
Για την ποιητική συλλογή της Βίκυς Κατσαρου «Μόρα» (εκδ. Ενύπνιο).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Εύα, Παπούσα, ο Θεός ως γυναίκα και τώρα η Μόρα, η Σάρα και άλλες γυναικείες μορφές. Μέσα από τέσσερις ποιητικές εκτινάξεις, η Βίκυ Κατσαρού ορίζει ήδη κάτι περισσότερο από μια καταστατική πράξη για την ίδια, κάτι πολύ περισσότερο από ένα ποιητικό στίγμα για όσα προτίθεται να αφήσει πάνω στον χάρτη των λέξεων.
Δεν έχουμε να κάνουμε με μια δήλωση προθέσεων, αλλά με μια εκ προθέσεως (φύσεως και θέσεως) φαινομενολογία της γυναικείας φύσης. Αν προσπαθήσει κανείς να διαβάσει ξεχωριστά καθένα από τα έργα της, θα λάβει μόλις ένα μέρος αυτή της στάσης. Σημαντικό μέρος μεν, καθαρογραμμένο, αλλά θα έχει χάσει τη συνολική προσπάθεια σύντηξης του αρχαίου μύθου που φέρει η γυναίκα που έρχεται από το ξεκίνημα του κόσμου (ή, ακόμη σωστότερα, από τον κόσμο που εκείνη ξεκίνησε) έως τις μέρες μας.
Όπως ακριβώς έχουμε μια πορεία που δεν σταματάει στον χρόνο, παρά τις όποιες -πολλές- κοινωνικές αγκυλώσεις που θέλουν να μετατρέψουν τη γυναίκα σε παίγνιο, άθυρμα, σκλαβωμένο ειδώλιο και απαξιωμένη υπόσταση, έτσι και το ποιητικό αποτύπωμα της Κατσαρού, ο κόσμος που εκείνη ορίζει διά των λέξεων, είναι πέρα από χρονικές και τοπικές σημάνσεις.
Γυναίκες-ορόσημα
Οι δικές της γυναίκες είναι ορόσημα, είναι οι απαρχές, είναι οι πρώτες και βασικές ραφές αυτού του κόσμου. Ναι, υπό συνθήκες μπορεί κανείς να τις διαβάσει και με τη συμβολοποιημένη διάστασή τους. Αυτός είναι άλλωστε ο ορισμός της αχρονικότητας στη λογοτεχνία. Να ορίζεις κάτι που δεν περιχαρακώνεται, που δεν συμβιβάζεται με τα κοινωνικά προκείμενα.
Άλλωστε, βάσει της δομής του βιβλίου, οι αρχικές σκέψεις που ενδέχεται να παραπέμπουν στη Σάρα της Παλαιάς Διαθήκης υποχωρούν ή, σωστότερα, εντάσσονται σε ένα γενικότερο (αλλά όχι αφηρημένο) πλέγμα μύθων
Αν πρέπει, λοιπόν, να μιλήσουμε για το σημάδι της Σάρας οφείλουμε να μην δούμε μόνο τη στειρότητα που ανένηψε, αλλά την οιονεί γέννηση ενός ολόκληρου κόσμου που ως εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε, μέχρι αυτή να τον ορίσει (με ή χωρίς τη θεϊκή βούληση και επίρρωση). Άλλωστε, βάσει της δομής του βιβλίου, οι αρχικές σκέψεις που ενδέχεται να παραπέμπουν στη Σάρα της Παλαιάς Διαθήκης υποχωρούν ή, σωστότερα, εντάσσονται σε ένα γενικότερο (αλλά όχι αφηρημένο) πλέγμα μύθων, παραμυθιών και τραγωδιών που μας έρχονται από παλιά και εν πολλοίς ορίζουν την ανθρώπινη μοίρα.
Αυτό από μόνο του μας εισάγει μια άλλη εξόχως ενδιαφέρουσα προβληματική αυτού του βιβλίου. Μοιάζει να έρχεται από παλιά, αλλά ταυτόχρονα γίνεται σημερινό, όχι με όρους πρωτοεπίπεδης ταυτοχρονικότητας. Μακριά από εμάς οι σκέψεις για ένα βιβλίο που εντάσσεται στον λεγόμενο νέο-φεμινισμό ή σε μια δυναμική λογοτεχνία που γράφεται από γυναίκες που θέλουν να ορίσουν με ισχυρό τρόπο την αυταξία τους. Όλες αυτές οι μερικότητες φαντάζουν περιοριστικές αυτού που θέλει να κάνει η Κατσαρού.
