
Η Μαρία Καλιόρη μας συστήθηκε πρόσφατα με την ώριμη συλλογή διηγημάτων «Οι καλοί πεζοπόροι», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ιωλκός.
Επιμέλεια: Λεωνίδας Καλούσης
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
«Οι καλοί πεζοπόροι», στα δέκα διηγήματα της συλλογής, μετακινούνται στο χρόνο και στο χώρο αναζητώντας ίχνη εαυτού ή ενός μεγάλου απόντα προκειμένου να κλείσουν μια παλιά ιστορία και να κάνουν το επόμενο βήμα. Η αναψηλάφηση του παρελθόντος, που έχει καθοριστεί από μια βίαιη αναμέτρηση με την Ιστορία κι έχει διαμορφώσει την προσωπική τους ιστορία, οδηγεί στην αναγκαία επιστροφή. Συχνά, ο χρόνος έχει παρέλθει και ο χώρος έχει μεταμορφωθεί. Ο γενέθλιος τόπος, μια άσκοπη περιπλάνηση γύρω από το τετράγωνο, μια μύγα που γυροφέρνει στον ακάλυπτο, η αποκάλυψη ενός μυστικού του επιστήθιου και νεκρού πια φίλου, η αμνηστία που δεν δόθηκε στον εξόριστο πατέρα, η επίσκεψη στα Κατεχόμενα, η χαλάουα της Αιγυπτιώτισσας Ριρής, οι benandanti του Φριούλι, το τέλμα του αδελφού-φροντιστή, φωτίζονται και ξαναφωτίζουν ετεροχρονισμένα τις ματαιώσεις των ηρώων. Στο ερώτημα, πότε αρχίζει και πότε τελειώνει μια ιστορία, «Οι καλοί πεζοπόροι» μοιάζουν να απαντούν με τρόπο διφορούμενο. Το τέλος του δρόμου τους οδηγεί αναπάντεχα σε καινούριο σταυροδρόμι, τίποτα δεν μοιάζει οριστικό. Ενίοτε καταφέρνουν και προχωρούν.
Η αναψηλάφηση του παρελθόντος, που έχει καθοριστεί από μια βίαιη αναμέτρηση με την Ιστορία κι έχει διαμορφώσει την προσωπική τους ιστορία, οδηγεί στην αναγκαία επιστροφή. Συχνά, ο χρόνος έχει παρέλθει και ο χώρος έχει μεταμορφωθεί.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
«Γεννήθηκαν – Έζησαν – Πέθαναν, είναι οι τρεις λέξεις που μπορούν να πουν όλες τις ανθρώπινες ιστορίες», λέει η ηρωίδα στο «Γκρέιντερ», το εναρκτήριο διήγημα. Ωστόσο, η καταγραφή αυτής της διαδρομής έχει ένα μοναδικό αποτύπωμα για τον καθένα και διαφοροποιείται σε κάθε αλλαγή εστίασης. Η απώλεια, το πένθος, η ματαίωση αλλάζουν σχήμα, μέγεθος, γιγαντώνονται ή μικραίνουν σε κάθε βήμα. Υπάρχουν πισωγυρίσματα και άλματα προς τα εμπρός. Αλλάζουμε κι εμείς οι ίδιοι καθώς περνά ο χρόνος, αλλάζουμε γράφοντας, κοιτώντας τη νέα μας εποχή να έρχεται κάθε λεπτό. Διαφορετικά, ίσως να είχαν ολοκληρωθεί όλα τα βιβλία με την Ιλιάδα.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Το καλοκαίρι στο πλοίο, ταξιδεύοντας για Πάρο, καθόταν δίπλα μου ένας κύριος. Ήταν ανήσυχος, η σύζυγός του είχε απομακρυνθεί από το οπτικό του πεδίο. Όταν επέστρεψε, ο άνθρωπος αναστατωμένος της είπε ότι δεν έπρεπε να την είχε αφήσει να περιφέρεται μόνη της. Του διηγήθηκε ενθουσιασμένη μια απρόσμενη συνάντηση στο διάδρομο με την Βιβή Κ., χαμένη φίλη για τριάντα χρόνια. «Μα τι λες, Ελένη, δεν είχατε χαθεί. Είχατε σκοτωθεί, τα ξεχνάς;». Η γυναίκα τον χάιδεψε στο μέτωπο και του είπε ότι δεν το θυμόταν αλλά δεν είχε σημασία πια, ούτε η Βιβή το θυμόταν. Όταν ο σύζυγος χρειάστηκε να πεταχτεί στο μπαρ, μου ζήτησε διακριτικά να την προσέχω γιατί «ξεχνάει και ξεχνιέται». Κι όμως σε μια ρωγμή ενθύμησης είχε πάει τριάντα χρόνια πίσω και πήρε κι εμένα μαζί της. Ακόμα σήμερα αναρωτιέμαι ποιος ήταν ο λόγος του τσακωμού και αν όντως συνάντησε τη Βιβή Κ. στο πλοίο. Πέφτουν επάνω μας οι ιστορίες, χρειάζεται μόνο να τις αφουγκραστούμε.
