
Για την ποιητική συλλογή της Μαρίας Πυρουνάκη Λιωνή «Βελονιές σκιάς» (εκδ. Ιωλκός).
Γράφει ο Κωνσταντίνος Γεωργίου
Νηπτικά παραγγέλματα
Τι συμβαίνει άραγε, όταν μια τεχνική κεντήματος, χρησιμοποιεί, αντί για μια συνηθισμένη κλωστή, τα γράμματα και τις λέξεις στο χαρτί; Γίνεται ποίηση, η ξεχωριστή και εσωτερική ποίηση της Μαρίας Πυρουνάκη Λιωνή, με τον ευρηματικό τίτλο «Βελονιές σκιάς» (εκδ. Ιωλκός). Με αυτήν την τεχνική κεντήματος, point d' ombre, κεντά η ίδια με σπουδή, υπομονή και τέχνη, από την ανάποδη του υφάσματος του βίου, το μελάνι πάνω στο φως σχεδιάζοντας τα σχήματα του κόσμου της, των πόθων και των ονείρων της. Ο καμβάς στα χέρια της ένας απέραντος αγέννητος ουρανός, έτοιμος να χωρέσει την ίδια και τους αγαπημένους της ανθρώπους με κάθε βελονιά σκιάς.
Η πρωτοπρόσωπη ποιητική φωνή διαρθρώνεται αφιερωματικά σε πέντε ενότητες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν και αποκαλύπτουν όχι μόνο τις πηγές έμπνευσης αλλά και τις πληγές της συνείδησης καθ' όλη τη διάρκεια του βίου, στην προσπάθειά της να εισέλθει στο άδυτο των περίκλειστων θυλάκων της αγωνίας της πονεμένης ύπαρξης που νιώθει την προσωρινότητά της μέσα στην φθορά του χρόνου και της απώλειας. Τα ανεπούλωτα τραύματα μετουσιώνονται σε λέξεις καθαρμού και λύτρωσης, μεταστοιχειώνουν την κατ' αίσθησιν βιολογική ενστικτωδώς αναγκαιότητα σε ισορροπημένη πνευματική ωριμότητα και σε συναισθηματική γαλήνη.
Ο S. Freud πίστευε ότι τα όνειρα είναι η βασιλική οδός για το ασυνείδητο. Πάνω σ' αυτήν την αρχή στηρίχτηκε και η θεωρία της ψυχανάλυσης που εισήγαγε. Η ποιήτρια, προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα, ως ψυχοθεραπεύτρια και η ίδια, αναγνωρίζοντας την παρηγορητική και θεραπευτική επίδραση που ασκεί ο ποιητικός λόγος, παρουσιάζει στο έργο της έναν άλλον δρόμο, τον δρόμο της τέχνης, την εκλεπτυσμένη γραφή, την μετασυμβολιστική οικείωση των συνυποδηλώσεων και των συνειρμών, την εκλογίκευση του συμβεβηκότος πάθους με την αποδοχή και την αναγωγή του σε υψηλής μορφής αισθητική δημιουργία. Πέντε ενότητες, πέντε σταθμοί, πέντε βελονιές, για να σχηματιστεί το δαχτυλίδι της ζωής, το φορεμένο πάντα στο δεξί χέρι της ποίησης, με το διάνυσμα των προσωπικών στιγμών της ποιήτριας στην ρωγμή του χρόνου να διαμετρά την πεμπτουσία της.
Πέντε ενότητες, πέντε σταθμοί, πέντε βελονιές, για να σχηματιστεί το δαχτυλίδι της ζωής, το φορεμένο πάντα στο δεξί χέρι της ποίησης, με το διάνυσμα των προσωπικών στιγμών της ποιήτριας στην ρωγμή του χρόνου να διαμετρά την πεμπτουσία της.
