
Για την ποιητική συλλογή της Λίλλυς Κοτσώνη «Ικέτες των απλών πραγμάτων» (εκδ. Ιωλκός).
Γράφει ο Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
-Οδυσσέας Ελύτης, Το μονόγραμμα
Στο εξώφυλλο έξι εικονίδια-φωτεινοί οδοδείκτες· στο εσωτερικό ένα εκπληκτικό, αποκαλυπτικό μότο, προλογίζει πενήντα πολύσημους τίτλους με μια αλληγορία αισθητική. Εσωτερικές συνομιλίες, δημιουργήματα προσωπικά που τα διαπερνά μια λειτουργία αγωνίας για τις σκιές που αφήνει «η πατίνα του χρόνου».
Ανεξάρτητα επεισόδια που ενσκήπτουν μέσα στη λογική της ιστορίας ενός πολυπλόκαμου ονείρου, αποδεικνύοντας πόσο αυτόνομη είναι η φαντασία που αδιάκοπα δημιουργεί και επαναδημιουργεί το εκπληκτικό φαινόμενο του κόσμου και σαν συνόλου και σαν λεπτομέρεια. Το πλήθος των εικόνων της Λίλλυς Κοτσώνη δεν στροβιλίζεται μέσα στο υπερρεαλιστικό κενό, υπάρχει πάντα ένα αντίκρυσμα πραγματικότητας, απτό, ορατό, δοσμένο σε πρωτότυπη σύλληψη. Η συνείδηση της ποιήτριας φαίνεται να αναπτύσσεται συμμετρικά κι επίπονα, κάτω από τη δυνατή επίδραση και την έντονη αίσθηση μιας αναγκαίας και ριζικής αλλαγής της βαλόμενης διάθεσης. Σταδιακά, όσο βαθαίνουν τα νοήματα, μέσα στο πλάτος και το βάθος της καλλιτεχνικής αλήθειας, εκμηδενίζεται το εγώ, για να μεταπλαστεί και να πάρει τη μορφή ενός συμβόλου ή μιας ηθικής δύναμης.
Όσο κι αν έχει στραμμένο το βλέμμα της προς το σκοτεινό φως, κι αν φτάνει να αποστάξει τη συγκρατημένη απελπισία τής προς τα πίσω ρέμβης, η ποιήτρια, κατορθώνει να κρατήσει μια ισορροπία. Αυτός ο αναδρομικός λογισμός, αυτή η
εσωστρεφικά αντίστροφη πορεία της συνείδησης και της μνήμης, είναι που προσπορίζει τις νέες πηγές και τις δυνάμεις δημιουργίας. Μία από τις στάσεις τής κατά το δυνατόν τέλειας ή «ακριβούς» ποιητικής ισορροπίας, είναι η στοχαστική και πονετικά αναπολητική ρέμβη. Ξεκινά σα λυπητερή ενατένιση αδυναμίας εκείνου που έφυγε και αδιάκοπα φεύγει, χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτε για να το σταματήσουμε, παραλυτικά αδρανοποιημένοι, όπως μέσα στο όνειρο που θέλουμε να τρέξουμε για να σωθούμε από κάτι το φοβερό ή να αδράξουμε κάτι το πολύτιμο και όμως δεν μπορούμε να σαλέψουμε απ’ τη θέση μας· είναι, όμως, κι η στιγμή που ο καταλυτικός και παντοδύναμος χρόνος, μεταξιώνει σε ποίηση την τέφρα της ζωής, είναι:
«το φως που στο σκοτάδι διαχέεται/και ούτε μια σκιά σε περιέχει./Οι
αλυσίδες που ντύθηκες/φτερά γίνονται με των λέξεων την
αναλλοίωτη δύναμη».
