Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Δασκαλόπουλου Με δίχτυ τον άνεμο (εκδ. Κίχλη).
Του Γιώργου Βέη
Πρόκειται για το δέκατο ποιητικό έργο του Δημήτρη Δασκαλόπουλου. Τα δεκαέξι ρυθμικά τεμάχια διακρίνονται σε τρεις κύριες κατηγορίες. Στην πρώτη ανήκουν εκείνα τα οποία αποκρυσταλλώνουν ειδικότερα ιδεολογήματα, στάσεις βίου εν γένει, κρίσιμες απόψεις παρατηρητή των εμπεδώσεων του είναι, αλλά και διδάγματα από τη συνειδητή συμμετοχή στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Στη δεύτερη συγκαταλέγονται όσα συνομιλούν διιστορικά με καθιερωμένα, εμβληματικά, κατά κανόνα ημεδαπά, πρότυπα δημιουργικής γραφής, διαμορφώνοντας μια καθόλα εμφανή ρηματική τέχνη, η οποία δεν επιδιώκει να αποκρύψει την καταγωγή της. Στην τρίτη κατηγορία συγκεντρώνονται όσα συνιστούν βιογραφικά στιγμιότυπα από τον γνωστο-άγνωστον Άλλον της καθημερινής συναλλαγής.
Η ειρωνεία παραμένει συγκρατημένη σε όλη την έκταση της συλλογής, οι εικόνες ισορροπούν σε σχέση με τη θεματική προοπτική, οι αφορισμοί διακρίνονται για την ευθύβολη πιστότητά τους.
Κοινός παρονομαστής και των τριών αυτών κατηγοριών προκύπτει ότι είναι η κατάφαση στην ανθρώπινη τραγικο-κωμική πρωτοβουλία. Η ειρωνεία παραμένει συγκρατημένη σε όλη την έκταση της συλλογής, οι εικόνες ισορροπούν σε σχέση με τη θεματική προοπτική, οι αφορισμοί διακρίνονται για την ευθύβολη πιστότητά τους, ενώ το στοιχείο του σαρκασμού δεν βαραίνει καθ΄ υπερβολή την όλη καλλιτεχνική πρόταση. Η ηρακλείτεια ρευστότητα του παντός είναι ασφαλώς διάχυτη. Ένας κλαυσίγελως ακούγεται διακριτικά, αλλά σταθερά σε ορισμένες στροφές : το υποκείμενο των εκφορών αποτελεί μάλλον το ευκαιριακό άθυρμα, τη σπορά ενός σφάλματος, παρά το οντολογικά συγκροτημένο εγώ. Η σκοτεινή βούληση, το ορμέμφυτο, για να το εκφράσω διαφορετικά, της αυτοσυντήρησης, οδηγεί εκεί όπου ακριβώς θέλει το πειθαναγκασμένο άτομο. Ένας εντέλει ευάλωτος και ανερμάτιστος κατά το πλείστον φορέας του τυχαίου, ένας μάρτυς των ποικίλων αναγκών της ζωής ομολογεί διαρκώς αστοχίες υποκειμένου. Ίσως εκείνος ο Γέρος, ο «αμίλητος και λαλίστατος», ο οποίος κυκλοφορεί με χαρακτηριστική άνεση στους δρόμους του ποιήματος «Αλεξάνδρεια (1941 μ.Χ.)», να συνιστά την αυθυπέρβαση του μέλους της κοινωνικής κυψέλης και της σταδιακής προαγωγής του σε Ειδέναι. Το άγαλμα του Κ. Π. Καβάφη οίκοθεν νοείται ότι ίσταται εδώ ως μείζων δείκτης της ποιητικής συνείδησης.