Η οντολογία
Διότι πέραν της φαινομενολογίας του θηλυκού πόλου, υπάρχει και η οντολογία του. Η Μύριαμ, η Ελσινόρη, η Σάρα είναι πρόσωπα που υπήρχαν πάντα και στο πάντα οδεύουν. Είναι, άραγε, ένα ειδυλλιακό πάντα; Η γυναίκα στην Κατσαρού ζητάει και διεκδικεί. Ρηγματώνει τη συνθήκη που έχει οριστεί εις βάρος της. Η αντιπρότασή της δεν είναι μια επίφαση ισότητας ή η διεκδίκηση μιας τρέχουσας θέσης. Αντίθετα, είναι η δημιουργία ενός άλλου κόσμου, ενός νέου κόσμου. Ολότελα διαφορετικού από τον υπάρχοντα που φθίνει και καταρρέει μέσα στην πληγωτική μεγαλαυχία του.
Πώς σπάει λοιπόν αυτή αλυσίδα;
Επίσης, δεν είναι ειδυλλιακό το πάντα και για έναν λόγο παραπάνω: η Κατσαρού δεν υπαινίσσεται απλώς, αλλά τείνει το χέρι της σε εκείνες τις γυναίκες που στέκονται παράμερα από την άνωση, αδυνατούν να ξεφύγουν από το καταπιεστικό πλαίσιο στο οποίο έχουν περιπέσει. Πώς σπάει λοιπόν αυτή αλυσίδα;
Η λύση της αγάπης
Διά της αγάπης, της συμφιλίωσης, της συνύπαρξης, ανεξάρτητα από το φύλο. Αυτό μας λέει η Κατσαρού, αλλά και πάλι δεν πρόκειται για μια ρομαντική θέαση ενός ιδεατού κόσμου. Η συγγραφέας δεν ξεχνάει πως αυτός ο κόσμος έχει οριστεί πάνω στα θεμέλια της καταπίεσης, της βίας, της πατριαρχίας και της επιβολής του σώματος στο σώμα. Αυτό, όμως, που μας λέει είναι ότι πρέπει να σπάσει ο φαύλος κύκλος της βίας και μέσω μιας νέας γέννησης -ιδού πάλι η κυριαρχία της μητρότητας- να φτιαχτεί κάτι νέο. Πολύ σωστά μας υπενθυμίζει το βιβλίο:
«Ποιο είναι όμως το τίμημα της ελευθερίας; Σε έναν κόσμο που τρέφεται από το ίδιο το χρέος του, η λύση οφείλει να είναι καθολική».
Αρκεί να σκεφτούμε πως στον δικό μας κόσμο, όπου η μερικότητα κυριαρχεί, η βία, εκτός από το να αφήνει εμφανή σημάδια πάνω στο σώμα, γίνεται ακόμη πιο ύπουλη καθώς υποβάλλεται, ουσιαστικοποιείται ενδόμυχα, αποκτάει δύναμη επί των υποκειμένων που έχουν γαλουχηθεί να αποδέχονται τις νόρμες άνευ έτερης αντίστασης. Η υλικότητα και η σωματικότητα στην ποίηση της Κατσαρού είναι καθοριστική. Είναι παλλόμενη, φέρει στοιχεία που ορίζουν μια αλλαγή, έναν μετασχηματισμό, μια σφύζουσα αλλοτροπία. Το ίδιο συμβαίνει και στο τελευταίο της βιβλίο.
Η θρησκεία
Άλλο ένα στοιχείο που ορίζει το έργο της Κατσαρού είναι η σχέση της με τη θρησκεία. Είναι τόσο έντονη η διαλεκτική αυτής της σχέσης που θα έλεγε κανείς πως μεταβαίνει από τη θέωση στη βεβήλωση κι από την αποδοχή στη βλασφημία. Η δική της ιερότητα είναι μια δυνατότητα, ένα δυνητικός άλλος πνευματικός τόπος που κατακτάται διά της εξέγερσης και όχι της άνευ όρων αποδοχής.
