
Για την ποιητική συλλογή της Καίτης Κουμανίδου «Αμφίδρομος Καθρέφτης» (εκδ. ΑΩ).
Του Γιώργου Ρούσκα
Εραστές του ονείρου οι άνθρωποι αφήνουν πίσω τους λυγμούς τα πρόσωπα στρέφουν στον ήλιο τον υπαίτιο θεό ν’ αγκαλιάσουν«Οι ένοχοι»
Βλέπεις έναν ωραίο πίνακα ζωγραφικής στο εξώφυλλο και η προδιάθεσή σου για το περιεχόμενο του βιβλίου αυτόματα γίνεται θετική. Με το που βλέπεις και το βιογραφικό στα «αυτιά» του βιβλίου και τη διπλή δραστηριότητα της κ. Κουμανίδου, συγγραφική (σημειώνοντας τη θεματική και τον προσανατολισμό) και εικαστική, αυξάνονται οι προσδοκίες αλλά και οι απαιτήσεις. Καλά ως εδώ. Με τα χρόνια έχεις διαμορφώσει μια άποψη για τα βιβλία ποίησης. Όχι ακλόνητη, μα αρκετά στέρεη. Θεωρείς ότι στην ποίηση δεν έχει θέση ο πρόλογος. Ό,τι έχει να πει ο ποιητής, ας τα πει μόνος του, χωρίς βοήθεια, χωρίς προϊδέαση, χωρίς απόψεις άλλων που θα κατευθύνουν τη σκέψη σου, που θα επηρεάσουν την πρόσληψή σου.
Η συλλογή αυτή, εκτός των άλλων, είναι ένας ποιητικός και εικαστικός κήπος, γεμάτος με ανθισμένες λέξεις, προσωποποιήσεις, μεταφορές, όνειρα, προβληματισμούς.
Εδώ, το σοκ είναι μεγάλο. Όχι ένα εισαγωγικό προλογικό σημείωμα, αλλά τρία στη σειρά. Πάει περίπατο η θετική προδιάθεση. Έχω δυο επιλογές. Ή κλείνω το βιβλίο και επιλέγω ένα άλλο ή τα προσπερνώ όλα και μπαίνω κατευθείαν στον ποιητικό λόγο, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα οποιουδήποτε εκδίδει, να το κάνει κατά πώς αισθάνεται. Μπορεί να είναι όλα καλά ή όχι σε ένα βιβλίο, το χαρτί, το εξώφυλλο, τα χρώματα, οι εισαγωγές κλπ., μα αυτό που μένει, αυτό που έχει την καθοριστική αξία, είναι ο ίδιος ο λόγος. Αν αυτός αξίζει, αν έχει ουσία, υπερκεράζει οποιαδήποτε άλλη παράμετρο. Έτσι, προχωρώ ανεπηρέαστος στην ανάγνωση της πρώτης ποιητικής συλλογής της Καίτης Κουμανίδου με τίτλο Αμφίδρομος Καθρέφτης, καθ’ όλα φροντισμένης επιμελώς από τις εκδόσεις ΑΩ. Η πρώτη της ποιητική συλλογή, όχι όμως και συγγραφική, αφού έχουν προηγηθεί ένα βιβλίο ψυχολογίας και δύο λευκώματα. Τέσσερις ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής και πολλές συμμετοχές σε ομαδικές είναι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη. Το εξώφυλλο και τα έργα ζωγραφικής εντός του βιβλίου είναι όλα δικά της. Άνθρωπος της Τέχνης λοιπόν. Χρωστήρας και μολύβι. Για να δούμε.
