Για την ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη «Αρχαίος πίθηκος» (εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα: από τη θεατρική παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό» στο Φεστιβάλ της Αβινιόν (1978) © Wikipedia.
Γράφει η Ευσταθία Δήμου
Βαθιά και καίρια ανθρωπογνωστική η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη, όπως διαμορφώνεται και με την τελευταία της ποιητική συλλογή, Αρχαίος πίθηκος (εκδ. Πόλις), επιχειρεί μια καταβύθιση στην πρώτη αρχή του ανθρώπου, στην προέλευση και τη συγκρότησή του από μιαν άυλη, βασικά, ύλη· από μιαν ενέργεια που δεν αποκαλύπτει την πηγή της αλλά την απόληξη και τη μορφοποίησή της, κυρίαρχα, σε ανθρώπινη πράξη, σε ανθρώπινο γεγονός.
Αυτός είναι και ο λόγος, ίσως, που τα ποιήματα της συλλογής ανοίγουν έναν διάλογο με το παράλογο, το ανοίκειο, το ανορθόδοξο, έτσι που να μοιάζουν στιγμιότυπα αντλημένα από ένα θέατρο στο οποίο κυριαρχεί και προεξάρχει, ως κινητήρια δύναμη της δράσης, η μεταμόρφωση. Πρόκειται για τη δυναμική και γεμάτη εκπλήξεις πορεία από μιαν αρχή σε έναν στόχο ή καλύτερα σε έναν στίχο που αποτελεί την κορύφωση της δημιουργικής και διαλεκτικής διαδικασίας που λαμβάνει χώρα μέσα στο ποίημα, συστοιχεί όμως με την εξωτερική πραγματικότητα και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να αποτελεί ουσιαστικά μια αναπαραγωγή και μια ανατομία της.
Ένα σύμπαν γεμάτο από «σπασμένες», σπασμωδικές κινήσεις είναι το ποιητικό σύμπαν της Κουτσουμπέλη, ένα σύνολο από αντιδράσεις και ενστικτώδεις αναλαμπές που συνέχονται από μια λογική, μια ερμηνευτική λογική της βαθύτερης ουσίας και του νοήματός τους. Εδώ ακριβώς έγκειται η βαθιά αλήθεια και η ουσιαστική πρωτοτυπία της ποίησης της δημιουργού.
Ερμηνεία του ανερμήνευτου
Στο γεγονός δηλαδή ότι επιχειρεί να ερμηνεύσει το ανερμήνευτο που η ίδια τεχνουργεί. Πρόκειται για την ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσεται μέσα στη δημιουργική συνείδηση ανάμεσα στην σύλληψη και την εξήγησή της με ενδιάμεσο σταθμό και κιβωτό το ίδιο το ποίημα. Γι’ αυτό και τα ποιήματα –όλα σχεδόν– μοιάζουν να ισορροπούν απόλυτα ανάμεσα στην πλαστότητα και την αποκάλυψή της, ανάμεσα στο πλασματικό και στην αλήθεια που αυτό φέρει κατάσαρκα. Και είναι η αλήθεια αυτή τόσο φωτεινή και τόσο αιχμηρή που να γεμίζει με φως και αίμα όλους τους στίχους ακόμα κι αν αυτή στρέφονται, και μάλιστα με ιδιαίτερη θέρμη και ζήλο, στην κάλυψη και την απόκρυψή της.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι πίσω και πάνω από το ποίημα στέκει ένας ιθύνων νους, μια φωνή και ένα βλέμμα που συνυφαίνονται σε μια ενιαία ύπαρξη.
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι πίσω και πάνω από το ποίημα στέκει ένας ιθύνων νους, μια φωνή και ένα βλέμμα που συνυφαίνονται σε μια ενιαία ύπαρξη η οποία εύλογα θα μπορούσε να ταυτιστεί με το ποιητικό υποκείμενο. Εδώ ακριβώς έγκειται η δεύτερη ιδιαιτερότητα του ποιητικού λόγου της Κουτσουμπέλη.
Γιατί αυτή η φωνή και η ματιά που μοιάζουν να είναι της δημιουργού είναι, στην πραγματικότητα, το αντίθετό της. Είναι η σιωπή και η αποστροφή του βλέμματος μέσα σε μια συνθήκη που θυμίζει την εναγώνια επαφή του ανθρώπου με ό, τι τον θλίβει και τον πονά, με ό, τι τον στιγμάτισε και εξακολουθεί να τον σφραγίζει κατά τρόπο οδυνηρό και ακατάβλητο:
Είμαι ο σκηνοθέτης, ο συγγραφέας, το κείμενο
το μικρό σκίσιμο στην κουίντα.
Γκοντό ή Γκοντ,
Μεγάλο Θιασιώτη ή Άδειο Κουστούμι,
όπως και να με αποκαλέσετε,
δεν είμαι παρά το τεράστιο στόμα που θα σας καταπιεί.
(«Περιμένοντας τον Γκοντό»)
Παρουσιάζεται λοιπόν το εξής παράδοξο. Ενώ φαίνεται ότι η ποιητική συνείδηση καθοδηγεί και κατευθύνει το ποίημα, στην πραγματικότητα αυτό εκτυλίσσεται υπό το βάρος της αντίδρασης και της απώθησης της δημιουργού προς ό,τι αποτελεί την πρώτη ύλη της. Τα βιώματα, οι εμπειρίες, οι εικόνες, οι διαπιστώσεις γίνονται διατυπώσεις άλλοτε οξύμωρες, άλλοτε αντιφατικές, άλλοτε αιχμηρές και οδυνηρές, πάντοτε όμως επενδεδυμένες τη χάρη και τη δυνατότητα του λόγου να αποκαλύπτει κρύβοντας, να φανερώνει καλύπτοντας, να επιφέρει πόνο απαλύνοντας.
