Για την έκδοση «Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά» (εκδ. Gutenberg).
Του Νίκου Ξένιου
Η μνημειώδης, καλαίσθητη έκδοση Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά των εκδόσεων Gutenberg έρχεται να βάλει τον θεμέλιο λίθο για μιαν επανεξέταση του έργου του πρωτοπόρου αυτού της νεοελληνικής γραμματείας, υπό τον ευαίσθητο φακό της μελέτης του Δημήτρη Δημηρούλη.
Σε ένα εμπεριστατωμένο πόνημα οκτακοσίων σχεδόν σελίδων, η βιογραφία του εμβληματικού αυτού ποιητή, το σύνολο των αισθητικών, ιδεολογικών και άλλων στερεοτύπων που επισωρεύτηκαν, συν τω χρόνω, στο όνομά του (αδιέξοδη ερωτική φιλία με την Πολυδούρη, ηθική του λογοτέχνη-αυτόχειρα, πεσσιμισμός κοκ.), όπως και οι εκ των υστέρων μυθοποιήσεις/ειδωλοποιήσεις της αισθητικής της décadence και η επιπολής πραγμάτευση της ποιητικής μελαγχολίας, όλα επανεξετάζονται εις βάθος και στρέφουν τη ματιά του σύγχρονου αναγνώστη στις υπαρξιακές προκείμενες που παρήγαγαν το έργο του, στη δριμεία κριτική που δέχτηκε και στην κοινωνική κριτική που αυτό άσκησε.
Poète maudit ή κοινωνικός επικριτής;
Δεν είναι εύκολη δουλειά το να ανασταίνεις τους νεκρούς, ιδιαίτερα όταν η κοινή αντίληψη τους έχει καταγράψει ως εραστές του θανάτου. Ο μελετητής πρέπει να αποστασιοποιηθεί από ένα σωρό τετριμμένες παραδοχές και χύδην αντιλήψεις, να εμβαπτίσει την πέννα του στη μελάνη της υψηλής αισθητικής, να αντικρίσει τον ποιητή που μελετά ψυχρά και αντικειμενικά, επιστημονικά και απροκατάληπτα.
Η διαλεκτική σχέση του Καρυωτάκη με το κλίμα του ύστερου μπωντλαιρισμού και η ιδιότυπη θέση του ως ποιητή, μεταφραστή και πεζογράφου στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή του Μεσοπολέμου καθόρισαν αφενός το υψηλό ποσοστό σχηματοποίησης που υπέστη το έργο του κι αφετέρου την καθιέρωσή του ως παρουσίας-τομής στα ποιητικά μας πράγματα. Ο αρνητισμός του Μπωντλαίρ (κατά την εκτίμηση του Δημάκη) είναι σύστοιχος με την αντίδραση στα καθιερωμένα και το αίσθημα ανικανοποίητου του Καρυωτάκη, ενώ ως έναν βαθμό μπορεί να ερμηνεύσει μέρος των κινήτρων της αυτοχειρίας του. Δεν είναι εύκολη δουλειά το να ανασταίνεις τους νεκρούς, ιδιαίτερα όταν η κοινή αντίληψη τους έχει καταγράψει ως εραστές του θανάτου. Ο μελετητής πρέπει να αποστασιοποιηθεί από ένα σωρό τετριμμένες παραδοχές και χύδην αντιλήψεις, να εμβαπτίσει την πέννα του στη μελάνη της υψηλής αισθητικής, να αντικρίσει τον ποιητή που μελετά ψυχρά και αντικειμενικά, επιστημονικά και απροκατάληπτα. Εννοείται πως αυτό ακριβώς το υψηλής στάθμης στόχαστρο βασίζεται σε μιαν εκτεταμένη μελέτη της βιογραφίας του ποιητή και τεκμηριώνεται, κατά περίπτωσιν, από τα πεζά, τις επιστολές και τις κρίσεις επί του έργου του: στο ωραίο βιβλίο του κύριου Δημηρούλη η συγκέντρωση όλου του πολύτιμου υλικού υποστηρίζει την αναθεμελίωση/αποκατάσταση της εικόνας του Καρυωτάκη, με την προϋπόθεση κανείς να μπει στη διαδικασία να ξαναδεί τον ποιητή υπό αυτό το ανανεωμένο πρίσμα.