Μετά την πρώτη ανάγνωση, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η συλλογή αυτή, εκτός των άλλων, είναι ένας ποιητικός και εικαστικός κήπος, γεμάτος με ανθισμένες λέξεις, προσωποποιήσεις, μεταφορές, όνειρα, προβληματισμούς. Σε κάποιες γωνιές του βασιλεύουν η σιωπή, το σκοτάδι, η μοναξιά. Σε κάποιες άλλες, ανάμεσα σε δέντρα και λουλούδια, ευδοκιμούν ανακατεμένα με λαμπερά και ποικίλα χρώματα, τα όνειρα, ο έρωτας και η αγάπη. Το πρώτο ποίημα, «Ωδή της Σελήνης», δίνει τα ποιητικά τα σκηνικά της πρώτης πράξης, στην οποία χρήσιμο θα είναι να κρατήσουμε ως έννοιες τις λέξεις «Σελήνη», «μαβιά», «νύχτα», «άλλοθι», «ζωή»:
Σε αυτόν τον ποιητικό κήπο, κυρίαρχο λουλούδι είναι η Μαργαρίτα. Με την αφιέρωση του βιβλίου στην εγγονή της, «τη μικρή όμορφη Μαργαρίτα», ξεκινάει η Καίτη Κουμανίδου την ποιητική της συλλογή και με το ποίημα «Η Μπαλάντα της Μαργαρίτας» την κλείνει, έχοντας εν τω μεταξύ άφθονες αναφορές σε μαργαρίτες, από λουλούδια (π.χ. «ανοιξιάτικες λευκές μαργαρίτες») ως τη συνονόματη μητέρα της και ξανά την εγγονή της, όπως π.χ. στο ποίημα «Το δωμάτιο της νιότης»:
Λουλούδια
ακόμα και άνθη του δέντρου που οι καρποί του συμβολίζουν αφθονία, γονιμότητα, καλοτυχία αλλά και συμφιλίωση με τον θάνατο:
Ο κήπος αυτός, έχει σημεία με φύτρες αυτοκριτικής και ένοχης συναίσθησης αυτών που δεν πρόφτασαν να γίνουν, ιδίως προς τη μάνα:
αλλά και σημεία με λουλούδια ευγνωμοσύνης για την ασφάλεια στα χέρια του πατέρα, με τον οποίο υπάρχει μια διαφορετική επικοινωνία
Στον κήπο αυτό, ανθίζει και η ίδια η Καίτη Κουμανίδου, με υπόσταση διπλή. Τα δύο αρχικά γράμματα, του ονόματος και του επιθέτου, Κ Κ, άλλοτε κατά τη γνώμη μου γίνονται κερασιές
και άλλοτε κυπαρίσσια
φανερώνοντας την πάλη της ζωής και της χαράς με τον θάνατο και τη ματαιότητα, τα πήγαιν’ έλα μέσα της, αφού όπως η ίδια λέει:
αιώρα που πάει κι έρχεται η ζωή.
Η παρουσία της αγάπης, είναι καθοριστική και αναγκαία:
Οι μνήμες κυκλοφορούν ελεύθερες από λουλούδι σε λουλούδι
και εντείνονται με τη σιωπή της νύχτας
τη σιωπή, που αγριεμένη έχει καταλάβει πολλά εδάφη:
αποκτώντας και φωνή όταν τα όρια της πίκρας και του πόνου ξεπεραστούν:
Το βασίλειο της σιωπής είναι η μοναξιά:
Τα δέντρα (υποστάσεις) βυθίζονται ανήμπορα στη μοναξιά τους, υποφέροντάς τη με δυσκολία:
Όταν νυχτώνει, το σκοτάδι γίνεται διεισδυτικό
το σκοτάδι μπήκε μέσα μου
και τα όνειρα βρίσκουν τον δρόμο τους:
Γίνεται κήπος χωρίς όνειρα; Αναμενόμενα τα όνειρα και πανταχού παρόντα σε κάθε φύλλο χαρτί, με την τιμητική τους σε δυο ποιήματα με τίτλους «Όνειρα ήταν» και «Άταφα Όνειρα» αντίστοιχα. Όνειρα αυτόνομα αλλά και όνειρα που συμπλέκονται με τις μνήμες. Μπορεί να έρχονται μέσα από αυτές, μπορεί να τις φέρνουν εκείνα, ή απλά να αποτελούν από κοινού συστατικά της ποίησης:
Δεν υπάρχει κήπος υγιής χωρίς έρωτα. Στον κήπο αυτόν, ο Έρωτας και το όνειρο δύσκολα ξεχωρίζουν
Τα όνειρα έρχονται στη γη από ψηλά:
