Για το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη «Ποιήματα και τραγούδια» (εκδ. Άγρα). Κεντρική εικόνα: πίνακας του Γιάννη Τσαρούχη με τίτλο: «Δύο άντρες με φτερά πεταλούδας» © Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη.
Γράφει ο Γιώργος Γκόζης
…ή αλλιώς, περί του υμνογραφικού έργου του χορωδού της ζωής Θωμά Κοροβίνη, τοιχογράφου εποχών και ψηφιδογράφου ορφανών ψυχών.
Το πολυσυλλεκτικό και πολυσχιδές πεζογραφικό έργο του απεριχώρητου Θωμά Κοροβίνη δε περιχωρείται σε ένα σύντομο σημείωμα, όσο και αν είναι εκτενέστερο του συνηθισμένου -και εν τέλει τι είναι συνηθισμένο και εκτενές σε σχέση με τον Θωμά Κοροβίνη, εκείνον που ακριβώς γι' αυτό με το θάρροσ της γνωριμίας αποκαλώ απεριχώρητο;
Ο ίδιος, παραμένει ένας συνεπέστατος συγγραφέας περισσότερο από τριάντα προσωπικών έργων λόγου από την πρώτη του δημοσίευση μέχρι τις ημέρες μας. Εκτός από την ατομική του εργογραφία, ωστόσο, έχει συμβάλλει γενναιόδωρα στα ελληνικά γράμματα με τα πολλαπλά του ιδιώματα: ως επιμελητής, στην επιμέλεια έκδοσης θεματικών συλλογών, όπως το ρεμπέτικο, το λαϊκό μας τραγούδι και η Λογοτεχνία ως πατρίδα· ως μεταφραστής και ανθολόγος, έχει αποδώσει στα ελληνικά κατόπιν επιμελούς του ανθολόγησης Τούρκους ποιητές, αναρίθμητες τουρκικές παροιμίες, αλλά και τον μνημειώδη Τσακιτζή του Γιασάρ Κεμάλ· ως δωρητής χαριστήριων λέξεων σε συλλογές διηγημάτων με θέμα αγαπημένες του πόλεις, όπως η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη, αλλά και το δικαίωμα στην ετερότητα ή τον έρωτα· ως λαογράφος, έχει λαογραφήσει υποδόριες πτυχές του πολιτισμού εκατέρωθεν του Αιγαίου· ως κριτικογράφος, έχει δημοσιεύσει δεκάδες βιβλιοκρισίες στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο· ως υιός γενναιοδωρίας, προλογίζει πρωτοεμφανιζόμενους των Γραμμάτων· ως συστηματικός αρχειακός ερευνητής, μας έχει χαρίσει σπάνιες μονογραφίες, όπως οι Ασίκηδες και οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας· ως αρθογράφος, συχνά παρεμβαίνει στο δημόσιο λόγο με θεματικό άξονα ζητήματα πολιτιστικής αισθητικής εντός της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας με τη γενναιότητα και το κριτήριο της καθαρής ματιάς του πολίτη, με τον τρόπο που αυτός ο τρόπος αναδεικνύεται στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη.
Ο Θωμάς Κοροβίνης, βέβαια, δεν είναι μόνο αυτά, αλλά πολλά ακόμα: συνθέτει, στιχουργεί και ερμηνεύει τραγούδια δικά του και τρίτων, γράφει θεατρικά έργα, παραμένει αγαπημένος Δάσκαλος των μαθητών και των μαθητριών του ανά την Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη, ενώ σκέπει με τη σκευή του ως στιβαρός κλασικός φιλόλογος και τη στέρεη βάση της πεζογραφικής του Μαρτυρίας το συλλογικό λογοτεχνικό μας ήθος.
Η γενναιότητα του λόγου του
Προσωπικά, τον ξεχωρίζω για τη γενναιότητα να αρθρώνει λόγο για δύσβατα κοινωνικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα ο καταπιεσμένος αισθησιακός και ευσεβιστικός νεοελληνικός μας κόσμος, ως φίλο γνήσιο, μπεσαλή και καρδιακό, αλλά και για την εκπληκτική ικανότητα μετάβασης από την ακάματη φθοροποιό κοινωνικότητα στην πειθαρχία της μονήρους άσκησης της συγγραφής του. Σήμερα, μας παραδίδει το πιο πρόσφατο έργο του Ποιήματα και τραγούδια και μας αποκαλύπτει ακόμα μία πτυχή αδαπάνητου δημιουργικού τάλαντου.