Οι συνειρμοί λειτουργούν ανεπίγνωστα μέσα από τη συναρπαστική διαδικασία της γραφής και ενός ατελείωτου ράβε ξήλωνε που επανέρχεται αδιάκοπα, μέχρι τη στιγμή της άπιαστης ολοκλήρωσης ενός χαρακτήρα που περιμένω να μου πει: ως εδώ και μη παρέκει.
Το αρχικό ερέθισμα παρασύρεται και μεταμορφώνεται από πρόσωπα και καταστάσεις που αποκτούν τη δική τους δυναμική. Οι συνειρμοί λειτουργούν ανεπίγνωστα μέσα από τη συναρπαστική διαδικασία της γραφής και ενός ατελείωτου ράβε ξήλωνε που επανέρχεται αδιάκοπα, μέχρι τη στιγμή της άπιαστης ολοκλήρωσης ενός χαρακτήρα που περιμένω να μου πει: ως εδώ και μη παρέκει. Κι ενώ όλα αυτά συμβαίνουν, η γλώσσα, αυτό το μαγικό εργαλείο, παραμένει η μόνιμη βάσανος, άλλη μία άνιση αναμέτρηση.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Η μουσική είναι κάτι υπερβατικό, με επηρεάζει πυρηνικά, δίνει ερεθίσματα, επουλώνει, αναμοχλεύει μνήμες. Ξυπνώ και κοιμάμαι με νότες. Σε αντίθεση με την ηρωίδα του «Γκρέιντερ», θα έλεγα ότι η μουσική είναι ο πιο άμεσος και περιεκτικός τρόπος να ειπωθούν όλες οι ιστορίες, τουλάχιστον οι δικές μου. Είναι το πιο γρήγορο ταξίδι, στιγμιαίος διακτινισμός προς κάθε κατεύθυνση. Οι νότες είναι οι κτύποι της καρδιάς. Η λογοτεχνία είναι η οικογένειά μου σε λέξεις, μια συνεχής ανατροφοδότηση. Ο κινηματογράφος, η ζωγραφική και η φωτογραφία ακολουθούν, εισβάλλουν με καταλυτικό τρόπο κι αιφνιδιάζουν τη διαμόρφωση μιας ιστορίας.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Όχι δεν είναι. Ωστόσο, αυτό που είναι σημαντικό να διαβαστεί, θα βρει το δρόμο του. Η λογοτεχνία βρίθει με περιπέτειες συγγραφέων που η πορεία και το αποτέλεσμα δικαίωσε την επιμονή και την υπομονή τους. Στην περίπτωσή μου, το υλικό που είχε συσσωρευτεί στο πέρασμα των συγγραφικών μου αναζητήσεων και πειραματισμών σχεδόν απαίτησε να βγει από το συρτάρι και να τυπωθεί. Κι όταν αυτό έγινε επιτακτικό, ήταν απλώς θέμα χρόνου και είχα την τύχη να με αγκαλιάσει ένας ιστορικός εκδοτικός οίκος.