Εν αρχή ην ο λόγος, λόγος ποιητικός που καταυγάζει στις σελίδες του βιβλίου τον δρόμο της ποιητικής συνείδησης προς το αφανέρωτο, το αδιευκρίνιστο, το μυστηριώδες και το χαώδες. Η πρώτη ενότητα της συλλογής, με τον τίτλο ΠΟΙΗΣΗ, αποτελείται από το ομώνυμο ποίημα με την μορφή τεσσάρων στιχοσυνθέσεων που προσδιορίζουν τον ρόλο και την λειτουργικότητα του ποιητικού λόγου μετά την ευλαβική επίκληση της ποιήτριας σ' αυτόν. Η έντονη επιθυμία της παρακλητικής προστακτικής «Δείξε» μεταπίπτει στην αμετάκλητη βεβαιότητα της επαναληπτικής οριστικής «δείχνεις», ορίζοντας την ποίηση ως τόπο γενέθλιο, ως στίγμα και πυξίδα στο μεγάλο της ζωής της ταξίδιον, ως κίνηση, ως πυρακτωμένη γαιώδη ενέργεια προς τα άνω, πέταγμα υψηλό, αχρονικό και μοναχικό, μακριά από την τύρβη του πλήθους και τις κραυγές του.
ΠΟΙΗΣΗ
I
Δεῖξε μου
δρόμο στὸ χάος·
ὄχι προσωρινὸ
ὅπως στ' ὄνειρο.
III
Μοῦ δείχνεις
τόπο νὰ γεννιέμαι
σὲ φράσεις
στιγμῶν ἀνήμερων.
Αρματωμένη, λοιπόν, με τη χάρη και το φως της ποιητικής έκλαμψης η Μαρία Πυρουνάκη Λιωνή στις επόμενες τρεις ενότητες με τους χαρακτηριστικούς διαδοχικούς τίτλους, ΕΡΧΟΜΟΣ, ΜΕΓΑΛΩΝΑ, ΓΕΡΝΟΝΤΑΣ, αναλαμβάνει να μεταγράψει την χρονολογική πορεία των βιωμένων εμπειριών μιας ολόκληρης ζωής, να δώσει διέξοδο στην ανείπωτη σκοτεινή σκέψη που βαραίνει ανήμερη στα έγκατα της ψυχής τα φτερά της συνείδησης στο ταξίδι της επιστροφής, του νόστου σε ό,τι την εσχημάτισε και την επλήρωσε στο προγονικό φως της αναπότρεπτης μοίρας. Πρόκειται για μια συνομιλία με τον εαυτό της και τα πολλαπλά του είδωλα μέσα από τα κάτοπτρα του χρόνου, ένας διάλογος αναζήτησης, αλλά και επιβεβαίωσης του Είναι που στοχάζεται, απορεί, φιλοσοφεί, αισθάνεται, επιθυμεί και ζει με όλα τα συμπαρομαρτούντα του παρελθόντος, το οποίο ευδοκιμεί, είτε το θέλουμε είτε όχι, και στο παρόν, το λιπαίνει, το τρέφει και το διογκώνει μέχρι την τελική ολοκλήρωσή του πνευματικά και βιολογικά. Σαφής η επιρροή της πλατωνικής σκέψης, όπως εδιδάχθη υπό των ορφικών και των πυθαγορείων, ότι δηλαδή το σώμα είναι «σήμα», τάφος της ψυχής.
ΠΟΡΕΙΑ
Πένθος ἡ γέννηση·
χοάνη ἀνοιχτή·
σκοτεινῆς θαλπωρῆς
μνῆμα.
Ἀνάσες ξέπνοες
μέτρο διαρκείας
ἀτελῶν διοδίων
σὲ Ἰδιωτική Ὁδὸ
χιλιομετρημένου γκρεμοῦ.
ΑΧΡΟΝΟ
Τὸ μέσα μου παιδὶ
ἀνυπότακτο,
ἀνυπάκουο,
ἀνυποψίαστο
τῆς ἔξω του φθορᾶς,
μὲ μάτια κλειστὰ
ζεῖ ἀνάσες, εἰκόνες, μυρουδιές,
ταξιδεύει στὶς στιγμὲς καὶ παίζει.