-«Τα λουκέτα»
Ο εννιαίος κόσμος της Λίλλυς Κοτσώνη, ο λυρικός του Απόλλωνα, του Ορφέα αλλά και ο τραχύς με το αετήσιο άλμα των Δελφών και των Φαιδριάδων την αγριάδα, εμπλουτίζει και ανακαινίζει τα ποιητικά μέσα της δημιουργού που, ερευνώντας πιο βαθιά και πιο πλατιά τον εσωτερικό της κόσμο, μετατρέπει τις αισθησιακές του λειτουργίες σε όργανα ποιητικής, ή σε όργανα προέκτασης του πνεύματος σε χώρους στοχασμένων ονείρων. Οι στίχοι, σε μια πτήση προσέγγισης του ποιητικού ουρανού της ποιήτριας, μας μεταφέρουν σε τόπους απομονωμένους· μια συγκεχυμένη, παράξενη δύναμη έρχεται από κόσμους «σιωπής» που όμως δίνει ταυτόχρονα την εντύπωση ότι βρίσκεται μέσα μας:
«Είναι οι νύχτες/που οι μέρες καταφεύγουν
είναι οι ώρες/που αφήνονται στις μνήμες [...]
είναι η αλήθεια που κρύβεται στις στιγμές»[...]
-«Σιωπές»
Προωθητικές, οι λέξεις μας ανεβάζουν «λίγο ψηλότερα», στο «Πρώτο σκαλί», όπου η ετοιμόρροπη προσδοκία και η αμφιβολία μάχονται με έπαθλο την Αλήθεια:
«Η γλώσσα, δάνειο της ιστορίας
μπαίνουν οι λέξεις στο άδειο στόμα-
από κάπου έρχονται, ούτε ξέρεις από πού.
[...]
Σε παίρνουν απ’ το χέρι
στο πρώτο σκαλί σ’ ανεβάζουν
στέκονται και σε κοιτούν-
στο βλέμμα τους κρέμεται η αμφιβολία.
Κι εσύ, την προσδοκία του ύψους μετριάζεις
τρέμεις μη πέσεις από εκεί
έτσι όπως αιωρείσαι,
γιατί το ξέρεις σε περιμένει
βέβαιος θάνατος».
Η Αθήνα
Το «Κλείνον άστυ» μας, η ένδοξη πόλη «της μοσχοβολιάς και της δυσωδίας, της νύχτας και της ξαστεριάς»· αυτό το μοναδικό κράμα του γαλάζιου και του μαύρου μάς κάνει να ταλαντευόμαστε ανάμεσα στην ηθική και στην καθαρή ωραιότητα:
«Πόλη άκαρδη στις μεγάλες πλατείες, πονετική στα πάρκα που
παίζουν πολύχρωμα παιδιά
[...]
στο φως της ημέρας, παράταιρη λάμψη στάζει στα φυλλώματα».
Η Κοτσώνη βλέπει την Αθήνα σαν αρχαίο ελληνικό σώμα που έχει τσαλακωθεί ο χιτώνας του και πρέπει να ξανάβρει την αρχική αρμονία των πτυχών του, να φέρει στο φως τα στοιχεία της υλικής και πνευματικής του αθανασίας. Οι στίχοι,
στραμμένοι προς τα μέσα, προσεγγίζουν στη μυστηριώδη κι ανεξερεύνητη περιοχή της ψυχής την αγνή αισθητική συγκίνηση. Ανατέμνοντας το σκοτάδι, απομονώνει ένα προς ένα τα στοιχεία του φωτός, τον καθάριο έρωτα της φύσης, της ψυχής και του σώματος, σαν την υπέρτατη αποκάλυψη. Από τις κατακλείδες των ποιημάτων μάς έρχονται συχνά «πτερόεντα μυνήματα», ωδές και βεβαιώσεις ότι καμμία σκοτεινή σκέψη δεν μπορεί να μολύνει τη θάλασσα των συναισθημάτων, μήτε να ριζώσει στα ευλογημένα χώματα, μήτε ο βοριάς να ρυτιδώσει την ψυχή μας:
«Κάποτε, ωστόσο, η ζωή θα μας ανήκει και θα ξεχάσουμε όλους
τους αναίτιους αποχαιρετισμούς...»
