Του Γιώργου Λαμπράκου
Η σχέση ποίησης και φιλοσοφίας είναι ως γνωστόν παλαιότατη και στενότατη. Οι ποιητές ανέκαθεν φιλοσοφούσαν, ενώ οι φιλόσοφοι συχνά ανέπτυσσαν τη σκέψη τους σε ποιητική μορφή. Ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής γράφουν τη φιλοσοφία τους σε μορφή ποιήματος, ενώ πολλά φιλοσοφικά θραύσματα του Ηράκλειτου διαβάζονται και ως μονόστιχα. Οι Αθηναίοι τραγικοί ποιητές βάζουν τους χαρακτήρες των έργων τους να εκφράζουν τη στιβαρή, ουσιοκρατική κοσμοθεώρηση που κανοναρχεί τη δράση τους.
Το παράδειγμα του Πλάτωνα είναι πάντως το πιο χαρακτηριστικό στην ελληνική αρχαιότητα: ο νεαρός ποιητής αποστρέφεται την ποίηση μόλις γνωρίζει τον φιλόσοφο Σωκράτη, εκδιώκει τους ποιητές από την ιδεώδη «Πολιτεία» και αναγορεύει τους φιλοσόφους βασιλείς. Κι όμως, όλα αυτά παρουσιάζονται σε μια γλώσσα που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα σε λογοτεχνική ισχύ και σε ρητορικά σχήματα από την «κατεξοχήν» ποιητική γλώσσα.
Αλλά και οι κληρονόμοι του αρχαιοελληνικού πολιτισμού Ρωμαίοι συνυφαίνουν, συχνά αξεδιάλυτα, ποίηση και φιλοσοφία. Ο Λουκρήτιος γράφει ένα μεγάλο σε έκταση και σπουδαιότητα ποίημα για να εξυμνήσει την επικούρεια φιλοσοφία. Στο πρόσωπο του Σενέκα, ο μεγάλος στωικός φιλόσοφος συμβιώνει αρμονικά με τον επιτυχημένο δραματουργό. Αργότερα, στα τέλη του Μεσαίωνα, ο Δάντης κατορθώνει σε ένα εκτενέστατο ποίημα να συγκεφαλαιώσει μείζονες θεολογικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις. Στην αυγή των Νέων Χρόνων διαπιστώνουμε εκ νέου τον στοχασμό να παρουσιάζεται συχνά σε λογοτεχνική μορφή, αλλά και την ποίηση να φιλοσοφεί. Στην πρώτη περίπτωση, κορυφαίο παράδειγμα αποτελούν τα Δοκίμια του Μονταίνι, που εισάγουν και το ομώνυμο γραμματολογικό είδος το οποίο αξιώνει να εκφράζει τις αντιλήψεις του συγγραφέα στο ιδιάζον, λογοτεχνικών αξιώσεων, ύφος του. Στη δε περίπτωση της «φιλοσοφημένης» ποίησης, τα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ δεν φαίνεται να έχουν πνευματικό αντίπαλο.
Σε όλη τη χρονική περίοδο που καταλήγει στον Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό, λογοτεχνικός και φιλοσοφικός λόγος συμπλέκονται συχνά: μπορούμε άραγε να διαχωρίσουμε τη φιλοσοφία από τη λογοτεχνία στον Πασκάλ, τον Βολτέρο ή τον ντε Σαντ; Στη δε ακμή του Ρομαντισμού, ο Κόουλριτζ έγραψε: «Δεν υπήρξε ποτέ σπουδαίος ποιητής, που να μην είναι συγχρόνως και μεγάλος φιλόσοφος». Στα τέλη του 19ου αιώνα εντοπίζουμε το κορυφαίο παράδειγμα στοχαστή-ποιητή, τον Νίτσε, του οποίου η επίδραση τόσο σε φιλοσόφους όσο και σε λογοτέχνες του 20ού αιώνα είναι αστείρευτη: στον Μαν, τον Μούζιλ και τον Μπροχ, τους μεγάλους λογοτέχνες-φιλοσόφους του γερμανόφωνου μοντερνισμού, αλλά και στον Χάιντεγκερ, του οποίου η φιλοσοφία συχνά μόνο ως ποίηση μπορεί να προσπελαστεί (ο ίδιος δημοσίευσε και ποιήματα). Ας αναφέρουμε επίσης τη σημαίνουσα περίπτωση του στοχαστή-λογοτέχνη Κίρκεγκορ, του οποίου η επίδραση σε υπαρξιστές στοχαστές-λογοτέχνες, όπως ο Σαρτρ και ο Καμί, είναι μεγάλη. Παρότι η μοντερνιστική πεζογραφία είναι το λογοτεχνικό είδος που αναλαμβάνει να «φιλοσοφήσει» (ας σκεφτούμε τον Προυστ, ή στην περίπτωση της μικρής φόρμας, τον Μπόρχες και τον Μπλανσό), στον χώρο της μοντέρνας ποίησης μπορούμε να βρούμε πολλά παραδείγματα ποιητών με ισχυρά στοχαστικά γνωρίσματα, όπως ο Μαλαρμέ, ο Πεσσόα, ο Έλιοτ, ο Βαλερί, o Σεφέρης. Τέλος, η μεγαλύτερη διάνοια του 20ού αιώνα στον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών, ο Φρόιντ, έλαβε το (λογοτεχνικό) βραβείο Γκέτε για την άρτια έκφραση των ιδεών του.
