
Για την ποιητική συλλογή της Ειρήνης Ρηνιώτη «Κόκκινη γραμμή» (εκδ. Άγρα). Κεντρική εικόνα: πίνακας της Hanna Sidorowicz.
Γράφει η Αντιγόνη Βλαβιανού
Στην παρούσα ποιητική συλλογή, έχουμε μια κόκκινη γραμμή που σηματοδοτεί –από τον τίτλο της συλλογής ήδη– την πρόθεση διαχωρισμού του πάνω από το κάτω, του δεξιά από το αριστερά, του έσω από το έξω, του πριν από το μετά ή, μήπως, κυρίως, του εσύ από το εγώ σε οριακή τροχιά; Συνιστά προειδοποιητική γραμμή ασφαλούς ή αδιαπραγμάτευτου ορίου, γραμμή προστασίας ή εξορίας και τιμωρητικού εξοστρακισμού;
Τι παραλληλίζει, εν τέλει, και ποιας χαμένης λεπτής ισορροπίας –μελλοντικής ή τετελεσμένης– την απειλή μάς μεταγγίζει αυτή η ισάριθμη –σε επίπεδο τυπογραφικών ψηφίων (13 και 13)– κόκκινη γραμμή δίπλα στο όνομα της ποιήτριας στην ονομαστική;
Ας φυλλομετρήσουμε λίγο τη συλλογή από την αρχή. Αν αληθεύει το credo της Άντειας Φραντζή ότι «ποίηση γράφει κανείς με το σώμα του – γιατί δεν υπάρχει πνεύμα, νους, ψυχή ή όπως αλλιώς να το ονομάσουμε, που να είναι αποχωρισμένο από το σώμα», είναι εξίσου αληθές, κατά την ίδια, ότι δεν γράφει ποίηση κανείς μόνο με το σώμα «που διαθέτει [, αλλά] και με αυτό που στερείται».
Σώμα–φύση
Στην ποίηση της Ρηνιώτη, όμως, το σώμα-φύση, ως υπόσταση εγγενώς διφυής, δεν καθιστά σαφές αν συνιστά συνέπεια πατρικής συμβουλής,
Συναντηθήκαμε στις όχθες τ’ ουρανού. Πλάνιζε τον κορμό μιας λεύκας. Με ροκανίδια ύφαινε διάστικτο ρούχο, […].
Σαν έρθει η ώρα [,] το φοράς, είπε. Ν’ απλώσεις ρίζες μες στη γη. Να γίνεις δέντρο
όπως διαβάζουμε στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής (με τίτλο «Συνάντηση» και μότο: στη μνήμη του πατέρα μου), ή αποτέλεσμα πτώσης (Το σώμα [δέντρο] γέρνει κάποτε στο έδαφος. […] [Η μνήμη] γίνεται γκρεμός. Γίνομαι πέτρα. Γλιστράω στα βάθη του. «Κόκκινη γραμμή» Δ΄), συνέπεια διαφυγής «παίρν[οντας] τον δρόμο της γραφής» («Διαφυγή») ή, αντιθέτως, επιστροφής:
Γιατί επιστρέφεις στο μέλλον που αρνήθηκες, εσύ, που έφυγες νωρίς –χωρίς να πεις μια λέξη– […]. Έρχονται μέρες που δεν ξέρω ποια είμαι. Διασχίζουν το στήθος μου αλλόφρονα ζαρκάδια. Ξέσπασε πυρκαγιά στην πλαγιά. Δάσος είμαι. («Κόκκινη γραμμή» Γ΄)
Θέλοντας και μη, το σώμα-φύση (δέντρο, πέτρα, δάσος) στην ποίηση της Ρηνιώτη, που προσηλώνεται «μονομερώς στην ύπαρξή [του], αναζητ[ώντας] […] πιθανές εκδοχές του εαυτού [του]» («Έκθεση»), με επιστρέφει σ’ εκείνη την έμπλεη αγάπης και σεβασμού προσοχή που χαρίζουμε, ενίοτε, στη φύση (στα φυτά, τα ορυκτά, τα ζώα, τα τοπία), απλώς και μόνον «επειδή είναι φύση», οία την περιγράφει –καταγράφει, μάλλον– ο Φρίντριχ Σίλλερ στο δοκίμιό του «Περί αφελούς και συναισθηματικής ποιήσεως» (1795, 1798).
