Για τη συλλογή με Ποιήματα του πολωνού Ζbigniew Herbert (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Πατάκη)
Του Γιώργου Βέη
«Αν η ζωή είναι εφήμερη, το γεγονός πως έχουμε ζήσει μιαν εφήμερη ζωή είναι γεγονός ουσιώδες»
Vladimir Jankélévitch
Παρουσιάζοντας στην εφημερίδα «Καθημερινή», το 2001, τον κομψό τόμο με τριάντα οκτώ ποιήματα του Ζbigniew Herbert, από τις εκδόσεις του Σάμη Γαβριηλίδη, σε απόδοση του ίδιου μεταφραστή, είχα τονίσει, μεταξύ άλλων, τη σημασία που έχει, ως εκ των πραγμάτων, ο ευθύς καθορισμός της πολιτικής, της στρατευμένης εν πολλοίς ποίησης, όχι από τη σκοπιά της απόλυτης επικαιρότητας, η οποία κατ΄ ανάγκην την προκαθορίζει ή την δεσμεύει στην κυριολεξία του όρου, αλλά από τη σκοπιά μιας μακροσκοπικής, ήτοι στοχαστικής επανεξέτασης των εκάστοτε δεδομένων συγκυριών, των ενίοτε εφιαλτικών περιστάσεων, και των αναπόφευκτων, τραγικών εν τέλει κρίσεων, σε εθνικό ή και υπερ – εθνικό πλαίσιο. Η πολιτική ποίηση, εν ολίγοις, ως κατ΄ εξοχήν ανθρωποκεντρική, ουμανιστική πράξη μουσικής γραφής συνιστά εξ ορισμού επίτευγμα κι όχι αφορμή λοιδορίας.
Μακριά από κομματικές, μικροπολιτικές ή άλλες εκ του πονηρού σκοπιμότητες, έδρασε, αλλά και εξακολουθεί να δρα μεταθανατίως το ρήμα του ανατρεπτικού σαρκασμού και της φιλοσοφικής ειρωνείας, όπως ακριβώς το κατοχυρώνει στις συνειδήσεις των υποψιασμένων αναγνωστών της λογοτεχνίας ο εν λόγω δημιουργός.
Σήμερα, τα εβδομήντα πέντε κομμάτια της υποδειγματικά μεταφρασμένης νέας συλλογής, με αρκούντως διαφωτιστική, ενδεκασέλιδη εισαγωγή, μας προσφέρουν εκ νέου την ευκαιρία να αξιολογήσουμε σε βάθος την προσφορά του σημαίνοντος αυτού, κυριολεκτικά αναγεννησιακού Πολωνού (1924 – 1998) στο χώρο κυρίως των απαιτητικών ποιητικών εμπεδώσεων ενός σαφώς ευρύτερου, καθολικού σημασιολογικού φάσματος. Μακριά από κομματικές, μικροπολιτικές ή άλλες εκ του πονηρού σκοπιμότητες, έδρασε, αλλά και εξακολουθεί να δρα μεταθανατίως το ρήμα του ανατρεπτικού σαρκασμού και της φιλοσοφικής ειρωνείας, όπως ακριβώς το κατοχυρώνει στις συνειδήσεις των υποψιασμένων αναγνωστών της λογοτεχνίας ο εν λόγω δημιουργός. Σημειώνω ότι οι σημερινές μεταφράσεις βασίστηκαν στο αγγλικό κείμενο, το οποίο ο ίδιος ο Ζbigniew Herbert είχε δει και εγκρίνει, όπως μας διευκρινίζει ο Χάρης Βλαβιανός. Μάλιστα πλείστα εξ αυτών έχουν γυρίσει στη γλώσσα του Ντέιβιντ Χιουμ και του Τεντ Χιουζ από ένα γνωστό νομπελίστα και στενό φίλο του Ζbigniew Herbert, τον Czeslaw Milosz.
