Για την ποιητική συλλογή του Γιάννη Στίγκα Βλέπω τον κύβο του Ρούμπικ φαγωμένο (εκδ. Μικρή Άρκτος).
Της Ελένης Τσαντίλη*
Ακολουθούσα τα καμένα σπίρτα./Έχω τροχίσει από τα πριν.
Έχω απαυτώσει εννιά καημούς./Έχω πολύ πυκνά μαλλιά.
Και τέλεια μνήμη.
(σ. 39, «Τι διάολο είναι τούτο»)
Η μνήμη του ποιητή γυρίζει στις μυθολογίες, κι ως ενήλικας έρχεται να αφηγηθεί το πραγματικό παραμύθι. Καταρχάς, όσον αφορά το μύθο: η λειτουργική δομή του με τα υπερβατικά και περιπετειώδη στοιχεία, και η δυαδική του φύση (καλό-κακό, ζωή-θάνατος, άνδρας-γυναίκα, άνθρωπος-τέρας κτλ.) άνοιξαν τις πόρτες του νου στην υπερβολή της φαντασίας και τη σκοτεινή πλευρά της συνείδησης, εκεί που στο τέλος η νόηση πάντα θριαμβεύει: ο Οιδίποδας λύνει το αίνιγμα της Σφίγγας.
Οι ρομαντικοί όχι μόνο αξιοποιούν παλαιότερους μύθους μα επινοούν καινούριους, π.χ. τον Φρανκενστάιν, τους οποίους ρίχνουν στο ανυποψίαστο πλήθος –το κακό δεν κάνει διακρίσεις– αλλά κυρίως για να ταρακουνήσουν την αστική και πρωτοβιομηχανική καθεστηκυία τάξη: το γοτθικό μυθιστόρημα γεννιέται (και τη συναρπάζει). Η αφηγηματική ισορροπία των μύθων επιτυγχάνεται με μια σειρά προκαθορισμένων συμβάντων στην πλοκή.[1] Αυτό που εκπλήσσει δεν είναι επομένως οι μεγάλες ανατροπές αλλά η μορφή του Κακού και το πως θα κατατροπωθεί. Τερατόμορφα πλάσματα με ασυνήθιστες, υπερανθρώπινες δυνάμεις σκορπούν τον τρόμο. Η από γεννησιμιού παραμορφωμένη εικόνα τους τα κάνει εξορισμού μοχθηρά. Είναι καταδικασμένα να ζουν στο περιθώριο, αποδέχονται και υπηρετούν με ζήλο τη διαφορετικότητα τους. Διάφορες μεταγενέστερες εκδοχές των μύθων εκμεταλλεύτηκαν την υπερβολή στην όψη και τις μαγικές ιδιότητές τους αναδεικνύοντας την γκροτέσκα πλευρά τους. Το δυνατό σημείο γίνεται αδύναμο και η τρομαχτική όψη γελοία.
Το βιβλίο είναι μια πινακοθήκη αλλόκοτων πλασμάτων τα οποία απομυθοποιεί λίγο λίγο
Ο Γιάννης Στίγκας στο ποιητικό βιβλίο Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο χρησιμοποιεί τον μύθο και συγκεκριμένα γνωστά μυθικά πλάσματα για να φτάσει μέσω της άρνησής των σε μια δική του προσωπική κατάφαση. Το βιβλίο είναι μια πινακοθήκη αλλόκοτων πλασμάτων, μα καθόλου αλλόκοσμων (στο φόντο βρίσκεται πάντα η Αθήνα), τα οποία απομυθοποιεί λίγο λίγο. Υποτιμά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, αυτά που κατά τ’ άλλα τονίζουν την ετερότητά τους. Απορρίπτει τη φριχτή τους φύση και τα μετατρέπει σε καρικατούρες. Η απιστία του υποβαθμίζει την ύπαρξη τους που ξεπέφτει σε μία πολύ –πάρα πολύ– ανθρώπινη κατάσταση και κάνει το καθένα ευάλωτο και τρωτό, σαν άνθρωπο με πάθη και δίχως αρετές. Η Σειρήνα γίνεται αντικείμενο του πόθου και η Γοργόνα είναι τυχερή που το ψαρίσιο της μισό την προφυλάσσει από την αναπόφευκτη γυναικεία φθορά:
Ποιος ναυτικός θα σ' ήθελε μωρή;
θα νοσταλγούσες τρομερά τη θάλασσα
κι η νοσταλγία
είναι πολύ πριόνι
μάτια μου
(σ. 23, «Γοργόνα ή ο Γεράσιμος»)
Ο Στίγκας δεν ξεφεύγει από τη μέχρι τώρα γνώριμη ποιητική του γραφή. Επιμένει σε μία προσωπική ποίηση όπου το ποιητικό Εγώ βρίσκεται ενώπιο με τις εμμονές του, είτε αυτές προέρχονται από τον έξω-εμπειρικό κόσμο, είτε από τον μέσα κόσμο της συνείδησης. Τώρα το ξήλωμα του μύθου είναι μια άλλη πορεία ενηλικίωσης. Οι περισσότεροι είμαστε εξοικειωμένοι με τα μυθικά τέρατα από την παιδική ηλικία. Αν τότε ο μύθος προκαλούσε θαυμασμό, ο ποιητής με την ενήλικη και εμπειρική λογική φέρνει τη ρήξη. Θέλει να ξύσει τα φαινόμενα και να φτάσει στο είναι. Ο μύθος συντηρεί ένα ψέμα, κρύβει την αληθινή φύση των πραγμάτων:
Άκου τι θέλω τώρα
ν' αφήσεις, φυσικά, τις κλάψες
και να μας πεις για τ' άλλο μάτι σου
το μάτι που φυτρώνει μες στη συμφορά
(σ. 9, «Κύκλωπας»)
Η δύναμη των τεράτων είναι ταυτόχρονα και η μεγαλύτερη αδυναμία τους. Μέσα σε αυτήν την αντίφαση υπάρχει και το αίνιγμα-άνοιγμα, δηλαδή το κατά πόσο ο ποιητής καταφέρνει να ξορκίσει τις ανήλικες φοβίες του. Άλλωστε στη προμετωπίδα του ομολογεί: «Εμπιστεύομαι/πάρα πολύ/τους παιδικούς μου έρωτες». Στο τελευταίο ποίημα, ως άλλος δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ μας δείχνει τα δυο του πρόσωπα τη στιγμή της εμμονής, τις αμφίρροπες δυνάμεις που βίαια συνυπάρχουν σ’ ένα σώμα. Όπως και τα παράξενα πλάσματα με τις ανθρώπινες αδυναμίες τους, έτσι κι ο ίδιος αποκαλύπτει τη στιγμιαία τερατώδη φύση του.
