αποκλειστικό της ατομικής διάνοιας, πατούν σε μια κοινή παρακαταθήκη, βλασταίνουν από τον ψυχισμό όχι του ενός αλλά των πολλών. Και αυτό ακριβώς κάνει ο Βαρθαλίτης. Εκμεταλλευόμενος τη ζηλευτή γνώση του της αρχαίας μυθολογίας, επιχώριας και ξένης, μυθολογεί κι αυτός, μας θυμίζει δηλαδή όχι τόσο τον βίο τον κοινό των ζώων τα οποία θεματίζει στα ποιήματά του, αλλά τα ίχνη που άφησαν, τις περιπέτειές τους στον κόσμο του θρύλου και των συμβολισμών.
Είκοσι δύο ποιήματα περιλαμβάνουν οι Κάνθαροι, και όλα πλην δύο που τιτλοφορούνται «Κυβέλη» και «Εκάτη» αντίστοιχα, είναι αφιερωμένα σε ζώα. Έχουμε να κάνουμε με ένα σωστό bestiarium δηλαδή: ζώα της ξηράς και της θάλασσας, της γης και του αέρα, έντομα και ερπετά, πτηνά και αμφίβια, καρκινόποδα και αιλουροειδή. Παραθέτω ένα από αυτά, το τελευταίο, που επειδή πρωτοτυπώθηκε αρκετά χρόνια πρωτύτερα, το 2009 σε προγενέστερο βιβλίο του ποιητή, μπορεί να θεωρηθεί η μήτρα από την οποία ξεπήδησαν και όλα τα άλλα. Είναι το πιο απομακρυσμένο υφολογικά από τα λοιπά της συλλογής, θα έλεγα το λυρικότερο όλων, και τιτλοφορείται «Γάτες»:
Και ένα δεύτερο, καθ’ όλα αντιπροσωπευτικό αυτό, το τιτλώνυμο «Κάνθαροι (ήγουν σκαθάρια)»:
Όλα ανεξαιρέτως τα ποιήματα της συλλογής ακολουθούν το τρίστροφο αυτό σχήμα, με την εναλλασσόμενη ιαμβική καταληκτική και ακατάληκτη πενταποδία και την πλεκτή ρίμα. Και όλα βρίθουν από αναφορές όχι μόνο μυθικές, αλλά και ιστορικές και φιλολογικές, που κάποιες απ’ αυτές διευκρινίζονται στην «Επισημείωση». Συγκριτικά, πρέπει να πάει κανείς πολύ πίσω στην ελληνική ποίηση για να συναντήσει θεματική προσόμοια, ίσως μέχρι το 1925 και τα Θαλασσινά του Απόστολου Μαμμέλη που την «αλιευτική ποίησή» του μας γνώρισε ο Γ. Π. Σαββίδης το 1996. Παραθέτω δυο στροφές από το σονέτο του «Το δελφίνι»:
Και τις δύο πρώτες στροφές του Βαρθαλίτη από τα δικά του «Δελφίνια»:
Το συναφές του είδους είναι νομίζω προφανές. Η διαφορά του χειρισμού του όμως προφανέστερη. Εκεί που ο Μαμμέλης ως παθιασμένος ψαράς μάς περιγράφει τις θηρευτικές επιδόσεις του κήτους, ο Βαρθαλίτης ξεγλιστράει αμέσως σχεδόν στον κόσμο του μύθου, και ως άλλος Α. Ραγκαβής μας μεταφέρει στον «Διονύσου πλου», στο ρεσάλτο των πειρατών κατά του θεού («Σαβάζιος» είναι προσωνύμιο του Διονύσου), και στη τιμωρό μοίρα τους αμέσως μετά. Με τους στίχους του Αθηναίου ρομαντικού:
Τέτοιες μνείες και αναφορές στους Κανθάρους ο επαρκής αναγνώστης θα βρει πλήθος και αν έχει το κέφι να ξετυλίξει το νήμα τους μέχρι τέλους, πολλά γοητευτικά και αξιόλογα θα ανακαλύψει. Δεν ισχύει το ίδιο για τον ανεπαρκή αναγνώστη, αυτόν που στις μέρες μας δεν βλέπει στην ποίηση παρά την αισθηματολογία, την περιαυτολογία και την πόζα. Σ’ αυτόν ο κόσμος του Βαρθαλίτη θα φανεί παράδοξος, παρωχημένος, οχληρός, ακόμη και αντιποιητικός. Όμως έτσι συμβαίνει πάντοτε με το παράλυτο, καθηλωμένο βλέμμα – στην ελεύθερη θέα ζαλίζεται.
Μολονότι ριζωμένο γερά σε μια αιωνόβια παράδοση, ένα ποίημα του Βαρθαλίτη δεν το συγχέεις με οποιουδήποτε άλλου, ξεχωρίζει με τη πρώτη ματιά, διαφέρει.
Το ερώτημα το αμιγώς κριτικό βέβαια μένει: Τι ακριβώς κομίζει στην ποίησή μας το βιβλίο του Βαρθαλίτη; Πέρα από το προφανές, μια σειρά από τερπνά και διδακτικά ποιήματα, θα έλεγα δύο πράγματα. Το πρώτο είναι μια χειρονομία. Σ’ ένα τοπίο ποιητικό σαν το σημερινό, το έθος του Βαρθαλίτη συνιστά πρόκληση. Η έγνοια του για τη φόρμα, η άριστη τεχνική του κατάρτιση, η λογιοσύνη του, η στάση την οποία προβάλλει στα προλογικά κείμενα, τα προαπαιτούμενα εντέλει τα οποία θέτει, συνιστούν στην πραγματικότητα μια καθολική αποδοκιμασία της σημερινής γραφόμενης ποίησης. Ορθότερα, ένα αντιμανιφέστο, όχι τόσο κατά των κηρυγμάτων του κλασικού μοντερνισμού, που έδωσαν ό,τι ήταν να δώσουν, αλλά του εκφυλισμού τους στον τωρινό κομφορμισμό. Μας μεταφέρουν ένα σήμα κινδύνου όπου διαβάζουμε επί λέξει: «Πέρα από το σημείο αυτό ΑΔΙΕΞΟΔΟ». Η έξοδος απ’ το αδιέξοδο, την οποία ο Βαρθαλίτης μάς υποδεικνύει, είναι ενδεχομένως συζητήσιμη, και όχι εξίσου πρόσφορη για όλους. Η επισήμανσή της όμως είναι σε κάθε περίπτωση καίρια.
Το δεύτερο που έχει να μας προσφέρει το βιβλίο είναι έναν τόνο προσωπικό, μια ιδιαιτερότητα εκφραστική εντελώς σπάνια. Μολονότι ριζωμένο γερά σε μια αιωνόβια παράδοση, ένα ποίημα του Βαρθαλίτη δεν το συγχέεις με οποιουδήποτε άλλου, ξεχωρίζει με τη πρώτη ματιά, διαφέρει. Από τα εκ πρώτης όψεως παράδοξα αυτό: φαίνεται πώς τη φωνή του την ορίζει κανείς πιο καλά εισακούοντας τους περαζόμενους καιρούς, όχι αγνοώντας τους.
* Στην κεντρική φωτογραφία έργο του Δημήτρη Ντόκου, «Vertigo», 2015 90x70cm Λάδι και καπνός σε καμβά.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.
Κάνθαροι και άλλα ποιήματα
Γιώργος Βαρθαλίτης
Παρασκήνιο - Δίθυρον 2017
Σελ. 64, τιμή εκδότη €8,00