Θα αναγνώριζα στο ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ο παράδεισος των θεολόγων» κομβικά στοιχεία και εμφανέστατους δείκτες των εν γένει θεματικών προαιρέσεων του κατεδαφιστικού, οργίλου, αντικαθεστωτικού, θυμοειδούς, ασυμβίβαστου, κάποτε αθυρόστομου, προβληματισμένου, όσον αφορά την εξ αντικειμένου αξία της Ιστορίας, πλην όμως δραματικά ηθικού, με την απώτερη βεβαίως έννοια του όρου, ανακαινιστή, ομοιοπαθητικά αναμορφωτή Ποιητή. Η έμμεση πλην σαφέστατη κριτική, η οποία ασκείται εδώ δεν αφορά μόνον στον εκφυλισμό του καθολικισμού απλώς. Στρέφεται κατά παντός δογματισμού, από οπουδήποτε κι αν προέρχεται αυτός. Το δεύτερο νόημα, αυτό ακριβώς, είναι εκείνο που καθιστά το ποίημα καθόλα λειτουργικό. Κι εδώ έγκειται η καλώς συγκερασμένη τεχνική του ποιητή, ο οποίος γνωρίζει πώς να διαχειρίζεται ευφυώς το στοιχείο της αλληγορίας, σε συνδυασμό με την επιτήδεια χρήση υπορρήτων δηλώσεων και συνδηλώσεων. Ας το παραθέσω αυτούσιο για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Αλέες, μακριές αλέες περιστοιχισμένες από δέντρα κλαδεμένα όπως σ΄ εγγλέζικο πάρκο. Πότε πότε ένας άγγελος διαβαίνει από εκεί. Τα μαλλιά του είναι προσεκτικά κατσαρωμένα, τα φτερά του θροΐζουν Λατινικά. Κρατά στα χέρια του ένα κομψό εργαλείο που ονομάζεται συλλογισμός. Βαδίζει γοργά χωρίς ν' ανακινεί τον αέρα ή την άμμο. Προσπερνάει σιωπηλός τα πέτρινα σύμβολα των αρετών, τις καθαρές ιδιότητες, τις ιδέες των αντικειμένων και άλλα πολλά που δεν χωρούν στη φαντασία. Δεν χάνεται ποτέ από το παρασκήνιο γιατί εδώ δεν υπάρχει προοπτική. Οι ορχήστρες και οι χορωδίες σιωπούν η μουσική ωστόσο είναι παρούσα. Ο χώρος είναι κενός. Οι θεολόγοι συζητούν δια μακρών. Και αυτό επίσης θεωρείται απόδειξη».
Προτείνω να διαβαστεί η εξής τεκμηρίωση περί των ιδίων θεμάτων ως αναγκαίο σχόλιο μιας περαιτέρω ανάλυσης. Καταθέτω: «Φάτε την όστια, αναφωνεί ο Max Stirner, και χωνέψτε την καλά: όχι πάντα για να καταπνίξετε την πίστη,αλλά ώστε από το βάθος της ιεροσυλίας σας να βλαστήσει ένας σεβασμός ζωντανός κι ολότελα πνευματικός. Συμβαίνει με τον ανηθικισμό ό, τι με τη βεβήλωση της οσιότητας: ο Nietzsche κάνει σκηνές στην ηθική, επειδή είναι σφοδρός ηθικολόγος, γιατί έχει πολύ υψηλή ιδέα για την αρετή: θα φόρτωνε με τόση περιφρόνηση και μίσος τη μνησίκακη ηθική αν δεν ήταν πριν απ΄ όλα ένας απογοητευμένος ηθικολόγος». Vladimir Jankélévitch (βλ. Η ειρωνεία, μετάφραση: Μιχάλης Καραχάλιος, εκδόσεις Πλέθρον, 1997, σελ. 104).