Γιατί όμως μια τόσο μεγάλη εισαγωγή σε μια κριτική βιβλίου; Διότι το διακύβευμα του υπό κρίση βιβλίου του Χάρη Βλαβιανού, Η ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας σε 100 χαϊκού. Από τους Προσωκρατικούς έως τον Ντερριντά (Πατάκης, 2011), είναι αντίστοιχα μεγάλο: να συμπυκνώσει στην ποιητική φόρμα 100+1 χαϊκού την κεντρική ιδέα του έργου 100 φιλοσόφων, από την αρχαιότητα έως τις μέρες μας. Αδύνατον, θα ανακράξει κανείς! Εξυπακούεται, και γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, η καταπληκτική ιδέα τού εν λόγω εγχειρήματος αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στο εισαγωγικό του σημείωμα ο Βλαβιανός ομολογεί τη μεροληπτική (παρ)ανάγνωση των φιλοσόφων που έχει διαβάσει και έχει αποφασίσει να αξιοποιήσει στο εγχείρημά του: προλαμβάνει έτσι τις αναμενόμενες κριτικές τονίζοντας ορθά ότι εδώ δεν έχει πρωταρχική σημασία η ακριβοδίκαιη συνέπεια, αλλά η ποιητική έκφραση μιας σημαίνουσας θεωρητικής ιδέας.
Με βάση το σύγγραμμα ενός φιλοσόφου (συνήθως το πιο γνωστό ή σημαντικό), αλλά και με συμπερίληψη προσωπικών στοιχείων, ο Βλαβιανός παρουσιάζει με ευστοχία και χιούμορ μια κεντρική ιδέα του δυτικού τρόπου σκέψης. Ας δούμε για παράδειγμα τον «Αναξίμανδρο», όπου στο μυαλό του φιλοσόφου συνδυάζεται, με τη μορφή μιας δήθεν «ενοχλημένης» διερώτησης, η τωρινή κυρίαρχη επιστημονική θεωρία για την αρχή του σύμπαντος με μια κυρίαρχη ιδέα του προσωκρατικού στοχαστή:
Θα βάλω τάξη! Χρόνο;
Έχω άπειρο!
Στην περίπτωση του «Επίκουρου» συσχετίζεται η ιδέα για την επιδίωξη της (λελογισμένης και μακροχρόνιας, ή καταστασιακής, όπως υποστήριζε ο ίδιος) ηδονής με την απόρριψη της ηδονής, εφόσον αυτή μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη οδύνη. Η χρήση αγγλικών λέξεων από αρχαίους Έλληνες αυξάνει τον ούτως ή άλλως διάχυτο σατιρικό τόνο:
στην κρεβατομουρμούρα.
Αποχή λοιπόν!
Στην περίπτωση του «Μάρκου Αυρήλιου», το χαϊκού ενέχει και μεταδίδει μια γαλήνια διάθεση, συνυφασμένη με τη στωική αντίληψη του Ρωμαίου αυτοκράτορα και φιλοσόφου. Έτσι, συνδυάζεται άψογα μορφή και περιεχόμενο:
στωικά παραδοθείς,
Άλλες φορές θεματοποιείται μια φιλοσοφική σύγκρουση που κλόνισε μια ολόκληρη εποχή, όπως για παράδειγμα η σύγκρουση ανάμεσα στους νομιναλιστές και τους ουσιοκράτες κατά την περίοδο του Μεσαίωνα (που συνεχίστηκε αργότερα, με παρόμοιους ή άλλους όρους), όπως διαπιστώνουμε στον «Αβελάρδο»:
Αλλά δεν βλέπω καμιά
αλογότητα.