Γνώριμο σκηνικό του ποιητικού και αφηγηματικού του πανθέου αποτελούν οι πόλεις της πολύβουης, πολυφυλετικής, πολύγλωσσης, πολυθρησκευτικής, πολυεθνοτικής φυγόκεντρης Ανατολής.
Γνώριμο σκηνικό του ποιητικού και αφηγηματικού του πανθέου αποτελούν οι πόλεις της πολύβουης, πολυφυλετικής, πολύγλωσσης, πολυθρησκευτικής, πολυεθνοτικής φυγόκεντρης Ανατολής, δίχως τα εθνικά, γλωσσικά και θρησκευτικά στεγανά του παρόντος χρόνου και προτού αυτές καταλήξουν στην πλειονότητά τους κεντρομόλες μάντρες συγκέντρωσης ομογενοποιημένων, μονόχρωμων πληθυσμών και αμιγών, “καθαρών” κοινοτήτων.
Τα ορμητικά ποτάμια των κατοίκων τους εκβράζονται και στην πρόζα και στους στίχους του καθημερινά με παφλασμό στις εκβολές τους. Ρωμιοί, Εβραίοι, Τούρκοι, Φραγκολεβαντίνοι, επήλυδες από την κεντροδυτική Ασία, Άγγλοι και Γάλλοι της συμμαχικής Στρατιάς της Ανατολής, Μουσουλμάνοι, αλλά και Χριστιανοί, κλωστοί, γυρισμένοι δηλαδή στο Ισλάμ Ορθόδοξοι, ντονμέδες, ορθόδοξοι της πίστης τους, αλλά και αιρετικοί, ζηλωτές και Μπεκτασήδες, τζαμιά και τεκέδες, συναγωγές, σεφαραδίτες, γυρολόγοι πραματευτάδες, σλαβόφωνοι, χαμάμ, ελληνόφωνοι, καπηλειά, τουρκόφωνοι, αρβανίτες, πορνεία, μία πανδαισία ποικιλότητας, αλλά καθόλου δυσαρμονίας θυμίζει το καράκαζαν της Βοσνίας του Ίβο Άντριτς όπως περιγράφεται ανάγλυφα στο Γεφύρι του Δρίνου ή την Άκκρα της Παλαιστίνης της εποχής των σταυροφόρων των μεσαιωνικών χρονικών.
Ο Κοροβίνης χαρίζεται γενναιόδωρα στις πόλεις τις οποίες αγάπησε και που τον τίμησαν με τη φιλοξενία τους. Ως αντίδωρό του, το ’55 αποτίει φόρο τιμής στην Κωνσταντινούπολη περιγράφοντας την εκδίωξη των τελευταίων Ρωμιών από την Ιωνία και τη Μικρά Ασία, αλλά και στη μητέρα Θεσσαλονίκη με τον Ασλάν Καπλάν, τη Φαχισέ Τσίκα και το Κανάλ ντ΄αμούρ.
Κατασκηνωτής εντός των ορίων των πόλεων
Παρακολουθεί από απόσταση τις πόλεις του ως κατασκηνωτής εντός των ορίων τους, αλλά και ενταγμένος πλήρως στο ποιητικό και αφηγηματικό πλαίσιο που ο ίδιος στήνει, σκηνοθέτης και ηθοποιός μαζί της ίδιας θεατρικής παράστασης, καθώς εκείνες αλλάζουν αργόσυρτα συμπεριφορά στο χρόνο, σταδιακά γονιδιακό χαρακτήρα, εν τέλει το δέρμα τους, ώσπου μεταλλάσσονται οριστικά.
Τις παρακολουθεί ως άνυδρους τόπους του απαγορευμένου έρωτα, όπως εκεί όπου συμπλέκει αριστουργηματικά στο Γύρο του Θανάτου τη δολοφονία του Αρίστου Παγκρατίδη, το παντοκρατορικό παρακρατικό καθεστώς της Δεξιάς και τις ανομολόγητες σαρκικές επιθυμίες της Ελλάδας των τελών του ’60. Τις καταγράφει στο Κανάλ ντ΄Αμούρ κατά τη μετάβαση από την αυθεντική, ξέχειλη, ζουμερή και γνήσια ερωτική έκφραση στην επιτηδευμένη επιφάνεια του αποξηραμένου λάιφ στάιλ του ’90.
