Για την ανθολογία ποιημάτων «Ίκαροι – Ο φτερωτός ήρωας και τα πρόσωπά του μέσα στον χρόνο», με ανθολόγηση – προλεγόμενα & μετάφραση του Κώστα Κουτσουρέλη, για τις εκδόσεις Σμίλη. Κεντρική εικόνα: Ο πίνακας «Τοπίο με την πτώση του Ίκαρου» 1558, του Πίτερ Μπρέχελ.
Γράφει η Λίλα Τρουλινού
Ο Ίκαρος του μύθου και οι μεταμορφώσεις του μέσα στη λογοτεχνία, τα πολλά και διαφορετικά πρόσωπά του από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αυτό είναι το θέμα του νέου πονήματος του Κώστα Κουτσουρέλη, ο οποίος εδώ ανοίγει όλη τη βεντάλια των θαυμαστών ικανοτήτων του ως ανθολόγου, μεταφραστή, ποιητή και δοκιμιογράφου, σε ένα βιβλίο κομψοτέχνημα, εικαστικό και λογοτεχνικό συνάμα, προς ωφέλεια, τέρψη και αισθητική απόλαυση των αναγνωστών.
Στο εξώφυλλο και οπισθόφυλλο σε πλήρες ανάπτυγμα ο πίνακας του Πίτερ Μπρέχελ του πρεσβύτερου «Τοπίο με πτώση Ικάρου», (π. 1555), ο οποίος κατέχει κεντρική θέση στην ανάλυση του θέματος του βιβλίου, λόγω της εξαιρετικής επίδρασής του σε πολλούς ανά τους αιώνες ποιητές, οι οποίοι εμπνεύστηκαν από αυτόν ποικιλοτρόπως, με θετικό ή αρνητικό πρόσημο –όσον αφορά το νόημα της ικάριας πτήσης και πτώσης– ή ακόμα ανανέωσαν, παρεκκλίνοντας αναζωογονητικά, τους γνωστούς και φθαρμένους πια συμβολισμούς.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου με τίτλο «Προλεγόμενα – Ο φοβερός παφλασμός. Ο Ίκαρος του μύθου και ο Ίκαρος των ποιητών», είναι δοκιμιακό και στηρίζει με στοχαστική διάθεση, ισχυρή τεκμηρίωση, τερπνό λογοτεχνικό λόγο και εντυπωσιακή εποπτεία της σχετικής με το θέμα γραμματείας αιώνων, το κυρίως σώμα του βιβλίου, την ανθολόγηση είκοσι τεσσάρων αντιπροσωπευτικών ποιημάτων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, μεταφρασμένων από τον ίδιο τον συγγραφέα, που αποκαλύπτουν όλο το φάσμα των μεταμορφώσεων του ικάριου μύθου και των συμβολισμών του, διανθισμένων με θαυμάσιους ζωγραφικούς πίνακες, εικαστικές αναπαραστάσεις του μύθου.
Στα Προλεγόμενά του ο Κουτσουρέλης ξεκινάει από τον μύθο του Δαίδαλου και του Ίκαρου, όπως μας τον παραδίδει συνοπτικά ο Απολλόδωρος, για να περάσει στον Οβίδιο και τις Μεταμορφώσεις του, βασική πηγή έμπνευσης του Φλαμανδού ζωγράφου Μπρέχελ. Ο Οβίδιος στη δική του εκδοχή του μύθου επικεντρώνεται κυρίως στο τεχνολογικό τόλμημα του Δαίδαλου, που συνιστά ύβρη, και λιγότερο στην τρυφερή παρουσία του γιου του που μετατρέπει σε παιχνίδι το αεροναυπηγικό επίτευγμα του πατέρα του και καταποντίζεται.
«Ένας ψαράς κάτω στο γιαλό τρεμουλιαστό κρατούσε το καλάμι, στη γκλίτσα του γερμένος ο βοσκός κι επάνω στο αλέτρι ένας ξωμάχος τους είδαν και τα ’χασαν – “αληθώς είναι θεοί αυτοί που στους αιθέρες διαβαίνουν”, είπαν μέσα τους».