Η φύση ως αυτόβουλο όν
Προσοχή, όμως, μιλώ για τη φύση ως αυτόβουλο ον και αυτοδύναμη υπόσταση· μιλώ για την αρέσκεια μιας προσοχής όχι αισθητικής αλλά ηθικής υφής· μιλώ, άρα, για την αγάπη που αξιώνει η φύση –και τα στοιχεία/αντικείμενα που τη συνθέτουν– όχι αυτή καθαυτή αλλά ως αγάπη της ιδέας που εξεικονίζει, επειδή –για να υιοθετήσω τα ακριβή λόγια του Σίλλερ– «τ’ αντικείμενα αυτά είναι ό,τι εμείς είμαστε κάποτε· είναι ό,τι εμείς οφείλουμε να γίνουμε και πάλι.» Πλην όμως, η προσοχή και η μνήμη που αφυπνίζουν τα εν λόγω αντικείμενα, η ιδέα της χαμένης αθωότητας που εξεικονίζουν –όπως στο ποίημα σε πεζό
Θεριεύει στο νου το χορτάρι της θύμησης. Στων εγχόρδων τον ρυθμό ψηλώνει η χλόη, καθώς κρυβόμασταν παιδιά πίσω από τις ροδιές, κρυφακούγοντας το σκίρτημα της ρίζας στον αναστεναγμό των καρπών. Τώρα σωπαίνουμε με κομμένη ανάσα στα χαρακώματα, αντικρίζοντας στο πρόσωπό μας τον εχθρό· […] («Κόκκινη γραμμή» Β΄, σ. 18)–
ερείδεται πάνω σ’ ένα πνεύμα ηθικό, που δεν διαχωρίζει τον ζωντανό από τον νεκρό –καθώς η ποιήτρια λογαριάζει τον τελευταίο ως σύντροφο παρήγορο και καθησυχαστικό («Με συντροφεύουν οι νεκροί, ατάραχοι στη συμφορά, απαθείς στη φθορά, συνεπείς στην απουσία», διαβάζουμε στην εγγραφή 9 της υποενότητας «Στιγμιότυπα»)–, αλλά τον ζωντανό από τον ζωντανό, γιατί «το χορτάρι [μπορεί να αποβεί] καρφί σε ολόγυμνη φτέρνα» («Στιγμιότυπα» 21).
Εδώ εδράζεται το πένθος· εδώ και της κόκκινης γραμμής η πρώτη χαρακιά.
«Τράβηξα μια κόκκινη γραμμή ανάμεσα σ’ εμένα και στους ζωντανούς που πενθώ»,
γράφει η Ρηνιώτη στο ποίημα Δ΄ της ομώνυμης ενότητας «Κόκκινη γραμμή» σε α’ πρόσωπο ενικό, και επανέρχεται στο ίδιο πένθος στο ποίημα Στ’ της εν λόγω ενότητας, μ’ ένα μικρό διασκελισμό:
«Πενθώ μ’ αγκάθια θρύψαλα. Την πέρασες την κόκκινη γραμμή. Και σ’ εξορίζω», προτού επιστρέψει –με μιαν αντίστιξη εντυπωσιακή που μαγνητίζει τον αναγνώστη, περνώντας διαδοχικά από το β’ πρόσωπο του ενικού στο α’ πρόσωπο ενός εγώ αυτο-τιμωρού: «Την πέρασα την κόκκινη γραμμή. Και μ’ εξορίζω.» (ποίημα Ζ΄).
Η κόκκινη γραμμή, από οριοθέτηση σθεναρή, μετουσιώνεται αιφνιδίως σε σύνορο περιχαράκωσης και, συγχρόνως, σε ανάληψη ευθύνης μιας «καρποφόρου» οργής έναντι του «τρόπαιου-τραύματος».
Η κόκκινη γραμμή, από οριοθέτηση σθεναρή, μετουσιώνεται αιφνιδίως σε σύνορο περιχαράκωσης και, συγχρόνως, σε ανάληψη ευθύνης μιας «καρποφόρου» οργής έναντι του «τρόπαιου-τραύματος» (μεταβαίνοντας, μ’ ένα μεγαλύτερο διασκελισμό, στο ποίημα «Ηλιοτρόπιο» εδώ), που μετατρέπει αυθωρεί την ποιήτρια-«σπαραγμένη γυναίκα» σε «γυναίκα σπάραγμα», για να υιοθετήσω και πάλι μιαν ερμηνευτική διατύπωση της Άντειας Φραντζή.
Μοναδικό πεδίο οδυνηρής απολογιστικής, όμως, και αναδρομικής βολής, συγχρόνως, είναι το μένος μιας μνήμης κραταιής ερήμην της ποιήτριας –που «δεν θέλ[ει] να θυμά[ται] δις (σ. 22)–, η οποία –αθροίζοντας «αναχωρήσεις, αιφνίδια πετάγματα και ακούσιους χωρισμούς» («Κόκκινη γραμμή» Α΄)– μεταμορφώνει τον πρώην ανθισμένο κήπο σε άνυδρο τοπίο μιας «στέρφα[ς] γη[ς]» (στο ίδιο).