ομορφαίνοντας τη ζωή:
Όλες οι υπάρξεις του κήπου αυτού, συμπορεύονται με τον τίτλο του ποιήματος «Άγιος ο Έρωτας», διότι αυτός είναι η αιτία που κάνει κάθε ύπαρξη να λέει:
Ο Έρωτας, διάχυτος ως άρωμα συνδετικό στα λουλούδια και τα φυτά του κήπου αλλά και ως γήινος πόθος, περνάει την αλήθεια του από το «μαζί». Η σημασία αυτής της λέξης, έχει επαρκώς συνειδητοποιηθεί:
και αλλού:
Το ποίημα με τίτλο «μαζί», έχει την τιμή να φέρει έναν υπέροχο πίνακα φυτεμένο στο χώμα του. Αυτός, είναι γεμάτος με πολύχρωμα λουλούδια του αγρού, τα οποία καταλήγουν και ως λουλουδάτο φόρεμα του πιο όμορφου λουλουδιού επάνω στη γη, της γυναίκας. Οι αισθήσεις που εγείρονται έντονα από τη ζωγραφική, ξεσηκώνονται δωρικά και με τις λέξεις:
Η κατάληξη;
Στον κήπο, έχει εμπεδωθεί η μεγάλη αξία του «μαζί». Εδώ, στην κοινωνία των ανθρώπων, υπάρχει ακόμη δυσκολία. Τα κλαδιά, γίνονται χέρια, ενεργά (θυμίζοντας Σεφέρη):
Σε κάποια σκιερή γωνιά, υπάρχει νεράκι μαγικό. Όποιος το πίνει, πίνει όσα αισθάνεται και όσα σκέφτεται, γιατί πλησιάζοντας να πιει, αυτά με ένα μαγικό τρόπο, έχουν ήδη λάβει υλική υπόσταση και έχουν μετατραπεί σε νερό:
Ας μην απελπιζόμαστε. Εκεί κοντά, μέσα πάντα στον κήπο, κατοικούν και οι λέξεις, φέρνοντας όλα τα καλά του κόσμου:
Συνειδητοποιήσεις ανθίζουν στα καλά καθούμενα, όπως αυτή του χρόνου. Το χθες πέρασε, δεν υπάρχει πια. Μόνο κάποια μικρά τμήματά του επιβιώνουν στη μνήμη. Το αύριο άγνωστο:
Καλά όλα, ο θάνατος πού είναι; Τι κήπος είναι αυτός; Είναι κήπος του Παραδείσου; Σαφέστατα όχι. Είναι κήπος της ζωής. Άρα, κάπου κοντά είναι κι αυτός. Στο ποίημα με τίτλο «Ανέμισμα ψυχής» περιλαμβάνεται όλο το πλέγμα της θεωρίας της Καίτης Κουμανίδου για τον θάνατο. Το ποίημα γράφτηκε (προφανώς) για μια φίλη της που «έφυγε» νωρίς. Συγκεκριμένα, ο ποιητικός λόγος με τη βοήθεια της μνήμης («ξεδιπλώνοντας ανάστατες μνήμες») ξεκινάει από την πίκρα («η απρόσμενη στιγμή / η γεμάτη πίκρα»), προχωράει στη λύπη («ανοίγει τραύματα της λύπης»), σταματάει στη σιωπή («η σιωπή νιώθει τον εαυτό της») όπου βλέπει τον χρόνο να «αλλάζει κοίτη». Ξεσπάει σε θυμό («θύμωσε ο ήλιος»), αλλά ηρεμεί με την πίστη στην αθανασία της ψυχής («μην τρομάζεις / υπάρχει εκεί ένας άλλος κόσμος / να σε ζήσει»). Έρχονται να καταπραΰνουν τον πόνο επιλεκτικές αναμνήσεις από καλές στιγμές («καλοχτενισμένες αναμνήσεις θροΐζουν») ώσπου συνειδητοποιείται η κοινή των ανθρώπων μοίρα («στο σύθαμπο στερέωμα ανάμεσα / πάλι θα βρεθούμε»). Ο πόνος επανέρχεται όμως διαρκώς στο προσκήνιο, τα αναιρεί όλα και οδηγεί σε κινήσεις αντανακλαστικές, σαν να μην έχει επέλθει ο θάνατος ή σαν να μπορούμε να φέρουμε πίσω το αγαπημένο πρόσωπο:
Μέσα στα όρια της ποιητικής βλάστησης, φυτρώνουν άφθονοι λυγμοί, κυλάνε ρυάκια δακρύων, ακούγονται δυνατές κραυγές, ο άνεμος τρέχει από φύλλο σε φύλλο, από κορμό σε κορμό, από πέτρα σε πέτρα, η θάλασσα ακούγεται από μακριά και μορφοποιείται στη φαντασία.