-«Παραλλαγές του φωτός»
Η ζωή στην ποίηση της Λίλλυς Κοτσώνη φαίνεται να ξαναγεννιέται αδιάκοπα μέσα από τις στάχτες της, ακούραστη πάντα και εφευρετική. Οι λέξεις της παίρνουν θέση συμβόλου κι ύστερα θέση ζωής, μάς βοηθούν να δούμε βαθύτερα και να εκτιμήσουμε υπαρξιακά κι αισθητικά τον κόσμο με την παρακαταθήκη της πατρώας γης, τον έρωτα για τη χώρα μας, τη βαθιά σχέση μαζί της, που αναγεννά τις Ελλάδες όλων των καιρών, με το σπέρμα του πνεύματος.
«Κατοίκησα μια χώρα πού’ βγαινε από την άλλη, την πραγματική, όπως τ’ όνειρο
από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και την χάραξα πάνω
στο χαρτί να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη έμοιαζε, τόσο άπιαστη».
[Ο. Ελύτης, Ο μικρός Ναυτίλος, «Μυρίσαι το Άριστον»].
Η ποιήτρια αγγίζει ένα είδος μεταφυσικής πίσω από τα τόσο υπαρκτά φαινόμενα, όταν μέσα από την αίσθηση του ελληνικού χώματος, με την παρομοίωση της ρίζας, συλλαμβάνει τις δύο αντίθετες και απόλυτες έννοιες του Βάθους και του Ύψους, ή του Απέραντου. Αν στην ποίηση η μεταφυσική δεν είναι τίποτε άλλο παρά αίσθηση και διαίσθηση του Αόρατου κι ασύλληπτου ή του Απροσμέτρητου, η Κοτσώνη, δίνει μια αισθητική, δηλαδή ποιητική υπόσταση λέξεων σ’ αυτές τις αφηρημένες μα και τρομακτικές συνάμα έννοιες. Μια λάμψη που, ανέκαθεν ή αρχετυπικά η ποιήτρια την αντλεί από τον δικό μας ήλιο και από ό,τι αυτός μπορεί να συμβολίσει ή να εμπνεύσει δίνοντας μια ελληνική απόχρωση και καταγωγή.
Η δημιουργός ωθείται απ’ την μυστηριακή ορμή της αποτίναξης των οδυνηρών δεσμών με την ιδέα της ολοκλήρωσης των πάντων. Στο ποίημα «Έσχατη μέρα» οι μέσα οφθαλμοί, κόκκινοι από τον ίδιο αλλόκοτο πυρετό με κείνον που ταλάνιζε τον Ρεμπό, προβάλλουν την ώρα του Καθαρμού (για να θυμηθούμε τον Αλέξανδρο Μάτσα), τον Καθαρμό μέσα στο φως και από το ανήλεο φως:
«Χαράζει και τον δρόμο παίρνουν για το ακρωτήρι.
Περπατούν στα μισοσκότεινα μονοπάτια
μα, τα μάτια τους, συνηθίζουν
το θαμπό χρώμα της ανατολής.
Τα πουλιά της μέρας πετούν χαμηλά.
Τους οδηγούν μακριά απ’ την οδύνη
του αποχωρισμού.
Τα βήματά τους σταθερά
προχωρούν προς την άλλη ζωή
του ανυπέρβλητου μαζί.
Πλησιάζουν στον κάβο
μέσ’ από τα βράχια και τις μικρές ακτές.
Τα πόδια τους τώρα πατούν στις πέτρες του βυθού.
Σηκώνουν το κεφάλι προς τα πάνω.
Κοιτούν μέσ’ από το νερό το φως να διαχέεται.
Οι ανάσες τελειώνουν.
Τι όμορφα που ξημερώνει».
Το σύννεφο των ερινύων
Στην ατμόσφαιρα της συλλογής πλανιέται το σύννεφο των ερινύων. Το νόημα της τύψης είναι μια πολλαπλή συνεκδοχή της «ενοχής», το ποιητικό και ηθικό βάρος της θέτει θέματα διαφορετικά αλλά καίρια του σημερινού αυτοκρινόμενου ατόμου, του απομακρυνόμενου από τον λιτό τρόπο ζωής και τις ενοχές που αυτή δημιουργεί, όπως στα ποιήματα «Ουδέτερη ζώνη», «Ασήκωτες κουβέρτες» αλλά και στο ποίημα «Το πέρασμα», όπου η γραφή γίνεται ταυτόχρονα κοινωνική και μεταφυσική:
«[...]
