Για την ποιητική συλλογή του Γιώργου Σύρρου «Διασχίζοντας το μεταίχμιο» (εκδ. Στίξις).
Της Χαράς Ναούμ
Στο δεύτερο ποιητικό βιβλίο του, ο Γιώργος Σύρρος επιχειρεί μια σχολαστική καταγραφή των σημαδιών του σώματος μετά τον έρωτα. Μια προσεκτική χαρτογράφηση του ερειπωμένου τοπίου μετά την πρώτη έξαψη∙ μετά την αρχική συνθήκη εκπλήρωσης: «Επέστρεψα στο μέρος εκείνο/ που κάποτε αποκαλούσαμε δικό μας». Ο αναγνώστης διασχίζει ένα ανθρώπινο τοπίο με τα εξής στοιχεία ανά χείρας: εδεμική γύμνια, ανάμνηση ήχων όπως αυτός των ενδυμάτων που φυλλορροούν από το σώμα λίγο πριν την ερωτική πράξη, ματωμένα χέρια, μια Μαρία-βράχο που αγωνίζεσαι να σκαρφαλώσεις για να επέλθει μια κατάβαση-γείωση, αφού ήταν «πάντα το παραμύθι κάποιου άλλου».
Η Μαρία δεν είναι μόνο ανοιχτή πληγή∙ είναι, ταυτόχρονα, ένα δροσερό ανάγλυφο ψυχής που φιλοτεχνείται σταδιακά, μόλις το βίωμα ωριμάσει.
Ωστόσο, δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μια έρημο ως νομοτελειακή συνέπεια του έρωτα, αλλά και με μια ζωογόνο πηγή που υδροδοτεί τον άνθρωπο. Η Μαρία δεν είναι μόνο ανοιχτή πληγή∙ είναι, ταυτόχρονα, ένα δροσερό ανάγλυφο ψυχής που φιλοτεχνείται σταδιακά, μόλις το βίωμα ωριμάσει, «ένα τραγούδι δίχως τελειωμό / που γράφεται από νύχτα σε νύχτα». Από μια σκοπιά, δηλαδή, η Μαρία είναι ένας ολόκληρος κόσμος που πασχίζει να κουρνιάσει στις καμπύλες των κλαδιών του, να βρει καταφύγιο από τα πολυπληθή «περαστικά χαμόγελα», αφού παραμονεύει ακάθεκτο το σαρκοβόρο ερώτημα: «Θεέ μου, πόσες Μαρίες ν’ αντέξει ακόμα αυτός ο κόσμος;». Είναι όμως και η ίδια κάποτε καταφύγιο, μητέρα ενός θεού που ο επίγειος πόνος της την ανύψωσε σε καθαγιασμένο σύμβολο συμπόνοιας και αγάπης. Μάνα που πάντοτε «εναποθέτει ένα φιλί στο μέτωπό μας».
Η δυστοπία της αρχικής παράλυσης που καταβάλλει αυτόν που μένει μόνος ξαφνικά λούζεται σταδιακά από έναν καταιγισμό ομορφιάς που, αν και χαμένης, δεν παύει να αφήνει ενεούς όσους αντέχουν να παραμένουν πιστοί της. «Η ομορφιά σου δεν είχε πια πού να κρυφτεί» ομολογεί ο ποιητής απευθυνόμενος σε μια Μαρία, ίσως στην κεντρική των πόθων του. Αν και πληγωμένος νοσταλγός, φωταγωγείται, ενίοτε, από μικρές σπίθες-κομμάτια παζλ που συνθέτουν μια «αρχαία μυσταγωγία» κι ας είναι «απαράλλαχτη μέσα στους αιώνες».
Ο ποιητής βιάζεται να τα πει όλα, πολύ συχνά συναντούμε μια χειμαρρώδη καταγραφή των βιωμάτων με γλώσσα που ρέει αβίαστα. Νιώθει μια ακατανίκητη ανάγκη να προλάβει μα, τελικά, δεν μπορεί να ξεφύγει από το άφευκτο: «καταλήγω το βράδυ να έχω έναν άγριο πονοκέφαλο / απ’ όλα εκείνα που μείνανε ανείπωτα». Δεν είναι δυνατόν να ειπωθούν όλα μέσα στα πολύ ασφυκτικά πλαίσια μιας συλλογής. Πάντοτε μένει ένα κενό που μας καθιστά ανικανοποίητους και πυροδοτεί τον πόθο για να σκάψουμε πάλι την πληγή, την ίδια ή καινούργια, να γράψουμε από την αρχή τον κόσμο, να ζήσουμε ξανά «την Πτώση από την αρχή».
Ο Σύρρος μέσω της ενδελεχούς διερεύνησης όσων διαμείβονται μεταξύ των ερωτευμένων, καταφέρνει, τελικά, να συναρμολογήσει τα διάσπαρτα κομμάτια του και να αποδεχτεί τη ανθρώπινη ανεπάρκειά του.
Σε αυτή την κατεύθυνση, η ποίηση του Σύρρου θα μπορούσε να χωρέσει ολόκληρη στους παρακάτω εξαιρετικούς στίχους: «εκείνο το παιδί που κουβαλάω πάντα θα σπαράζει για σένα / αγνοώντας ότι η ζωή πέρασε προ πολλού / και αμέλησε να το μεγαλώσει». Λαμβάνοντας υπόψη πόσο θεραπευτική μπορεί να αποβεί η συνειδητοποίηση της ύπαρξης ενός παιδικού εγώ, παραπονεμένου, θα λέγαμε ότι ο Σύρρος μέσω της ενδελεχούς διερεύνησης όσων διαμείβονται μεταξύ των ερωτευμένων, καταφέρνει, τελικά, να συναρμολογήσει τα διάσπαρτα κομμάτια του και να αποδεχτεί τη ανθρώπινη ανεπάρκειά του. Καταφέρνει όμως και κάτι ακόμη∙ να αντιληφθεί τη μοναδική υποχρέωση που έχει, πρωτίστως ως άνθρωπος κι έπειτα ως ποιητής: «Υποχρέωση ιερή να σώζεις όλα τα στοιχειά του θεού∙ / ένα γιασεμί εδώ, ένα εκεί / ποιος ξέρει / μπορεί κάποτε να μοσχοβολήσουν».
Στη συλλογή του Σύρρου, συναντά κανείς συχνά τέτοια γιασεμιά που επιφέρουν μια μορφή κάθαρσης∙ τα ποιήματα είναι γραμμένα από καρδιάς με άρωμα ατόφιο. Δεν υπάρχουν εδώ άσκοπες εγκεφαλικές περιπλανήσεις. Μέσα στους στίχους του μπορεί να καθρεφτιστεί καθένας από εμάς, καθώς η αμεσότητα και το οικείο ύφος του ποιητή, μας βοηθούν να μετέχουμε στο βίωμα, να ερχόμαστε κάθε φορά αντιμέτωποι με τον «δαίμονα» και, τελικά, να βρίσκουμε παρηγοριά στη σκέψη πως δεν είμαστε μόνοι σε αυτόν τον αγώνα. Ίσα για να μπορούμε να βουτάμε τα χέρια μας «στο αίμα και το ζυμάρι», ξανά από την αρχή, παραμένοντας αρτιμελείς σε ζωή ακρωτηριασμένη.
* Η ΧΑΡΑ ΝΑΟΥΜ είναι ποιήτρια.