Άλλοτε μια ιδέα στηρίζεται από πραγματολογικά στοιχεία. Το χαϊκού για τον «Σπινόζα» κατορθώνει μέσα σε 5+7+5 συλλαβές να μας δώσει τρεις πληροφορίες για τον σπουδαίο φιλόσοφο, δηλαδή τι δουλειά αναγκαζόταν να κάνει (λειαντής φακών), γιατί έκανε αυτή τη δουλειά (είχε συγκρουστεί με τους θρησκόληπτους συγχρόνους του, στους οποίους ο Σπινόζα αντέταξε τον «πανθεϊσμό» του), καθώς και την (εβραϊκή) καταγωγή του:
για να μη λογοδοτώ
στη Συναγωγή.
Απολαυστική είναι η σύμμειξη του παλαιού με το σύγχρονο στο παράδειγμα του «Καντ», όπου οι νοητικές κατηγορίες παρουσιάζονται μεταφορικά ως το hardware με βάση το οποίο ο άνθρωπος αποκτά εμπειρίες. Εδώ ο Βλαβιανός συνυφαίνει με χιούμορ και αμεσότητα μια φιλοσοφική ιδέα με μια ποιητική μεταφορά που προέρχεται από την ηλεκτρονική εποχή μας:
Λόγω του λογισμικού
σερφάρεις τώρα.
Ωστόσο, έτσι όπως πάμε, θα τα παραθέσουμε όλα! Αυτός ο πειρασμός πρέπει να απωθηθεί, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον αναγνώστη να τα απολαύσει αφ’ εαυτού και δίχως σχολιασμό. Άλλωστε, η δύναμη ενός χαϊκού έγκειται στην ακαριαία φανέρωση μιας εικόνας, ενός συναισθήματος ή, όπως εδώ, μιας ιδέας. Ας παραθέσουμε απλώς ένα τελευταίο χαϊκού, που μας άρεσε ιδιαίτερα, λόγω και της κοφτής παρήχησής του. Είναι εμπνευσμένο από τον σπουδαίο σκεπτικιστή φιλόσοφο της επιστήμης Πάουλ Φαϊεράμπεντ:
όλα επιτρέπονται.
Κανών; Κανένας!
Τι ακριβώς συμβαίνει εδώ, σε τούτο το ποιητικό/φιλοσοφικό διακύβευμα; Συμβαίνει η ποίηση να έχει ως αντικείμενο τη φιλοσοφία, δηλαδή φιλοσοφικές ιδέες να έχουν ενδυθεί την ποιητική φόρμα και να αστράφτουν με το ξάφνιασμα που προσφέρει ένα μεστό, καλοζυγιασμένο χαϊκού. Αυτή η «ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας» δεν είναι ουσιαστικά φιλοσοφική, αλλά ποιητική, εξού και δεν θα έπρεπε, όπως διαπιστώσαμε σε κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας, να πωλείται στον τομέα της φιλοσοφίας, αλλά στον τομέα της ποίησης. Ένας σύγχρονος φιλόσοφος, με την αδιαφορία που συχνά επιδεικνύει για την τέχνη (οι εξαιρέσεις υπάρχουν για να επιβεβαιώσουν τον κανόνα), όταν αντικρίσει αυτό το βιβλίο θα αποστρέψει πιθανόν το βλέμμα του, καγχάζοντας για το ανέφικτο του πράγματος. Αυτή θα ήταν μια άστοχη αντίδραση, ωστόσο, αφού ένας από τους βασικούς στόχους αυτών των χαϊκού δεν είναι να μας «μάθουν» φιλοσοφία, αλλά να δείξουν ότι αντικείμενο της ποίησης μπορεί να γίνουν τα πάντα, ακόμα και κάποιες διαβόητα αφηρημένες φιλοσοφικές έννοιες. Από την άλλη, ας μην ξεχνάμε και όσους σύγχρονους ποιητές νομίζουν (από άγνοια ή ανεπάρκεια) πως η θεωρία θα αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα στην «έμπνευσή» τους και γι’ αυτό κάνουν ό,τι μπορούν για να την αποφύγουν. Στην περίπτωση των χαϊκού του Βλαβιανού έχουμε ποίηση μπολιασμένη επιτυχώς από τη φιλοσοφική θεωρία.