Δεύτε φάγετε, αυτή είναι η σάρκα μου, το αίμα μου, η καρδιά μου, η ψυχή μου.
Δεύτε φάγετε. Γιατί μετά θα σας φάω εγώ.
Όχι, η Οφηλία δεν είναι μια αποτρελαμένη που τελικά πνίγεται: μετατρέπεται σε μια νέα Λαίδη Άμλετ (sic).
Διά της Ελσινόρης εισερχόμαστε στον καταστατικό μύθο του Άμλετ. Όμως, στην Κατσαρού ο μύθος αποκτάει μια άλλη διάσταση. Όχι, η Οφηλία δεν είναι μια αποτρελαμένη που τελικά πνίγεται: μετατρέπεται σε μια νέα Λαίδη Άμλετ (sic). Μια γυναίκα που κουβαλάει όλες τις οντολογικές ποιότητες που χάρισε ο Σαίξπηρ στον ήρωά του, αλλά πλέον ιδωμένες από τη θηλυκή πλευρά. Ίσως και την πιο ενδιαφέρουσα. Τι κάνει η Λαίδη Άμλετ; Κοιτάζει τον κόσμο από το χείλος του χάους. Σιωπά, αλλά είναι μια εντατική σιωπή, μια σιωπή που γεννάει, που αναστοχάζεται, άρα πραγματεύεται κάτι νέο που θα έρθει κι αυτό μέσω μιας σχάσης, μιας κύησης. Όλα αναδιατάσσονται. Η ηθική, η πολιτική, οι σχέσεις, οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί, η θρησκεία. Όλα τίθενται υπό αίρεση, όλα αποκτούν μια νέα αλήθεια.
Αυτό ακριβώς έχει καταφέρει να κάνει ως τώρα η Κατσαρού. Να δημιουργεί μια ποίηση εύφλεκτη. Σωματική και πνευματική ταυτοχρόνως.
Κάπου εδώ θυμόμαστε -η Κατσαρού σίγουρα μας το θυμίζει- πως η ποιητική πράξη, ως μια ύψιστη μορφή ελευθερίας και αναδιάταξης του υπάρχοντος κόσμου, φέρει αυτή την ευθύνη. Να είναι οραματική, να επιδιώκει, να φέρει πάντα έναν αέρα αναγέννησης, να μην αρκείται στο λίγο και το υπάρχον. Να μην δέχεται και να μην αποδέχεται. Να φτιάχνει εκεί που κάτι χάλασε. Να χαλάει εκεί που ο χαλασμός είναι δημιουργία.
Αυτό ακριβώς έχει καταφέρει να κάνει ως τώρα η Κατσαρού. Να δημιουργεί μια ποίηση εύφλεκτη. Σωματική και πνευματική ταυτοχρόνως. Ποίηση που τελικά χρειαζόμαστε, διότι αυτό που μας συμβαίνει δεν θα μπορέσει να οριστεί και στη συνέχεια να διαλυθεί. Διότι πρέπει να διαλυθεί, και η ποίηση, όπως είναι πάντα με το μέρος του ανθρώπου, θα λειτουργεί πάντα προς αυτή την κατεύθυνση.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για την ποιήτρια
Η Βίκυ Κατσαρού είναι συγγραφέας, μεταφράστρια και επιμελήτρια. Είναι υπεύθυνη των νέων επανεκδόσεων των έργων του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς και του ανέκδοτου, μέχρι πρότινος, έργου του, Ο Αvήφοpος. Γεννήθηκε το 1987 και ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία, στη Θεατρολογία και στο Εργαστήρι Επιμελητών του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ).
Έχει γράψει τρεις ποιητικές συλλογές, Τα κεpάσια της Έυας (Εκδόσεις Ιωλκός, 2018), Παπούσα (Εκδόσεις Ενύπνιο, 2021) και Χαpακίδες (Εκδόσεις Ενύπνιο, 2023). Η Μόpα είναι το τέταρτο ποιητικό βιβλίο της.