Επί παραδείγματι, ο μελετητής θα διαπιστώσει πως η «υπεροπτική γκριμάτσα» του Μαλακάση την οποία σαρκάζει ο Καρυωτάκης ουσιαστικά συνοψίζει το πλέγμα των κατεστημένων πεποιθήσεων, το τείχος των κοινωνικών συμβάσεων, το ισχυρά ανθιστάμενο οικοδόμημα της ποιητικής νόρμας της εποχής του:
Η φαντασιακή ανασυγκρότηση του Εγώ και η θεώρηση του έργου εν συνόλω
Η συνύπαρξη της φρίκης για τη ζωή (taedium vitae, που έλεγαν οι λατίνοι προκάτοχοί του) και της έκστασης που προκύπτει από τη ζωή είναι ο ακατανόητος συνδυασμός που οδηγεί στην καινοτόμο γλώσσα του.
Αυτά σε ό,τι αφορά την οξύτατη κριτική και σάτιρα. Περνώντας, τώρα, στον προσωπικό χώρο του Καρυωτάκη ως ιστορικού προσώπου, θα διαπιστώσει πως το βίωμα του θανάτου ως ψυχικό βίωμα επέφερε αναπόφευκτα και«μεταβολές στη φράση του ποιήματος, δηλαδή στη γλώσσα, στον ρυθμό, στο μέτρο, στη θεματική, αλλά και στο συγκινησιακό φορτίο»[2] των ποιημάτων του. Η θανατολαγνία είναι επίσης επιδεκτική πολλών προσεγγίσεων και δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με την ιδιόρρυθμη αντίληψή του περί συντροφικότητας και έρωτα: βαθύς πεσιμισμός, πεισιθάνατο κλίμα και ένας υπαινικτικός λόγος που παραπέμπει στην περίπτωση του Πεσσόα, αλλά και το ανανταπόδοτο του έρωτα της Πολυδούρη, είναι θέματα που απασχόλησαν εκτεταμένα τη λογοτεχνική κριτική. Η συνύπαρξη της φρίκης για τη ζωή (taedium vitae, που έλεγαν οι λατίνοι προκάτοχοί του) και της έκστασης που προκύπτει από τη ζωή είναι ο ακατανόητος συνδυασμός που οδηγεί στην καινοτόμο γλώσσα του. Μια γλώσσα που εσκεμμένα εντάσσει, στο corpus του έργου του, τις επίπονες μεταφραστικές του επιδόσεις, αποδεικνύοντας έτσι πως ο ποιητής βάδισε την ατραπό της αγωνιώδους αναζήτησης της φόρμας ενσωματώνοντας στην ποιητική του παραγωγή τα αναγνωστικά του διδάγματα και τις ποιητικές εκστάσεις του ως αναγνώστη. Ο κύριος Δημηρούλης υπενθυμίζει στον αναγνώστη τη σημαντική συμβολή του Ζήσιμου Λορεντζάτου στην αποκατάσταση του δυσφημισμένου ως προς την ποιητική τέχνη Καρυωτάκη. Επίσης, επιστρατεύει την έννοια του «πολιτισμικού πεδίου» του Μπουρντιέ προκειμένου να εντάξει το έργο του ποιητή στο σύνολο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων, ιστορικών συγκυριών, ιεραρχήσεων και θεσφάτων, σχέσεων εξουσίας και ταξικών προσδιορισμών που επικαθορίζουν την παραγωγή λογοτεχνικού έργου. Αυτού του ζητήματος άπτεται και η διαμφισβητούμενη ένταξη του Καρυωτάκη στην περίφημη Γενιά του ’30, καθώς και η πολιτική ταυτότητα του έργου του.