Απόψε η βροχή μούσκεψε το χαρτόκουτο
και το αποτύπωμά του βάθυνε-
φαντασμαγορία αστραπής
η πλατεία Ομονοίας.
Κατεβαίνει αργά τη σκάλα,
στην τσέπη κουδουνίζει ο οβολός του,
τα πόδια του τα βρέχει σιγά σιγά
ο Αχέροντας».
Οι στίχοι εδώ, με τη μουσική των οβολών και τη δραματοποίηση ως εργαλείο, δίνουν μια ηχητική και εκφραστική διάσταση στην εικόνα, δημιουργώντας ένα πλαίσιο όπου εντοπίζεται στον πυρήνα της ενοχής η έλλειψη ενσυναίσθησης, δηλαδή η έλλειψη της κατανόησης της διαφορετικότητας και της κατάστασης του άλλου, εγείροντας έτσι τα συναισθήματα που τη συνοδεύουν και την ειδική τους ένταση.
Η ενοχή, εντούτοις, έχει πολλές φορές περισσότερη δύναμη από την επιθυμία. Κοινός τόπος της λακανικής ψυχανάλυσης είναι «η αποκάλυψη της επιθυμίας». Ο Λακάν, δανειζόμενος τον όρο από τον Χέγκελ, μας λέει ότι «η επιθυμία του
ανθρώπου είναι η επιθυμία του Άλλου», που χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τον εαυτό και σχετίζεται με την έλλειψη η οποία νοείται ως έλλειψη του Άλλου, ως αυτό που λείπει από τον Άλλο. Ο «συμβολικός» Άλλος μπορεί να μην είναι πρόσωπο, αλλά το ασυνείδητο ενός υποκειμένου. Η επιθυμία εκδηλώνεται μέσω της ποιήτριας με τη γλώσσα και τον συμβολισμό:
«Κι αυτή η μέρα που εξατμίζεται σιγά σιγά,
έναν ικέτη φέρνει στα πόδια σου
που γονατίζοντας, ένα πηγούνι ακουμπά
της πιο συνοφρυωμένης μορφής σου».
-«Ικέτης
«Στην παρέκβαση της νύχτας», λέει η ποιήτρια, «πυρπολείται ο σφυγμός. Το μαύρο σατέν δουλεύει μεθοδικά να ξεθάψει τα πλάνα που παραχώνει η αυγή», πασχίζει «να χωρέσει τη θάλασσα σε μια σταγόνα». Σε μια τέτοια στιγμή μεταρσιωμένης θύμησης, στα ποιήματα «Επιστροφή», «Ευρετήριο» και «Το τηλεφώνημα», μία σελίδα ευρετηρίου και λίγες παλιές συνταγές, γίνονται ο σπινθήρας που ανάβει το χρυσό φως των περασμένων. Πάνω σ’ ένα μαγικό ποδήλατο, αναφαίνεται η φιγούρα ενός κοριτσιού με μπούκλες να περισυλλέγει εικόνες και βιώματα σαν πολύτιμα κειμήλια, υπέρλαμπρα απ’ την ανάμειξη του φέγγους της μητρικής και πατρικής μνήμης. Δροσερές και τόσο αναπαυτικές μέσα σε μιαν απροσδιόριστη θλίψη παιδικές αναμνήσεις, τόσο έντονες που ξεφεύγουν από το μαγικό κύκλο του φασματικού και γίνονται ολοζώντανες παραστάσεις περιγραφικής αναγλυφικότητας.
Το καράβι δεν έχει καπετάνιο, μας λέει η Λίλλυ Κοτσώνη στον καβαφικό της «Κάβο», αλλά έχει ξεναγό την ίδια την ποιήτρια, που μας επιτρέπει να διαβλέπουμε μέσα από τα λαμπερά του φυλλώματα το φως και τα σκοτάδια του κόσμου.