Και όταν το παιδί πλησιάζει στην πυρά του ήλιου, λειώνει το κερί, και αρχίζει και τινάζει τα μπράτσα του, «μπράτσα γυμνά, και πώς να κρατηθεί δίχως κουπιά στον αραιόν αγέρα; Έπεφτε στο απέραντο κενό και πέφτοντας εκραύγαζε “πατέρα”! Τον δέχτηκαν του πόντου τα νερά, κι ο πόντος απ’ αυτόν ονομασμένος». Τον έψαχνε και ο δυστυχής πατέρας, «τον φώναζε και είδε ξαφνικά φτερά πάνω στα κύματα κομμάτια». (Θεόδωρος Παπαγγελής, Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους – Διαδρομές στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου, [προλεγόμενα, επιλογή, μετάφραση] Gutenberg, 2009, σσ. 204-205).
Κανείς δεν νοιάζεται για το δράμα που παίζεται δίπλα τους. Εκεί, ανάμεσα στο περήφανο ιστιοφόρο πλοίο και τα βράχια της ακτής, δύο λευκά πόδια χτυπιούνται στον αέρα, ράκη από τα λευκά φτερά ραντίζουν την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ το κεφάλι του παιδιού έχει ήδη βυθιστεί.
Τι κρατάει από τον Οβίδιο ο Μπρέχελ; Σχεδόν τα πάντα. Αλλά αλλιώς. Υπάρχει πάντα η πλατιά θάλασσα, η πόλη με το λιμάνι στο βάθος, τα βουνά, τα πλοία, οι άνθρωποι σε πρώτο πλάνο που κάνουν τις αγροτικές εργασίες τους, ένας γεωργός, ένα βοσκός, κι ένας ψαράς με το καλάμι του, μόνο που δεν κοιτούν έκθαμβοι τις ουρανοκατέβατες φιγούρες, αλλά ο καθένας κάνει τη δουλειά του, ο γεωργός καρφωμένος στο αλέτρι του, ο βοσκός με τα πρόβατά του κοιτάει βαριεστημένα τον ουρανό προς τη λάθος κατεύθυνση, ο ψαράς συγκεντρωμένος στο καλάμι του. Κανείς δεν νοιάζεται για το δράμα που παίζεται δίπλα τους. Εκεί, ανάμεσα στο περήφανο ιστιοφόρο πλοίο και τα βράχια της ακτής, δύο λευκά πόδια χτυπιούνται στον αέρα, ράκη από τα λευκά φτερά ραντίζουν την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ το κεφάλι του παιδιού έχει ήδη βυθιστεί. Κανείς δεν ακούει τη σπαρακτική κραυγή, όλοι είναι κουφοί, αδιάφοροι σε ό,τι συμβαίνει δίπλα τους. Άνθρωποι και φύση σε μια αγαστή αδιαφορία. Έτσι ο Μπρέχελ, σημειώνει ο Κουτσουρέλης, γίνεται πρόδρομος του ντεϊσμού, που πρεσβεύει ότι ο Θεός μόλις τελειώσει το έργο του παύει να ασχολείται ή να παρεμβαίνει στα ανθρώπινα. Κανένα έλεος. Καθολική αδιαφορία και αμεριμνησία.
Ωστόσο, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως ο πίνακας του Μπρέχελ εξακολουθεί να παραμένει ένα αίνιγμα. Μάλλον κρύβει παρά δείχνει. Καθώς ο ζωγράφος ζει σε μια ταραγμένη εποχή όπου μαίνονται οι θρησκευτικές συγκρούσεις στις ολλανδικές επαρχίες όπου κυβερνά ο Ισπανός βασιλιάς Φίλιππος Β’, είναι πιθανώς αναγκασμένος να κρατάει αποστάσεις και να επιδεικνύει αυτή την αταραξία που φαίνεται να κυριαρχεί σε όλον τον πίνακα. Αλλιώς πώς να εξηγηθεί το γεγονός πως το κεντρικό θέμα του πίνακα, η πτώση του Ίκαρου, μετατρέπεται σε μια λεπτομέρεια, μετά βίας ορατή με γυμνό μάτι, μια μικρή καταστροφή που συμβαίνει στην άκρη του; Πώς γίνεται ένα αναποδογυρισμένο ον που κάνει θανάσιμη βουτιά στο κενό, ένας κόσμος που καταποντίζεται, να εμφανίζεται ως μια κουκίδα μέσα σε ένα παγερά λαμπερό, αδιαπέραστο τοπίο;
Μα δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Αυτό που αναστατώνει, αυτό που κραυγάζει, αυτό που υποφέρει, αυτό που ξεφεύγει από την αρμονία, αυτό που διαμαρτύρεται, που τιμωρείται, που καταβυθίζεται, δεν μπορεί να δηλωθεί καθαρά, παρά μόνο υπαινιχτικά, σε σμίκρυνση, και αυτό ακριβώς κάνει ο Μπρέχελ στην επικίνδυνη εποχή του. Τι έχει αλλάξει σήμερα; Τίποτα. Οι περισσότεροι είμαστε τυφλοί, κουφοί σε ό,τι συμβαίνει δίπλα μας, τίποτα δεν ταράσσει την ευημερία μας, ακόμα και όταν οι βόμβες και οι πύραυλοι πέφτουν στην άλλη πλευρά της Μεσογείου. Και σίγουρα έχουμε τους δικούς μας Μπρέχελ που μας το δείχνουν, κρυφά ή φανερά.