Η αγωνία της ύπαρξης απλώνεται σαν αγριάδα, η έννοια του χρόνου κρέμεται στα ψηλά κλαριά, ο πόνος φύεται σαν αγκάθι σκληρό, οι χαρές της ζωής σκαρφαλώνουν σε πολύχρωμα λουλούδια.
Η αγωνία της ύπαρξης απλώνεται σαν αγριάδα, η έννοια του χρόνου κρέμεται στα ψηλά κλαριά, ο πόνος («ασπάραχτος ο πόνος») φύεται σαν αγκάθι σκληρό, οι χαρές της ζωής σκαρφαλώνουν σε πολύχρωμα λουλούδια (γεράνια, τριανταφυλλιές, αγιόκλημα, γιασεμί, κρίνα). Οι συνδέσεις της χλωρίδας της ζωής με τον κοινωνικό της ιστό και τους γεννήτορές της απλώνονται ως χλόη απ’ άκρη σε άκρη. Όλα αυτά συνθέτουν έναν ζωντανό και ενεργό κήπο.
Μα είναι στ’ αλήθεια υπαρκτός αυτός ο κήπος; Είναι χειροπιαστός; Μήπως ο κήπος είναι τελικά ένας αμφίδρομος καθρέφτης; Μήπως μπροστά του ως είδωλο, καθρεφτίζει όλα αυτά για τα οποία έχουμε «συνείδηση» και πίσω του περνάνε οι ρίζες αυτών που ζουν στο «υποσυνείδητό μας»; Υπενθυμίζω ότι αμφίδρομος είναι ο καθρέφτης που δεν είναι αδιαφανής αλλά από το πίσω του μέρος κάποιος άλλος μπορεί να βλέπει, να κατασκοπεύει αυτόν που καθρεφτίζεται. Το είδωλο και καθρεφτίζεται-επιστρέφει πίσω στον εικονιζόμενο και διαπερνά συγχρόνως το γυαλί, συνεχίζοντας πίσω από αυτό. Αυτός ο καθρέφτης οριοθετεί τρεις κόσμους. Τον κόσμο αυτού που κοιτάζεται στον καθρέφτη, τον κόσμο του ειδώλου του και τον κόσμο ενός άλλου ειδώλου που περνά μέσα από τον καθρέφτη, βγαίνει στην πίσω μεριά και ταξιδεύει ανεμπόδιστα, είναι δε αισθητό από τον παρατηρητή που τυχόν στέκεται εκεί και βλέπει.
Ο τίτλος της συλλογής, όπως και το ομότιτλο ποίημα, είναι άραγε ένας υπαινιγμός ότι μπροστά στον καθρέφτη στέκεται η ίδια η ζωή, το είδωλο που ζωγραφίζεται μπροστά στον καθρέφτη είναι η υλική της υπόσταση, το «σώμα», ενώ πίσω από τον καθρέφτη είναι η Ψυχή; Καλά, τότε τι μπορεί να παίζει τον ρόλο του καθρέφτη; Μα η Τέχνη (ποίηση και ζωγραφική στην περίπτωσή μας).
Ή μήπως στον καθρέφτη της γης εικονίζεται το παρόν, καθρεφτίζεται το είδωλό του ως παρελθόν και πίσω διαφεύγει το μέλλον; Ή υπάρχουν και άλλα ενδεχόμενα, άλλες ερμηνείες; Μπορεί. Μακάρι. Τότε, η ποίηση μιλάει, λειτουργεί.
Ο άνθρωπος, σταγόνα στον ωκεανό, αισθάνεται μόνος μέσα στο Σύμπαν.