Πενήντα συνθέσεις, συνεχείς κρίκοι, σχηματίζουν τις αλυσίδες ή καλύτερα τα περιδέραια του ποιητικού υπερπέραν της δημιουργού: για την υφή του κόσμου που διαμορφώνεται από το μέγα αμάρτημα του πολέμου και το κατά φαντασίαν πλήγμα που επιφέρει αυτός ο «Ψυχαμοιβός» στις βαυκαλισμένες συνειδήσεις της «ουδέτερης ζώνης»· για το όραμα της έλευσης, στα πρότυπα της Πολιτείας του Πλάτωνα, του σοφού ηγέτη, του ειρηνικού και ικανού εισβολέα που θα μπορέσει να μας απαλλάξει από τους τιμωρούς θεούς, έτσι ώστε το ξύλινο άλογο του πολέμου να μην είναι παρά ένα παρατημένο άθυρμα των παιδιών στην αυλή μας· για τα πυρακτωμένα δάκτυλα του Έρωτα που «μας διαπερνά με όλη την οδύνη στο ιερό οστούν και στους λαγόνες και χάνεται στη νύχτα αδυσώπητος»· για τη μακρινή, τη δυσπρόσιτη ευτυχία της απλότητας που φωλιάζει σ’ ένα σπιτάκι στους ελαιώνες με φόντο την απέραντη θάλασσα· για την άσβεστη προσμονή μιας ζωογόνου καταιγίδας, για την κραυγή της γυναικείας χειραφέτησης, για τον αδιέξοδο δρόμο «απ’ την Αγάπη μέχρι το θάρρος», για τον απολογισμό των συναισθημάτων της κάθε εποχής, για τη ζωή που δεν περιμένει, για τη μοναξιά που καραδοκεί...
Το καράβι δεν έχει καπετάνιο, μας λέει η Λίλλυ Κοτσώνη στον καβαφικό της «Κάβο», αλλά έχει ξεναγό την ίδια την ποιήτρια, που μας επιτρέπει να διαβλέπουμε μέσα από τα λαμπερά του φυλλώματα το φως και τα σκοτάδια του κόσμου. Η
ρότα του δεν εξελίσσεται σε ευθεία γραμμή, ούτε με συνεχείς μπουνάτσες, αλλά μέσα σε ανεξέλεγκτες κι απρόβλεπτες θάλασσες αφορμών, παρορμήσεων, αναγκών, φόβων, απογοητεύσεων, ξεφεύγει απ’ το δρόμο του, πλαγιοδρομεί και κάποτε γυρίζει πίσω, πολύ πίσω, μόνο για να πάρει την κατάλληλη φόρα, για να προεκτείνει σε σύμβολο ζωής την απόλυτη και κυριαρχική πραγματικότητα.
*Ο ΒΑΣΙΛΗΣ Δ. ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ είναι ποιητής.
Δυο λόγια για την ποιήτρια
Η Λίλλυ Κοτσώνη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου και διαμένει με την οικογένειά της. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία. Παράλληλα διδάχτηκε δημιουργική γραφή και λογοτεχνία δίπλα σε σπουδαίους δημιουργούς. Εργάζεται στον χώρο του χαρτιού, αλλά συγχρόνως μελετά ποίηση και πεζογραφία.

Τον Δεκέμβριο του 2019 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή Το τραγούδι του ερωδιού (εκδόσεις Ιωλκός). Τον Ιούλιο του 2020 συμμετείχε στην ομαδική έκδοση Επί λέξει (εκδόσεις Φίλντισι). Τον Μάιο του 2022 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική συλλογή της 360 μοίρες εκτός (εκδόσεις Ιωλκός). Ποιήματα και βιβλιοκριτικές της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και επετειακές εκδόσεις. Οι Ικέτες των απλών πραγμάτων είναι η τρίτη ποιητική συλλογή της.