Η σχετικότητα των όποιων πορισμάτων ωθεί τον υπερ-ευαίσθητο αυτόν δέκτη να ξαναδιαβάσει το παλίμψηστο των φαινομένων.
Η προαναφερόμενη αμφιθυμία του Ζbigniew Herbert για το ρόλο που διαδραματίζει η Ιστορία, την οποία είθισται να γράφουν οι νικητές, αλλά ενίοτε και οι ηττημένοι, πηγάζει από το γεγονός ότι παραμένει κατά βάση ένας λόγος ανάμεσα στους άλλους και όχι οπωσδήποτε ο αληθής Λόγος. Η σχετικότητα των όποιων πορισμάτων ωθεί τον υπερ-ευαίσθητο αυτόν δέκτη να ξαναδιαβάσει το παλίμψηστο των φαινομένων. Εξ ου και η μετάπλαση, η κατά το δοκούν μεταποίηση του τάδε ιστορικού γεγονότος σε ωδή ενός σαπαρασσομένου λυρισμού. Ισχυρίζομαι ότι ο ποιητής απηχεί συνειδητά τις ανάλογες θέσεις εκείνου του μονήρους φιλοσόφου της Δρέσδης και της Φραγκφούρτης, δηλαδή του Αρθούρου Σοπενχάουερ. Εννοώ εδώ συγκεκριμένα: «αν ψάχνεις να βρεις ένα νόημα στην Ιστορία, είναι σαν να κοιτάς τα σύννεφα. Στα σύννεφα βλέπεις σχήματα που μοιάζουν με λιοντάρια, με βουνά, με λίμνες, με θάλασσες. Είναι σχήματα αυθαίρετα, κατά τον ίδιο τρόπο που είναι αυθαίρετη και η Ιστορία. Βλέπω την ιστορία σαν ένα μεγάλο όνειρο, που όμως δεν το ονειρεύεται κανείς. Είναι σαν όνειρο που ονειρεύεται τον εαυτό του. Ίσως όμως δεν έχει προορισμό...». Ο ποιητής, επειδή «πάνω στην απεραντοσύνη της Ιστορίας / πλανάται ένα φάντασμα / το φάντασμα της απροσδιοριστίας», περιορίζεται κατά συνέπεια να ανακαλέσει τη μια μετά την άλλη «τις ζεστές παιδικές μέρες / την άγρια νεότητα / την ανυπόληπτη ωριμότητα». Ίσως γιατί εκεί περιέχεται το κειμενικό Όλον. Το πρώτο αντικείμενο του ποιητή: το παθιασμένο, το σκεπτόμενο σώμα του και το σώμα του Άλλου. (Βλ. το εισαγωγικό κομμάτι: «Ο κ. Cogito και ένας ποιητής μιας κάποιας ηλικίας», σελ 31 επ. σε συνδυασμό με το «Ο κ. Cogito περί της ανάγκης για ακρίβεια», σελ. 69 επ.).
Κοντολογίς, ο Ζbigniew Herbert δεν έχει θελήσει να διακηρύξει μιαν αειθαλή ιεραρχία στο πεδίο των όποιων ιστορικών διδαγμάτων, με τα δεκανίκια μάλιστα της ποιητικής σύνθεσης. Θα ήταν τουλάχιστον άηθες. Ή θλιβερά κοινότοπο. Αυτό που επέτυχε αυτός, ο παρ΄ ολίγον νομπελίστας, ήταν η αναγωγή της προσωπικής θέασης της ανθρώπινης περιπέτειας σε ύμνο αντοχής της ύπαρξης να βλέπει, παρά τα εμπόδια και τη εγγενή ασφαλώς αβελτηρία της, την Έξοδο προς το είναι, εκεί ακριβώς, όπου οι πολλοί βλέπουν αποκλειστικά και μόνον το ηρακλείτειο σάρμα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι ποιητής.
Μτφρ. Χάρης Βλαβιανός
Πατάκης 2017