Η αναπόληση, η ανάμνηση, η νοσταλγία χρόνων αλλοτινών δίνουν στο ποιητικό υποκείμενο το έναυσμα, παρέχοντας μια συνολική των πεπραγμένων εποπτεία του ώριμου πλέον στοχασμού, να αναλογιστεί το νόημα της ύπαρξης και να διαισθανθεί την αλήθεια υπό το βάρος της φθοράς, του πόνου και της ματαίωσης. Οι πνευματικές της αναζητήσεις, οι φιλοσοφικές της διατάσεις εξαγνίζουν το συναίσθημα που επιζητεί εναγωνίως την ευφορία της εσωτερικής πληρότητας και την ομορφιά της αρμονικής συνύπαρξης του νου και της καρδιάς.
ΕΥΧΗ
Ἕνα βυθόμετρο νὰ εἶχα τῆς ψυχῆς,
ἀνήμπορη νὰ δῶ,
ἀνήμπορη νὰ ξέρω.
Σ' ἀχτίδα μυθικὴ
σκαρφάλωνα παιδὶ
πότε στὸ ἄστρο
—τὸν κρυφὸ θεό—
νὰ φωτιστῶ,
πότε στὴ φάτνη
χαμηλὰ
γιὰ νὰ κουρνιάσω.
Μιὰ δέσμη ἀχτίδες
τώρα ἀναζητῶ,
οἱ ἀκροβάτες ἑαυτοὶ
χορεύοντας καὶ γνέφοντάς μου
ἀκροπατοῦν
στῆς γνώσης τὸ ἄκρο
ἢ στῆς καρδιᾶς μου τὸν βυθό.
ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ
Εἶδα κατάλοιπα
στὶς ἀποθῆκες
ἀσυνάρτητα,
ἀνάκατα, ὅπως στ' ὄνειρο·
τὰ πρόσωπα, οἱ χρόνοι, οἱ τόποι.
Φωτίζει τὸ παρὸν
ἡ ἀμφίεση τοῦ τότε·
ἀνάστασης νεκρῶν
ἀντίτιμο
τοῦ Χάρου ὀβολός.
Κι όσο το φως λιγοστεύει, κι όσο περισσότερο μικραίνει η προοπτική του χώρου γύρω της, κι όσο περισσότερο λιγοστεύουν οι άνθρωποι και μικραίνουν οι ώρες, η ποιήτρια αναμετρά τις μέρες και τα χρόνια με την αλάθητη διαίσθηση που ασκείται ανυποψίαστα εντός πεδιάς, που συνεχώς διογκώνεται, που συνεχώς μεταμορφώνεται, στην απέραντη μοναξιά της αλήθειας της, στα απάτητα μονοπάτια του ανεξακρίβωτου μυστηρίου. Η ποιητική συνείδηση ένα χωνευτήρι στιγμών, αντιθέσεων και αντανακλάσεων που εγγίζει την φυσική διαλεκτική της κοσμικής αρμονίας.
ΔΙΑΤΤΩΝ
Σ' ἀστροπελέκια
καὶ πανσέληνους
μὲ συναντῶ.
ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ
Μὲ σκέπασα
— καθρέφτη τῶν ἄλλων·
καὶ εἶδα ἐμένα.
Είναι πραγματικά άξιος θαυμασμού ο τρόπος με τον οποίο σμιλεύει αυτά τα ολιγόστιχα κομψοτεχνήματα του λόγου η Μαρία Πυρουνάκη Λιωνή. Ποιήματα που θυμίζουν την απλότητα, τη λιτότητα, την ομορφιά αρχαίου ελληνικού ναού, δωρικού ρυθμού, που οι συμμετρικές του γραμμές στις αναλογίες της φύσης ορθοτομούν τις παρυφές της λευκότητας του μαρμάρου κατά τρόπον αρμονικό, αέρινο, διατηρώντας όμως την στιβαρότητα των περίπτερων κιονοστοιχιών στα κρηπιδώματα των λέξεων. Τίποτα περιττό, τίποτα υπερβολικό, τίποτα ελλειπτικό, τα πάντα ομοιάζουν στα ανθρώπινα μέτρα, με την αφαιρετικότητα που τους πρέπει κάθε φορά και την γλυκιά ισορροπία της χρυσής τομής.