Για να επιστρέψουμε τώρα στα Προλεγόμενα και στους αρχαίους, στο καλά οργανωμένο σύμπαν τους όπου η αλαζονεία τιμωρείται, αυτός που διαπράττει την ύβρη είναι ο Δαίδαλος με τις ολέθριες εφευρέσεις του, που όλες οδηγούν στον θάνατο ή στην καταστροφή, «μορφή δαιμονική, διασταύρωση του Φάουστ και του Λεονάρντο, μεγαλοφυής και εγκληματίας», ενώ η σύντομη ζωή του Ίκαρου «είναι απλώς επεισόδιο στο μεγάλο δράμα» του πατέρα του (Ίκαροι, σελ. 16). Πράγμα που επιβεβαιώνει ο Οβίδιος, καθώς βάζει τον Δαίδαλο στη θέα του νεκρού γιου του «να βλαστημάει βαριά της ξακουσμένης τέχνης του το κρίμα» (ό.π. σελ. 205). Και όπως διαπιστώνει εύστοχα ο Κουτσουρέλης «από τα βάθη της προϊστορίας, ο ελληνικός μύθος σαρκάζει έως σήμερα την τεχνολογική μας βελτιοδοξία» (ό.π. σελ. 18).
Τι είναι λοιπόν ο Ίκαρος για τους αρχαίους, που λατρεύουν την τήρηση του μέτρου και εγκωμιάζουν την αρχή της μεσότητας, όπως την διατύπωσε ο Αριστοτέλης; Είναι αυτός που ζει στη σκιά του τερατωδώς ευφυούς και υβριστή πατέρα του, ο γιος που επίσης παραβιάζει το μέτρο όχι από άμετρο πόθο να κατασκευάσει «μηχανές» για να εξουσιάσει, να ελέγξει, όπως εκείνος, αλλά από βλακεία, νεανική αστοχασιά, ανωριμότητα και απερισκεψία.
Τι είναι λοιπόν ο Ίκαρος για τους αρχαίους, που λατρεύουν την τήρηση του μέτρου και εγκωμιάζουν την αρχή της μεσότητας, όπως την διατύπωσε ο Αριστοτέλης; Είναι αυτός που ζει στη σκιά του τερατωδώς ευφυούς και υβριστή πατέρα του, ο γιος που επίσης παραβιάζει το μέτρο όχι από άμετρο πόθο να κατασκευάσει «μηχανές» για να εξουσιάσει, να ελέγξει, όπως εκείνος, αλλά από βλακεία, νεανική αστοχασιά, ανωριμότητα και απερισκεψία. Ακόμα και η ύβρις του είναι υποδεέστερη και υποβαθμισμένη.