Η εισαγωγική «Στιγμή» είναι άκρως ενδεικτική της συγκεκριμένης προθετικότητας. Την παραθέτω αυτούσια για την υποστήριξη της εποπτικής στιγμής: «Δίπλα σε μιαν έφηβη ανθισμένη ροδιά /φυλλομετρούσε οικογενειακές φωτογραφίες. /Τον σταμάτησε αύτη ή άγνωστη μορφή / της τέλεια ερωτικής γυναίκας /με το μαύρο χωρίς έλεος βλέμμα /που τον κοιτάζει /χωρίς να κατεβάζει τα μάτια της /αγέννητη κι αγέραστη /δίχως αφή και σώμα. /Λένε πώς έχασε σ' ένα βράδυ δύο νήπια. /Σε λίγο έσβησε κι η ίδια /-ξεχείλισε, είπαν, η χολή της- /και πέθανε μια μέρα της άνοιξης /γύρω στα 1920. /Τα δέντρα παραδομένα στη σιωπή /ο αγέρας πηχτός το τοπίο ακίνητο. /Μόνον το πέρασμα της σαύρας στην ξερολιθιά /και το πέταγμα ενός πουλιού/στον αγέρα». Η λέξη αποτυπώνει το ποιητικώς εύλογο. Και γι' αυτό συνέχεται από αλήθεια. Ο κόσμος είναι απλός, υποδηλώνει συχνά πυκνά ο πανταχού παρών και σ’ αυτές τις σελίδες Γιώργος Σεφέρης. Κι ίσως εδώ να έγκειται η γοητεία των εκφάνσεων του λόγου στο Με δίχτυ τον άνεμο,ÂÂ η αποκωδικοποίηση του μυστικού της ζωής και του θανάτου αποτελεί υπόθεση αναβαθμισμένης ερμηνείας ορισμένων στίχων. Εκεί δηλαδή όπου είθισται να παίζεται αενάως το παιχνίδι των συμβολισμών, των μετωνυμιών και των αλληγοριών.
Η αποκωδικοποίηση του μυστικού της ζωής και του θανάτου αποτελεί υπόθεση αναβαθμισμένης ερμηνείας ορισμένων στίχων. Εκεί δηλαδή όπου είθισται να παίζεται αενάως το παιχνίδι των συμβολισμών, των μετωνυμιών και των αλληγοριών.
Και το παιχνίδι αυτό φαίνεται να το ξέρει σε βάθος ο ποιητής. Εξ και οι μεταμορφώσεις των τοπίων, με ιδιαίτερη ιστορική βαρύτητα, σε ζωντανούς οργανισμούς. Η δε μεταστοιχείωση αρκετών γνωστών πόλεων σε αισθητικά μορφώματα ολοκληρώνεται αβίαστα στη δεύτερη ενότητα της συλλογής, η οποία τιτλοφορείται «Τοπογραφίες». Εκεί ο εύηχος τόπος αφηγείται το δικό του πάθος, το αρμονικά εγκολπωμένο στις συγκεκριμένες συντεταγμένες του. Το πνεύμα ενδέχεται να είναι και ορατό. Η Γεωγραφία είναι εν ολίγοις το άλλο πρόσωπο του λυρισμού. Στις «Θερμοπύλες» το τραγούδι ακούγεται από την αρχή ως το τραγικό του τέλος ως να ήταν η αναπόφευκτη μαρτυρία μιας μοιραίας στενωπού. Το επικό στοιχείο, ο ηρωισμός των μαχητών υπάρχει ιδίως ως σημαίνον γραμματικό-συντακτικό φαινόμενο. Η λέξη είναι αυτή που έχει το προνόμιο να συνοψίζει κατά το δοκούν τις ενδεχόμενες όψεις του Πραγματικού. ‘Ητοι : «ένα ρήμα /για μια προστακτική /για εκείνο το άχρηστο /γεμάτο αυταπάρνηση /το αγέρωχο ρήμα βλώσκω /αφανίστηκαν τρακόσιες /τρακόσιες υπερήφανες ψυχές /στον Άδη./ Πλήθος αίμα ελληνικό».
Στην περιρρέουσα, οχληρή ρητορεία του κενού λόγου, ο ποιητής αντιπροτείνει τα ουσιώδη μιας έμπειρης κι άλλο τόσο στοχαστικής όρασης. Διακρίνω ενδεικτικά τα εξής: ανθισμένες ροδιές, σαύρες στην ξερολιθιά (ό.π. «Στιγμή»), εξουσίες κήπων, γλάρους, αναμαλλιασμένους φοίνικες, ασήμαντα αντικείμενα, τη μουριά, το αγιόκλημα, το γιασεμί, ανώνυμα, αποστεωμένα πράγματα, κίτρινες οικογενειακές φωτογραφίες, δέντρα της αυλής, ελάχιστα σύννεφα, δάκρυα χαράς, ένστικτα ζώων, αλλά και δαντέλες κρινολίνα και αρώματα. Το σύμπαν δηλαδή σε μια έκλειψη. Ακόμα και ο βηματισμός του μεγάλου Πατέρα όλων μας, του Θανάτου, ηχεί ως αναπόσπαστο μέρος μουσικών εκτελέσεων. Δεν πρόκειται βεβαίως για εξωραϊσμό της φθοράς των όντων, αλλά για τεκμηρίωση της όποιας εξ αντικειμένου αξίας των.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι ποιητής.
Με δίχτυ τον άνεμο
Δημήτρης Δασκαλόπουλος
Κίχλη 2015
Σελ. 40, τιμή εκδότη € 7,00