Όπου κι αν αγγίξεις σκιρτά η μνήμη. […] («Κόκκινη γραμμή» Α’)
Όπου κι αν αγγίξω, σκιρτά η μνήμη, σου λέω.[…] Γίνεται γκρεμός. Γίνομαι πέτρα. […] («Κόκκινη γραμμή» Δ’).
Ο δυναστικός μηρυκασμός του σεφερικού στίχου από το Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄, που προτάσσεται –εν είδει επιγραμματικής προοικονομίας– στην αρχή της ενότητας «Κόκκινη γραμμή», δεν μας παραπέμπει μόνο, μέσω του ομολογημένου δανείου, στο ποίημα-φλέβα/πηγή, αλλά μας επιστρέφει ipso facto στα λόγια του Εκκλησιαστή: υπάρχει «καιρός του βαλείν λίθους και καιρός του συναγαγείν λίθους».
Στον καιρό του απολέσαι
Εδώ εδράζεται η κρίσιμη καμπή που επιτελείται εν τω γεννάσθαι της συγκεκριμένης ελεγειακής ποιητικής συλλογής: στο πέρασμα από τον καιρό του ζητήσαι στον καιρό του απολέσαι, από τον καιρό του φυτεύσαι στον καιρό του εκτίλαι το πεφυτευμένον, πρωτίστως, όμως, από τον καιρό του φυλάξαι και σιγάν στον καιρό του εκβαλείν και λαλείν:
«Είμαι η αλλαγή που αδιόρατα συμβαίνει», ομολογεί λιτά η ποιητική φωνή, χωρίς δραματικές εντάσεις και μελοδραματισμό, γιατί η ελεγεία στην ποίηση της Ρηνιώτη αποβαίνει τοπίο εσωτερικό και προνόμιο αναγνωστικής βάδισης σ’ ένα κομμάτι γης άκρως ιδιωτικό. Πλην όμως, η εν λόγω εσωτερική ελεγεία δύναται απρόσμενα να μετατρέψει αλληγορικά το προσωπικό βίωμα σε εμπειρία υβριδική, επιτρέποντάς μας συγχρόνως να ανιχνεύσουμε –τόσο μόνον– μιαν υπόρρητη αναγνωστική επιρροή στης Ρηνιώτη την ποιητική γραφή.
Παραπομπή στον Σεφέρη
Αναφέρομαι σ’ ένα ποίημα κομβικής σημασίας, κατ’ εμέ, όπου –μέσα από τη λάμψη των ματιών της ποιήτριας– ο κόσμος των λέξεων/ψαριών –«απολεπισμένων» και «γδαρμένων» στο «πανέρι των εννοιών»– ως a priori ανεπαρκής, αποκαθαίρεται μέσω μιας δυνάμει επιστροφής στην αμφίβια υπόσταση μιας ιριδίζουσας ορμής, σχεδόν ερωτικής, εξ ου και η υπαινικτικά ειρωνική πρόσκληση/πρόκληση του ψαρά («Αν μπορείς –χωρίς ωκεανό–, φτιάξε μ’ αυτές τις λέξεις ένα ποίημα πλωτό»), που μας παραπέμπει –εμένα τουλάχιστον, ομολογώ– στον σεφερικό στίχο «Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ’ναι για μας πλωτός;» από τη Στροφή.
Η εσωτερική ποίηση της Ρηνιώτη, διόλου περιγραφική, δημιουργεί νέα ακούσματα ακόμη και όταν ανακαλεί στη μνήμη παλαιότερα ακούσματα, σε αγαστή συναρμογή με τη δική της φωνή.
Εξίσου υπόρρητη ελέγχεται και η επιρροή της Αναΐς Νιν στης Ρηνιώτη τη γραφή, σαν λάμψη εμμονική στο αυλάκι που χαράσσει η ενότητα «Στιγμιότυπα», οργώνοντας με 24 μονόστιχα του ποιητικού σώματος-φύσης τη γη. Διαβάζω στο «Στιγμιότυπο 20» της συλλογής: «Δυσεπίλυτα τα δεσμά εκεί όπου αγάπησα ή ήλπισα, έστω», και ψηλαφώ τα ίχνη από της Νιν τον πεζογραφικό ιστό:
«Όλα τα κορδόνια λύνονται εύκολα, εκτός από κείνο που με κρατούσε δεμένη σ’ ό,τι αγαπούσα.» («Λαβύρινος», Η γυάλινη καμπάνα)
Η εσωτερική ποίηση της Ρηνιώτη, διόλου περιγραφική, δημιουργεί, λοιπόν, νέα ακούσματα ακόμη και όταν ανακαλεί στη μνήμη παλαιότερα ακούσματα, σε αγαστή συναρμογή με τη δική της φωνή. Πλην όμως, στην τελευταία ενότητα της συλλογής, με τίτλο «Έξοδος», –μετά τις συμβολικές δέκα πληγές μιας «Διαθήκης» προσωπικής, που εκθέτει στα «Στιγμιότυπα» και, πρωτίστως, στην «Κόκκινη γραμμή»–, η ποιήτρια –αντί για δέκα εντολές– περιορίζεται να καταθέσει τρεις μεγάλες προσωπικές της οφειλές «στη μνήμη του Arthur Rimbaud, της Sylvia Plath και του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου».