Η Κουτσουμπέλη εισέρχεται μέσα στον τρόπο αυτόν και αφήνεται σε αυτού του είδους τον δημιουργικό διχασμό χωρίς όμως –και αυτό είναι το σπουδαιότερο- να θυσιάζει τη μία πτυχή στην άλλη. Ίσα ίσα που η αγωνία της φέγγει ξεκάθαρα, το ίδιο και η αφοσιωμένη στα ανθρώπινα ματιά της.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη γεννήθηκε το 1962, σπούδασε Νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργάστηκε στον τραπεζικό τομέα. Έχει εκδώσει δέκα ποιητικές συλλογές, δύο μυθιστορήματα και δύο θεατρικά έργα. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, στα Ισπανικά, στα Γερμανικά, στα Γαλλικά, στα Βουλγαρικά, στα Τουρκικά, στα Ιταλικά και στα Σλοβενικά, έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξενόγλωσσα περιοδικά και έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες στην Ευρώπη, στον Καναδά και στην Αμερική. Αντιπρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, μέλος του Κύκλου Ποιητών και της Εταιρείας Συγγραφέων. |
Τίθεται όμως πάντα κάτω από την επιφάνεια του ποιήματος την οποία άλλοτε αφήνει αδιατάρακτη και άλλοτε ρυτιδώνει απαλά ακριβώς για να υπενθυμίσει την παρουσία και τη θεμελιώδη της σημασία ως κινητήρια δύναμη της ποιητικής ιδέας.
Πολύ συχνά δίνεται η εντύπωση ότι η ποιήτρια δεν παρουσιάζει μονάχα το ποίημα, αλλά και την ποιητική του, τον τρόπος δηλαδή διευθέτησης του υλικού της.
Το ποίημα, ωστόσο, δεν μένει ούτε εξαντλείται εκεί. Ίσα ίσα που αυτονομείται απόλυτα ως ύπαρξη και μπαίνει σε μια διαδικασία διεκδίκησης της μοναδικότητάς του μέσα από την κατοχύρωση των κανόνων και των αρχών της σύνθεσης και της επικοινωνίας του με τον αναγνώστη. Γιατί, πολύ συχνά, δίνεται η εντύπωση ότι η ποιήτρια δεν παρουσιάζει μονάχα το ποίημα, αλλά και την ποιητική του, τον τρόπος δηλαδή διευθέτησης του υλικού της, τον συνδυασμό των εικόνων, την υπαγωγή τους σε μια ροή που είναι βέβαια (προ)μελετημένη, δίνει όμως την αίσθηση της στιγμής κατά την οποία συλλαμβάνεται.
Όλα τα παραπάνω αναδεικνύονται ευκρινέστερα στα πρόσωπα που περνούν μέσα στα ποιήματα και διαμορφώνουν την παράδοξη αίσθηση ότι αποτελούν ουσιαστικά ανθρώπινες συλλήψεις οι οποίες είναι οι εκδοχές μίας και μόνης ύπαρξης –του ανθρώπου εκείνου της εποχής και κάθε εποχής που αποσχίστηκε από τον εαυτό του για να αγγίξει κάτι μακρινό, κάτι άπιαστο, κάτι ιδανικό και είδε την αποκόλλησή του αυτή να μετατρέπεται σε πληγή που χαίνει, που συνεχώς αιμορραγεί.
Θεατρικοί ήρωες
Οι ήρωες της Κουτσουμπέλη είναι ξεκάθαρα θεατρικοί, παραπέμπουν μάλιστα στους ήρωες του θεάτρου του παραλόγου έτσι όπως δένονται με το ανεξήγητο, με το ανεκδιήγητο της ύπαρξης.
Στο σημείο αυτό ανοίγει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον πεδίο έρευνας και μελέτης του βαθμού στον οποίο τα πρόσωπα αυτά, που συνιστούν αναμφισβήτητα μια εξεικόνιση του ανθρώπου της εποχής μας συγγενεύουν πράγματι με τους ήρωες του θεάτρου του παραλόγου το οποίο προέκυψε μέσα σε διαφορετικό κλίμα και υπό την πίεση άλλων συνθηκών.
Οι υποθέσεις που μπορούν να γίνουν είναι πολλές, βασική όμως είναι η παράμετρος του σύγχρονου αδιεξόδου ενώπιον του οποίου βρίσκεται ο σύγχρονος άνθρωπος λόγω ακριβώς της αποτυχίας του σύγχρονου κόσμου να εξασφαλίσει για το ανθρώπινο συναίσθημα έναν χώρο υποδοχής και εκδήλωσης.
Έτσι, αν στο θέατρο του παραλόγου οι ήρωες πάσχουν από συναισθηματική ατροφία, στην ποίηση της Κουτσουμπέλη πάσχουν από συναισθηματική αδεξιότητα. Από την αδυναμία, την απροθυμία, την ανικανότητα να υπερασπιστούν αυτό που νιώθουν ως εμπειρία και πράξη ζωής, ως θεμέλιο και πήχη μαζί της ύπαρξής τους:
Παράλογοι που γίνονται οι άνθρωποι
αφού τελικά το μόνο που παραλύει
είναι ένας μυς απ’ τη θωρακική κοιλότητα
που τα παλιά χρόνια ονομαζότανε καρδιά.
(«Οι παράλογοι άνθρωποι»)
* Η ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ είναι ποιήτρια και φιλόλογος.