Η Καίτη Κουμανίδου, βρίσκει άραγε ίσκιο να ξαποστάσει; Ναι, στη ζωγραφική της. Όλα τα έργα ζωγραφικής της συλλογής έχουν ένα ζεστό, γλυκό φως, που είναι κυρίαρχο, δημιουργώντας ταυτόχρονα εξίσου απαλές σκιές. Ακόμα και το έργο που συνδέεται με το ποίημα που ο τίτλος του είναι και ο τίτλος της συλλογής, ενώ ξεκίνησε με πρόθεση να βγει ασπρόμαυρο, κατέληξε σε ένα υπέροχο άσπρο-μαύρο με αμέτρητες ενδιάμεσα αποχρώσεις του γκρι, του μπλε και του μοβ. Ακόμα και η σκιά του ανθρώπου στο έργο που συνδέεται με το ποίημα «Η δοκιμασία της σιωπής» γίνεται ελαφρύτερη μέσα στο πορτοκαλί φόντο της γης, στο πράσινο των κυπαρισσιών, στο λευκό του άσπιλου ήλιου και στο γλυκύτατο μπλε-μοβ κάτω και γύρω από τα δέντρα. Εκεί, μια μαβιά αχλή, ίπταται ως αιθερικό μουσικό πέπλο. Όλα τα άλλα έργα είναι άμεσα λουσμένα στο φως.
Αφού κατακτήθηκε αυτό στη ζωγραφική, η πρόκληση ήταν ο λόγος. Αν αντί να βουτήξει τον χρωστήρα της στο χρώμα τολμήσει να σκιτσάρει με το μολύβι της λέξεις, μπορεί να συνθέσει με αυτές ένα «τέχνης έργο», να δημιουργήσει ένα ποίημα; Ο αμφίδρομος καθρέφτης γίνεται λαλίστατος (κατά το γνωστό «καθρέφτη-καθρεφτάκι μου») και λέει: ναι.
Σε τούτη την ποιητική συλλογή, ο λυρισμός και ο συμβολισμός πάνε χέρι χέρι, αφήνοντας μια αίσθηση λόγου εικαστικού. Στα έργα ζωγραφικής, τα χρώματα έχουν τον πρώτο λόγο. Στα ποιήματα, οι στίχοι γίνονται χρώματα, ζωγραφίζοντας ποιήματα:
τον κόσμο έντυσες με χρώματα χιλιάδες.
Στο κέντρο του κήπου με τα χιλιάδες χρώματα, ή καλύτερα μπροστά από τον αμφίδρομο καθρέφτη, ο άνθρωπος, ψάχνει να βρει τη θέση του μέσα στον κόσμο, έναν κόσμο που αποτελείται από δαίμονες και αγγέλους (άλλη μια εκδοχή για τους δυο κόσμους μπροστά και πίσω από τον καθρέφτη):
Ή μήπως στον καθρέφτη της γης εικονίζεται το παρόν, καθρεφτίζεται το είδωλό του ως παρελθόν και πίσω διαφεύγει το μέλλον; Ή υπάρχουν και άλλα ενδεχόμενα, άλλες ερμηνείες; Μπορεί. Μακάρι.
Η ανθρώπινη ύπαρξη αναρωτιέται πώς θα καταφέρει να πορευτεί ισορροπημένα επάνω στη γη. Θα βρει άραγε έναν τόπο γαλήνης, να καθίσει έστω για λίγο κάτω από έναν ίσκιο να σκεφθεί; Γιατί αμφιβάλλει; Μα επειδή, εκτός των άλλων, στον χρόνο της γήινής της παρουσίας είναι περιμετρικά «αμπαρωμένες οι πόρτες» και οι ελπίδες λιγοστεύουν, αφού κάτι μέσα της ψιθυρίζει:
Πώς να δεχτείς εν τέλει «τη μεγάλη αλήθεια» όταν έχει τον πρώτο λόγο η μοίρα, το αδυσώπητο πεπρωμένο που τελικά καταλήγει εκεί όπου
Ας δούμε πώς δίνει τους παραπάνω προβληματισμούς με καμβά το χαρτί και από εκεί και μετά, κάθε ανάγνωση καθαρά προσωπική:
Αφού δηλώσω ότι έκανα πολύ καλά που επέμεινα στο να διαβάσω τη συλλογή (παρακάμπτοντας τους προλόγους, τους οποίους διάβασα στο τέλος και θα προτιμούσα να είχαν μπει εκεί ως επιλογικά σημειώματα – αν έπρεπε οπωσδήποτε να μπουν), θέλω να ευχηθώ στο βιβλίο να είναι καλοτάξιδο και καλότυχο. Ήρθε ως φαίνεται τώρα η ώρα να ψάξω για έναν ίσκιο να καθίσω, να ξαποστάσω, να σκεφθώ, να κοιταχτώ μέσα στον αμφίδρομο καθρέφτη και…
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ είναι ποιητής.