Το oeuvre complet που παραθέτει η εξαιρετική αυτή έκδοση έρχεται προς επίρρωσιν των εκτεταμένων διαπιστώσεων της Εισαγωγής του βιβλίου. Συγκεκριμένα, ο τόμος περιλαμβάνει τις συλλογές: «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων» (1919), «Νηπενθή» (1921), «Ελεγεία και Σάτιρες» (1927), «Τα τελευταία ποιήματα» (1928), τα «Αδέσποτα ποιήματα» (1919-1924), «Λογοτεχνικά πεζά» (1920-1928), «Μη λογοτεχνικά πεζά» (1924-1928), το σύνολο των μεταφράσεων του Καρυωτάκη και ένα Παράρτημα με επιστολές και κρίσεις που αφορούν το έργο του.
«Το δικό του μέρισμα στην Αθανασία»
O αληθινός ποιητής είναι δυστυχής λόγω της ίδιας της ποιητικής του ιδιότητας. Αυτού του «αγγίγματος» της Μούσας που τον ξυπνά τα βράδια, που τον μεταφέρει ερήμην της βουλήσεώς του στο βραχώδες, αυχμηρό τοπίο της αισθητικής θέασης των πραγμάτων.
Η ανάγκη για υστεροφημία που αποδόθηκε στον Καρυωτάκη προέκυψε, φυσικά, από μια ρηχή και, ως έναν βαθμό, κακεντρεχή ερμηνεία του ποιητικού του έργου. Το πρόχειρο συμπέρασμα που συνάγουν κάποιοι, ότι τάχατες οι ποιητές που δοξάστηκαν βίωσαν παράλληλα και μιαν «αποτυχημένη» προσωπική ζωή, αντιστάθμισμα της οποίας υπήρξε ο ποιητικός οίστρος, δεν είναι παρά μια στένωψ, μικρονοϊκή ερμηνεία clichet. Εννοείται πως ο πραγματικός ποιητής δεν αντιλαμβάνεται τις επιλογές της ζωής του, τη μόνωσή του, την αιθεροβάμονα προσέγγισή του της πραγματικότητας, τις όποιες ιδιοτυπίες του, ως εσφαλμένες επιλογές: κάτι τέτοιο θα ήταν κωμικό ακόμη και να το σκεφτεί κανείς. Τουναντίον, ο αληθινός ποιητής είναι δυστυχής λόγω της ίδιας της ποιητικής του ιδιότητας. Αυτού του «αγγίγματος» της Μούσας που τον ξυπνά τα βράδια, που τον μεταφέρει ερήμην της βουλήσεώς του στο βραχώδες, αυχμηρό τοπίο της αισθητικής θέασης των πραγμάτων, ενώ παράλληλα η καθημερινότητα τον καλεί να γίνει πραγματιστής. Η Πρέβεζα του Καρυωτάκη δεν είναι παρά ο παράγων που αφυπνίζει μια διάθεση ειρωνικά αλληγορική. Δηλαδή το είδος σαρκασμού που εδράζει σε ασύνειδες περιοχές, και που ενεργοποιείται προσλαμβάνοντας την αισθητική μορφή της σάτιρας και εδραιώνοντας τον χαρακτηρισμό του δημιουργού ως «άδοξου» ή «δονκιχωτικού»[3]. Συμβαίνει, όμως, το εξής: ο αντισυμβατικός ποιητής, ανακαλώντας όλους τους «καταραμένους» από το ευρωπαϊκό ποιητικό παρελθόν και λειτουργώντας ως επίγονός τους, να εξαναγκασθεί από ξεκάθαρη «ποιητική εγρήγορση»[4] να καινοτομήσει μορφικά στο ποίημα «Μπαλάντα στους Άδοξους ποιητές των αιώνων»: «Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι, και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί, η Αθανασία τους είναι χαρισμένη» δηλώνει ο ποιητής, διεκδικώντας δικαίως το δικό του μέρισμα στην Αθανασία[5].
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
1. Σάτιρες, 1927
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