Κάποιες επιφυλάξεις διατηρούμε ως προς την επεξήγηση (ευτυχώς λίγων) χαϊκού με πραγματολογικά δεδομένα ή σύντομα ερμηνευτικά σχόλια, καθώς θεωρούμε ότι ο υποψιασμένος αναγνώστης μπορεί να προσλάβει την ποιητικά εκφρασμένη ιδέα και στη συνέχεια, αν επιθυμεί, να εμβαθύνει περισσότερο στον εκάστοτε φιλόσοφο και τη θεωρία του. Συνάμα, εφόσον δικαίως υπάρχει ένα χαϊκού για τον Λακάν, τον κατεξοχήν ψυχαναλυτή που αξιοποίησε τη φιλοσοφία στη θεωρία του, θα ήταν μια ωραία ειρωνεία το να βλέπαμε ένα χαϊκού και για τον Φρόιντ, ακριβώς επειδή ήταν ο στοχαστής εκείνος που ανατίναξε κάποια δήθεν ακλόνητα θεμέλια της φιλοσοφίας. (Σε ένα κείμενό του ο Φρόιντ παρομοιάζει τον φιλόσοφο με έναν οδοιπόρο στο σκοτάδι, που ναι μεν τραγουδά για να ξεπεράσει τον φόβο του, αλλά δεν βλέπει καθόλου καλύτερα.) Όλα αυτά όμως έχουν μικρή σημασία, αφού το ποιητικό διακύβευμα του Βλαβιανού έχει πραγματωθεί με επιτυχία.
Προτού ολοκληρώσουμε, ας κάνουμε μια σύντομη παρέκβαση. Πέρα από το ποιητικό του έργο, με το οποίο έχουν ασχοληθεί πολλοί, ο Βλαβιανός κάνει κάτι που δεν τονίζεται συχνά: μεταφράζει συστηματικά. Αυτό σημαίνει ότι αναλώνει ατέλειωτες ώρες για να μας μεταδώσει την ψυχή και το πνεύμα ενός λογοτέχνη που εκτιμά. Μακάρι όλοι οι συγγραφείς (περιττό να αναφέρουμε και τους καθηγητές κάθε βαθμίδας της δύσμοιρης ελληνικής εκπαίδευσης) που γνωρίζουν ξένες γλώσσες να αποφάσιζαν να αφιερώνουν ένα μέρος του χρόνου τους για να μεταφράσουν μερικά αγαπημένα τους βιβλία. Αυτό δεν θα ήταν μονάχα ένα τεράστιο κέρδος για τον Έλληνα αναγνώστη, μα και για τους ίδιους. Το κέρδος που έχει αποκομίσει ο Έλληνας αναγνώστης από τις μεταφράσεις του Βλαβιανού τις τελευταίες τρεις δεκαετίες (από Ουίτμαν μέχρι κάμινγκς, και από Μπλέικ μέχρι Στίβενς και Πάουντ) είναι μεγάλο και συνεχώς μεγαλώνει.
Σε ένα συνέδριο στη Σύρο, πριν από μερικά χρόνια, είχα ρωτήσει κατ’ ιδίαν τον Βλαβιανό πώς και δημοσίευσε τις καταπληκτικές ανεκδοτολογικές ιστορίες υπό τον γενικό τίτλο Britannica. «Για να διασκεδάσω τη μελαγχολία μου», ήταν η άμεση απάντησή του. Πιστεύω πως τα 100+1 χαϊκού του διασκεδάζουν, με πάσα σοβαρότητα, την τρέχουσα μελαγχολία από τα δεινά που μαστίζουν την καταρρέουσα κοινωνία μας, μια κοινωνία της οποίας την πνευματική ένδεια ο Βλαβιανός στηλιτεύει με κάθε ευκαιρία. Αυτά τα χαϊκού, ποιητικοί «μεζέδες» θρεπτικοί σε γλωσσική χάρη, στοχαστική γνώση και λεπτή ειρωνεία, αποτελούν και ένα ουσιαστικό έναυσμα για να (ξανα)διαβάσουμε φιλοσοφία.