Οφειλή στην Plath
Επιλέγω να σταθώ στη δεύτερη οφειλή, η οποία –με τον κυριολεκτικό τίτλο «Χρονικό»– επιχειρεί να μεταγράψει σε γ’ πρόσωπο ενικό όχι μόνον την επιθυμία θανάτου της Αμερικανίδας ποιήτριας, αλλά αυτή καθαυτή την αυτοχειρία της, στα όρια μιας –ένθεν κακείθεν– προσωπικής εμπειρίας, «με τις λέξεις κατάσαρκα, […] με μια γλώσσα που χαράσσει τα λάθη μας στις αναπάντεχες ρωγμές της».
Μέσα από ένα λόγο/λυγμό γυμνό και αναμηρυκαστικό, που εισχωρεί «τόσο βαθιά στην άβυσσο του όχι» –για να θυμηθώ την ποιήτρια Νανά Ησαΐα, πρώτη μεταφράστρια της Σύλβια Πλαθ στα ελληνικά–, η Ρηνιώτη, στραμμένη ως οφειλέτης προς την Πλαθ –«τα ποιήματα [της οποίας] παίζουν ρωσική ρουλέτα με έξι σφαίρες στον κύλινδρο» (για να θυμηθώ τον κριτικό Robert Lowel εδώ)–, νοηματοδοτεί με έτερη σημασία την κόκκινη γραμμή, περνώντας από τον καιρό του αποκτείναι στον καιρό του ιάσασθαι, εν τέλει.
Στην παρούσα ποιητική συλλογή, εν κατακλείδι, η Ρηνιώτη –υποκινούμενη από μιαν ενόρμηση καθαρτική– σωρεύει με μεστή αποφασιστικότητα και τόλμη
«Όλη τη σκουριά […], πράξεις, σκέψεις, συνήθειες, εμμονές, λάθη, ταυτίσεις, ουτοπίες, [και] ψευδαισθήσεις,
σαρώνει
όλα τα εκκρεμή [στη δική της ζωή] […], πράξεις ανεξιλέωτες, […], διαλυμένους δεσμούς, αχαλίνωτα πάθη, λόγια που καλύτερα ποτέ τους να μην είχαν ειπωθεί, ματαιωμένα όνειρα, φρούδες ελπίδες, […] επίμονες ενοχές, άκαρπες φιλίες, ηττημένους έρωτες, απροσπέλαστες αγάπες, ολέθριες σχέσεις, […], ταράτσες εγωισμού, αποθήκες ανασφάλειας, υπόγειους φόβους» («Ηλιοτρόπιο»),
για «να καθαρίσ[ει], […] επιτέλους τα του οίκου [της]»–, μετατρέποντας την ποιητική λειτουργία σε ηθική αναζήτηση μιας ιδεατής ένωσης σώματος-φύσης και ψυχής, εκεί ακριβώς όπου η –κατά Φρήντριχ Σίλλερ– «αθωότητα τη[ς] αλήθεια[ς]» και η «αναγκαιότητα της φύσης» καθιστούν την ένωση της ποιητικής αφέλειας με μια ποίηση συναισθηματική (γιατί, κατά τον Σίλλερ, «ο ποιητής ή είναι φύση [δηλαδή, αφελής] ή την [απο]ζητά» [συνεπώς, συναισθηματικός]) σε «ψυχόρμητη» ένωση αμιγώς ηθική.
* Τα αποσπάσματα από την Άντεια Φραντζή προέρχονται από το βιβλίο: Α. Φραντζή – Κ. Αγγελάκη-Ρουκ – Ρ. Γαλανάκη – Α. Παπαδάκη – Π. Παμπούδη, Υπάρχει, λοιπόν, γυναικεία ποίηση; Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1990.
** Τα αποσπάσματα από τον Friedrich Sciller προέρχονται από το βιβλίο: Φρήντριχ Σίλλερ, Περί αφελούς και συναισθηματικής ποιήσεως, μτφρ. Παναγιώτης Κονδύλης, Στιγμή, Αθήνα 1985.
*** Τα λόγια της Νανάς Ησαΐα και του Robert Lowel προέρχονται από την εισαγωγή της έκδοσης: Σύλβια Πλαθ, σειρά Σύγχρονη ποίηση, εισαγωγή-μετάφραση Νανά Ησαΐα, ΜΕΤ, Αθήνα 1974.
*Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΒΛΑΒΙΑΝΟΥ είναι Αν. Καθηγήτρια Ιστορίας Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.