Ωστόσο, περνώντας στα χρόνια της Αναγέννησης και του Μπαρόκ και κατόπιν στους Νέους Χρόνους οι συμβολισμοί που αποδίδονται στον μύθο του Ίκαρου αλλάζουν σταδιακά. Από την αρνητική εικόνα του άμυαλου νέου που προκαλεί την χλεύη, την αποδοκιμασία ή απλώς τη συγκατάβαση, περνούμε σε μια υμνητική του εικόνα. Γιατί ακριβώς ο άνθρωπος της νεωτερικότητας, τονίζει ο συγγραφέας, όχι μόνο απεχθάνεται το μέτρο, αλλά λατρεύει την υπερβολή, που εξισώνεται με την τόλμη, τον ηρωισμό, το πάθος, την εξαίρεση από τον κανόνα, την απομάκρυνση από την κοινότοπη ζωή. Ήδη από τον 16ο αιώνα αρχίζει η ηρωοποίηση του Ίκαρου και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, επισημαίνει ο Κουτσουρέλης, παρουσιάζοντάς μας μια πλούσια επιλογή ποιημάτων που τεκμηριώνουν τη θέση του. Γράφει ο ποιητής του 16ου αιώνα, Ουίλλιαμ Ντράμμοντ:
«Μα άξιζε η θυσία αυτή, / ακόμη οι ακτές αντιλαλούν απ’ τη γενναία μου πτώση / σ’ ενός πελάγου τ’ όνομα ζει η δική μου η μνήμη. / Ποιος τάφο μεγαλύτερο έχει στη γη ή τη φήμη;»
Ενώ ο Κάλβος τον 19ο αιώνα θα μιλήσει για την αρετή και την τόλμη που θέλει η ελευθερία. Αυτή επτέρωσε τον Ίκαρο: «και αν έπεσεν / ο πτερωθείς κι επνίγη θαλασσωμένος. / Αφ’ υψηλά όμως έπεσε, και απέθανεν ελεύθερος». Για τον Μπωντλαίρ, ο ποιητής «καμένος απ’ τον έρωτα του Ωραίου» θυσιάζεται σαν άλλος Ίκαρος στον βωμό του Κάλλους. Ο Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο εξυμνεί τη μεγαλοσύνη της τρελής ικάριας πτήσης: «Ω, του Δαιδάλου ο γιος, τι υψίστη μοίρα! / Μόνος αυτός ορθώθηκε μακριά / και μόνον του τον ρούφηξε η αρμύρα».
Ιδιαίτερη η ερμηνεία του Γκόττφρηντ Μπεν. Η πτώση είναι λύτρωση από τα ανθρώπινα, ενότητα με τη φύση, επιστροφή στο κοσμογονικό μηδέν: «Ω, εσύ αψίδα απόμακρη, / γίνε μου βάλσαμο στα μάτια για μιαν ώρα, / δείξε μου το αγαθό το πρώτο φως – / σκόρπισε την απάτη των χρωμάτων, γκρέμισε / τις καταβόθρες της κοπριάς μες στη βοή / των ήλιων που βλασταίνουν, ηλίων ήλιοι δες γκρεμίζονται, / ω αιωνία πτώση όλων των ήλιων».
Και αφήνουμε για το τέλος τους βαρύνοντες και αποφθεγματικούς στίχους του ρηξικέλευθου βερολινέζου ποιητή Γκύντερ Κούνερτ:
Ίκαρος
Κάτι φτερά απομείνανε
απ’ την αβυσσαλέα του πτώση.
Οι πτήσεις οι υψηλές διαρκούν λίγο μονάχα
και το παράδειγμά τους συνιστάται
ως φάρμακο προληπτικό για τις αλαζονείες.
Η Ιστορία νοιάζεται για τα ναυάγια προπαντός.
Μες στο κατάστιχο της Κλειώς τα κέρδη
καταλαμβάνουν χώρο πενιχρό.
Η πτώση ως πράξη τελική
νικάει τη λήθη.
Απ’ της ζωής τον καταρράκτη υψώνεται
σαν σπάνιο ουράνιο τόξο.
Η πολυφωνική και ανεκτίμητη αυτή ανθολογία επισφραγίζεται στα Επιλεγόμενα με μια ικάρια καντάτα, που συνέθεσε ο ίδιος ο ποιητής, ανθολόγος και μεταφραστής, και η οποία συνοψίζει με θαυμαστό τρόπο, σε έμμετρη μορφή, όλη την προβληματική του μύθου. Παραθέτω μόνο το τέλος της, καθώς η έκτασή της είναι μεγάλη.
Δεν ξέρω πώς ξεκίνησα να πέφτω
ξέρω ένα μόνο ότι παντού και πάντα
η πτήση και η πτώση είναι το ίδιο
κάθε θητεία στο φως είναι μια ανταύγεια
μια αιφνίδια χαρακιά από κιμωλία
πάνω στη μελανή καρδιά των άστρων
και στα ερέβη των ωκεανών
Μόνη μου φύση
είναι η πτήση
δεν έχω πόδια
μόνο φτερά
Μόνη μου γνώση
είναι η πτώση
βουτιά εξόδια
στ' αρχαία νερά
Οι Ίκαροι του Κώστα Κουτσουρέλη είναι αναμφισβήτητα ένα μοναδικό και αξεπέραστο επίτευγμα.
*Η ΛΙΛΑ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ είναι φιλόλογος και πεζογράφος. Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Μύρων η αράχνη» (εκδ. Περισπωμένη).