Τα ποιήματα των δύο τελευταίων ενοτήτων της συλλογής, Τ' ΑΣΤΕΡΙΑ ΜΟΥ και ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΜΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ, απευθύνονται σε ένα Εσύ, είναι μικρές αναθηματικές ελεγείες στα πρόσωπα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος, στον πατέρα, την μητέρα, τους αδελφούς, που παρότι έφυγαν, παραμένουν ζωντανοί όσο ποτέ στην μνήμη και στην καρδιά της ποιήτριας, γίνονται αστέρια που φωτίζουν τις άτμητες νύχτες της θλίψης σαν αναμμένα καντηλάκια στον δικό της ουρανό. Πόνος βουβός, πιο δυνατός κι απ' την σιωπή, πιο ισχυρός κι απ' τον ίδιο τον θάνατο. Η οδύνη του αποχωρισμού και της απώλειας, η έλλειψη και η πίκρα της αποστέρησης που αδυνατίζει τους ίσκιους κι αλαφρώνει την θύμηση σε μια ακροβασία νοητική μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας στο τεντωμένο σχοινί της αγάπης, που σαν ομφάλιος λώρος θρέφει τα σεπτά αποκυήματα της υψηλής Τέχνης της Ποιήσεως, σαν νήμα που ράβει τις αιμορροούσες πληγές με κάθε βελονιά σκιάς, θυμίζοντάς μας τους καβαφικούς στίχους «Εἰς σὲ προστρέχω Τέχνη τῆς Ποιήσεως,/ ποὺ κάπως ξέρεις ἀπὸ φάρμακα·/ νάρκης τοῦ ἄλγους δοκιμές, ἐν Φαντασίᾳ καί Λόγῳ».
ΠΑΤΕΡΑΣ
Πόσα
νήματά σου
μὲ πᾶνε,
μὲ φέρνουν.
Κι ὁ στίχος μου
σιωπᾶ.
ΜΑΝΑ
Ὅταν τὸ σῶμα σ' ἀποφυλάκισε,
γαλήνεψα.
«Πᾶρτε το,
ἀρκετὰ τὴν ταλαιπώρησε».
Δὲν θὰ ξαναπῶ «μαμά»
— μονολογώντας μόνο.
Τὴν ἄλλη μέρα
ἦταν ἡ χούφτα μου
χάδι στὰ μαλλιά σου.
Ριπὲς στ' ἀκροδάχτυλά μου
τὸ ἀποτύπωμά σου.
ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ
Πῶς νὰ ὁρίσω
τὸ φυλακτό μου
τὸ πάντα
ἀόρατο;
Δοκιμές, λοιπόν, ή βελονιές, νήματα, ραψίματα, κεντήματα, αριστουργήματα, τα οποία φιλοτεχνεί η Μαρία Πυρουνάκη Λιωνή με την ευλάβεια, την σεμνότητα και την αξιοπρέπεια της κατασταλαγμένης συνείδησης, που θρηνεί σιωπηλά μπροστά στην δεδηλωμένη αποδοχή του αναπότρεπτου και της μοίρας, της ανάγκης και της φθοράς. Νηπτικά παραγγέλματα της ξάγρυπνης συνείδησης και των νηφάλιων στοχασμών της που περιελίσσονται εν τέχνη στο δέντρο της ζωής και της φιλοκαλίας του πένθους.
ΑΦΑΝΤΟΣ
II
Ἄδεια κοχύλια
νὰ σὲ θυμίζουν.
Πόσα ἄδεια κοχύλια
ν' ἀντέξω;
*Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι ποιητής. Η τελευταία του συλλογή έχει τίτλο «Σε πτώση δοτική» (εκδ. Ιωλκός).