Για την ποιητική συλλογή «Έθνος εξαιρετικά» του Δημήτρη Κοσμόπουλου (εκδ. Περισπωμένη) – «τρέφεται από [...] από θυσίες, αίματα, μαύρα αισθήματα, θανάτους που όλα αυτά καταφέρνει να τα κάνει λαμπρή ποίηση».
Γράφει ο Σωτήρης Γουνελάς
Ο τίτλος παρμένος από παλιά μάρκα τσιγάρων της οποίας η όψη του πακέτου φιγουράρει στις πρώτες σελίδες. Αυτά συμπληρώνονται από την προμετωπίδα του Εγγονόπουλου: Γιατί πρέπει να έχει ο στρατιώτης τα τσιγάρα του. Χρειάζεται ίσως να προσθέσω ότι στο εξώφυλλο υπάρχει σχέδιο του Παπαλουκά που δείχνει συναγμένους στρατιώτες. Μάλλον έχουν κι αυτοί σχέση με το κάπνισμα τσιγάρων αλλά –προσοχή– και με το νόημα της λέξης «έθνος».
Ο Καβάφης σε αρκετά ποιήματά του απευθύνει κάτι σαν μνημόσυνο επί των τάφων ωραίων νέων της αρχαίας εποχής. Ο Κοσμόπουλος, θα έλεγα, συνηθίζει να συνομιλεί με πεθαμένους στρατιώτες, και εδώ με έναν που γέρασε μαχόμενος – Σμύρνη, Σαγγάριο, Μενεμένη. Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τους πεθαμένους. Η ποίησή του τρέφεται από τιμημένους νεκρούς, από μνήμες άλλων εποχών, από θυσίες, αίματα, μαύρα αισθήματα, θανάτους που όλα αυτά καταφέρνει να τα κάνει λαμπρή ποίηση.
Η συνθετική αυτή συλλογή περιέχει ένα πλέγμα μεταφορών που στερεώνει τη συγκίνηση και την ανανεώνει από σελίδα σε σελίδα. Αυτό το πλέγμα τροφοδοτεί μια διαφάνεια στίχων που παρατάσσονται διατηρώντας σταθερά και το βαθύτερο νόημα του βιβλίου. Υπογείως τα ποιήματα διασχίζουν απόηχοι δημοτικών τραγουδιών αν όχι και ρυθμοί τους. Παραδείγματα:
Αέρας φέρνει μια βροχή και δέρνει αυτόν τον τόπο. / Γέρνουν τα δέντρα ξέπλεκα, πέτρες ανατριχιάζουν
σαν πρόβατα ξεμεινεμένα κι όλο λαχανιάζουν / γερμένα απ’ του παραδαρμού το μένος και τον κόπο.
Με τα χέρια σταυρωμένα σαν ξερά κλαδιά / κάθεται στην πέτρα ο πεθαμένος.
Σε μια πέτρα με κρυμμένα μυστικά νερά / σταλαγμίτης λύπης ξεχασμένος.
Στην παρούσα συλλογή που απλώνεται συνθετικά μέσα από τις «συνομιλίες» που προανέφερα περνάει η ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, αναφέρονται τόποι φορτισμένοι με κατορθώματα ηρωικά –τις πιο πολλές φορές λησμονημένα– από καιρούς που οι ηρωισμοί είχαν νόημα και οι θυσίες για την πατρίδα δαφνοσκέπαζαν τους αγωνιστές:
Στην όχθη κάθεται μαστιγωμένη η αγάπη
Με τον χιτώνα της σχισμένο κλαίει το αίμα
Που ξεχειλίζει ο Σκάμανδρος με ρόχθο.
Φυσάει η σιωπή των παιδεμένων – δες τους
Νύχτα πετάγονται και ψηλαφίζουν τις πληγές τους
Θυμούνται με την έμπονη μνήμη του κορμιού τους
Όσους μείνανε στα μέτωπα σφαγμένοι
Οι σημερινοί –Έλληνες και μη– δεν αρέσκονται σε τέτοιες ενθυμήσεις γιατί κατά βάθος έχουν φόβο θανάτου. Ο θάνατος έχει εξοριστεί από τη ζωή και την ψυχή τον σύγχρονου πολιτισμού, γι’ αυτό, εξάλλου, στην Αμερική φτιασιδώνουν τους νεκρούς κι ίσως ακόμη και η συνήθεια της «καύσης» να οφείλεται σ’ αυτό. Να εξαφανιστεί ο νεκρός, να μην πηγαινοέρχομαι για μνημόσυνα και προσευχές!
Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος κινείται στους αντίποδες. Μνημονεύει, και μέσα στη μνημόνευση, άλλοτε ανάβει ένα καντήλι, άλλοτε ένα κερί. Μα συνάμα βρίσκει ευκαιρία να δώσει περιγραφή του τι συμβαίνει όταν με χαμένο νόημα πορεύονται οι πολλοί:
Του λέω «υψώσανε κεραίες, σακατεύουν τον ορίζοντα.