Ο ποιητής δεν εξαντλεί γρήγορα το θέμα του. Γι’ αυτό άλλωστε επιμένει στο σκάψιμο του εαυτού, στη διερεύνηση του εσωτερικού τοπίου
Ο ποιητής έχει δείξει από τα προηγούμενα βιβλία του ότι δεν εξαντλεί γρήγορα το θέμα του. Γι’ αυτό άλλωστε επιμένει στο σκάψιμο του εαυτού, στη διερεύνηση του εσωτερικού τοπίου, ανεξάρτητα από τα εκάστοτε δομικά ευρήματα που χρησιμοποιεί, όπως εδώ η ιδιότυπη πινακοθήκη των τεράτων. Ωστόσο αν και το βιβλίο έχει μια συνοχή εξαιτίας αυτού του στοιχείου, εσωτερικά το κάθε ποίημα συχνά χάνει τη συνεκτικότητά του και ο ρυθμός κομπιάζει. Κάποιοι συνδετικοί σύνδεσμοι (π.χ. όπου, που, ότι) δημιουργούν σύγχυση μεταξύ στίχων και η εικόνα δεν ξεδιπλώνεται στρωτά. Κι είναι αλήθεια ότι ο Στίγκας μας έχει συνηθίσει σε έναν κελαρυστό ελεύθερο στίχο που αναπτύσσεται λιτά και εναλλάσσει ομοιόμορφα τις εικόνες του. Και σε αυτό το βιβλίο βλέπουμε πώς χτίζει κάθε στίχο και πώς η σελίδα γίνεται τυπογραφικός εικονιστικός καμβάς που δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ ποιήματος και αφιέρωσης ή μότο. Όλα συμβάλλουν στο ποιητικό γίγνεσθαι: όπου υπάρχει γραφή υπάρχει απεικόνιση και νοηματικός πυρήνας.
Κύβος λοιπόν, όπως λέμε μύθος, δηλαδή ένα σταθερό σχήμα, αλλά και κύβος του Ρούμπικ, δηλαδή παιχνίδι που διαρκώς το φέρνουμε στροφές χωρίς να αλλάζει ποτέ η υπόστασή του. Ωστόσο ο ποιητής τον βλέπει φαγωμένο, έχει αποκοπεί βίαια κάτι από την ολότητά του. Ούτε αποδομεί τον μύθο ως αφηγηματική μορφή (δεν ενδιαφέρεται για μια μεταμοντέρνα ανάγνωση), κι ούτε κατασκευάζει μία νεωτερική μυθολογία (δεν συνομιλεί με τη μυθική μέθοδο του μοντερνισμού). Ο μύθος παραμένει σε μια προσωπική σφαίρα, ως μια συνομιλία μεταξύ του ενήλικου πια ποιητή και του εκάστοτε μυθικού πλάσματος, προσπαθώντας να αναδομήσει το κομμάτι που λείπει από τον κύβο, να υποβαθμίσει τον ανήλικο φόβο που προσωποποιείται στις διάφορες γνώριμες μαγικές μορφές.
ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΝΤΙΛΗ
*Η Ελένη Τσαντίλη έχει κάνει σπουδές γενικής και συγκριτικής γραμματολογίας.
1. Στη Μορφολογία του παραμυθιού (1928) ο Vladimir Propp υπολόγισε τις ίδιες 31 λειτουργίες που περιγράφουν την αφηγηματική δομή κάθε μαγικού παραμυθιού. Βλ. R. Selden, Από τον φορμαλισμό στον μεταδομισμό, σ. 165, ΙΝΣ, Θεσσαλονίκη, 2005.
Βλέπω τον κύβο του Ρούμπικ φαγωμένο
Γιάννης Τσίγκας
Μικρή Άρκτος 2014
Σελ. 48, τιμή € 10,00