Με οθόνες φράζουνε το μέλλον, φαρμακωμένα εληές και αμπέλια.
Τα παιδιά μας, άλλες φυλές. Κι ο τόπος, δες, ξερόφυλλα μέσ’ του Βορηά τα κύματα».
Φυσάει καπνό. Γύρω μυρίζει λιβανιά και Μεγαλοπαράσκευο.
Η ιστορία της Ελλάδας είναι γεμάτη από τραγικές στιγμές, από εμφύλιες διαμάχες από σπαραγμούς που σημάδεψαν τον τόπο. Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος εναλλάσσοντας ομοιοκατάληκτους στίχους με πιο πεζά κείμενα που κι αυτά κρατούν τον ποιητικό οίστρο ζωηρό, ξαναγράφει την ιστορία ποιητικά, σταματάει πιο πολύ σε πρόσωπα και εικόνες, εικόνες-θύμισες, εικόνες-μνημικές αισθήσεις και αποτυπώνει τραγικά τις διάφορες όψεις της ιστορικής ζωής μέσα από σειρά ποιημάτων που συνθέτουν κάτι σαν αφήγηση της ενθάδε πραγματικότητας. Γιατί δεν μένει μονάχα στο παρελθόν. Υπάρχουν σημεία όπου καταγγέλλεται η σημερινή πραγματικότητα:
Θα πούνε, τάχα, πως εμείς δεν ήμασταν ποτέ.
Θα θάψουν την φωνή μας τόνοι διαφημίσεις.
Και των παιδιών σας τα παιδιά- αν θα ζήσεις-
Πάνω στους τάφους, θα τα κάνουν χορευτές.
Κάπως εμβληματικά περιφέρονται στίχοι όπου κατέχει κεντρικό ρόλο η χλαίνη. Άλλοτε «με τα στιλβωμένα τα κουμπιά της», άλλοτε «απ’ του θανάτου φέγγος κρυφά λαμπρυσμένη, με την οπή νωπή στο αριστερό της το πλευρό», άλλοτε «χλαίνη φύλλων απ’ τα δάση». Η χλαίνη σε άλλες εποχές ήταν «σημείο κατατεθέν» συνδεμένη ολότελα με στρατιωτικές επιχειρήσεις, με πολέμους, με χιόνια. Βαρύ ρούχο, ευτυχώς που υπήρχε κι αυτό, πως αλλιώς ν’ αντέξεις τις παγωνιές, τις κακουχίες και τις ατέλειωτες πορείες. Υπάρχει μια τελευταία στροφή στο Χ ποίημα (πάροδος) με υπότιτλο Άνθη για τα τεφρά μαλλιά 1922-2023 όπου, αφού παρεμβληθεί ο στίχος: Μια τρύπια χλαίνη απόμεινε πάνω μας ειμαρμένη, λέει:
Σκεπάζει τα ορφανά κορμιά, τα σπίτια, τα βουνά,
κι από τις τρύπες της φυσά της ιστορίας άμμος:
Πίνδος, Βελούχι, Άγραφα, Λιοπέτρι, Πέργαμος.
Τα εγγόνια σας θα λένε «ούτε ξέρω, ούτε τους είδα
πουθενά».
Η χλαίνη και ο γέρος στρατιώτης μιλάνε. Η «άμμος της ιστορίας» ολοένα σκορπίζεται. Στις μέρες μας αποδομούν την ιστορία- όχι μονάχα στην Ελλάδα, την διαβάζουν μέσα από τα μικροσκόπια της Νεωτερικότητας, ουδέτερα, ψυχρά, αποστασιοποιημένα, απρόσωπα. Ο σύγχρονος άνθρωπος ούτε την τραγωδία αντέχει, ούτε την κάθαρση. Γι’ αυτό στο τέλος εκείνος ο στίχος για τα εγγόνια. Μπορεί να σταθεί χώρα-έθνος-λαός χωρίς την ιστορία του, τα πρόσωπα που έδωσαν μάχες και έπεσαν, τις μνήμες μακρινών και κοντινών συγγενών, τις οικογένειες που έσβησαν μέσα από απέραντες ταλαιπωρίες, ένα ατέλειωτο μαρτυρολόγιο που σε λαούς σαν τον ελληνικό χάνεται στους αιώνες, όμως ο λαός αυτός είναι αρχαίος αλλά δεν φαίνεται να είναι αρχαία και η μνήμη του. Κάθε τόσο γιορτάζονται επέτειοι με επισημότητα και παρελάσεις αλλά το νόημα, αυτό που στερεώνει με ξεχωριστή έμπνευση ο Δημήτρης Κοσμόπουλος απουσιάζει, στρεβλώνεται, αλλοιώνεται και κάτι ψίχουλα φτάνουν από μακριά, τα φέρνει ακόμη ο αέρας της μνήμης ή η καρδιακή αίσθηση, όσων παραμένουν ζωντανοί.
*Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το δοκίμιο «Το τέλος του ανθρώπου ή η παραμόρφωσή του» (εκδ. Αρμός).