Ο Θωμάς Κοροβίνης γεννήθηκε το 1953 στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης. Φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. Από το 1988 έως το 1996 έζησε στην Κωνσταντινούπολη, υπηρετώντας στο Ζάππειο και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο της. Εδώ και χρόνια ερευνά πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Από το 1995 μέχρι και το 1999 εργάστηκε ως παραγωγός και επιμελητής ραδιοφωνικών εκπομπών στον 9,58 FM της Θεσσαλονίκης. Έγραψε τα βιβλία: "Τουρκικές παροιμίες", "Κανάλ ντ' Αμούρ", "Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου", "Φαχισέ Τσίκα", "Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές παροιμίες", "Κωνσταντινούπολη, λογοτεχνική ανθολογία: Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη", "Ο Μάρκος στο χαρέμι", "Το χτικιό της Άνω Τούμπας", "Οι ασίκηδες", "Οι ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας", "Όμορφη νύχτα", "Σμύρνη: μια πόλη στη λογοτεχνία", "Ο γύρος του θανάτου", "Το αγγελόκρουσμα", κ.ά. Το 1995 βραβεύτηκε με το βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί. Το 2011 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του "Ο γύρος του θανάτου", με θέμα την υπόθεση του "Δράκου του Σέιχ-Σου", Αριστείδη Παγκρατίδη. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Είναι επίσης συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών. Έχει συνεργαστεί με τα συγκροτήματα "Βόσπορος", "Εν χορδαίς" και "Λωξάντρα". Το 2002 δημιούργησε, μαζί με την Τουρκάλα ερμηνεύτρια Ντιλέκ Κοτς, το συγκρότημα παραδοσιακής ελληνικής και τουρκικής μουσικής "Ανατολίτικος Σεβντάς". Δισκογραφία (σύνθεση-ερμηνεία): "Από έβενο κι αχάτη", "Φουζουλή: Λεϊλά και Μετζνούν", "Τακίμια", "Το κελί", και συμμετοχή ως στιχουργός σε δίσκους των Νίκου Παπάζογλου, Λιζέτας Καλημέρη, Χρήστου Τσιαμούλη, Βούλας Σαββίδη, Ελένης Βιτάλη, Δημήτρη Κοντογιάννη, κ.ά. Συχνά παρουσιάζει συναυλίες με το δικό του ρεπερτόριο ή με θέματα του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού. Από το 2009, στις αρχές του καλοκαιριού, οργανώνει στο κτήμα του στα Λεχώνια Πηλίου μια βραδιά πανελλήνιας συνάντησης συγγραφέων και αναγνωστών της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με τη συμμετοχή μουσικών συγκροτημάτων. |
Τις κεντάει αφηγηματικά στο Χτικιό της Άνω Τούμπας με την πυροδότηση μίας προσωπικής του ανάμνησης από τη στρατιωτική θητεία την ημέρα της κηδείας του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου.
Ο ποιητής κατέχει εξαιρετικά τους τόπους όπου αναφέρεται και αφηγείται. Δεν είναι ο αμέτοχος και απόμακρος περιπατητής τους, δεν είναι ο διεκπεραιωτικός καταγραφέας αστικών περιστατικών, αλλά ο βαθιά βιωματικός και δρων αφηγητής της συλλογικής διά μέσου της προσωπικής μνήμης. Ο σκηνογραφικός εξοπλισμός των ποιημάτων του Κοροβίνη ήταν και παραμένει η Μνήμη:
«Δεν σας είδα να κλέβετε φιλιά
Δεν σας είδα να βγάζετε μιλιά
Δεν σας είδα πουθενά
Πού ήσασταν κρυμμένοι;»
(από το ποίημα Απορία σε εννιά στροφές).
Στα μελοποιημένα του ποιήματα η ανθρωπογεωγραφία του κινείται τοπικά και χρονικά εντός ορίων της επίσημης Ιστορίας, καθώς ο ίδιος φροντίζει να εξαντλήσει τη βιβλιογραφία του τόπου και του χρόνου που τον αφορούν, κάτι το οποίο γίνεται προφανέστατο στον αναγνώστη, επιπλέον όμως του παρατίθεται έντιμα και ως επίμετρο, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.
Ως στιχουργός κρατά τον μίτο της ποιητικής του τέχνης στιβαρά και επί της τοιχοποιίας της εκάστοτε εποχής εικονοποιεί ή σμιλεύει ανάγλυφα, αναπαριστώντας τις ανθρώπινες μορφές της.
Ως στιχουργός κρατά τον μίτο της ποιητικής του τέχνης στιβαρά και επί της τοιχοποιίας της εκάστοτε εποχής εικονοποιεί ή σμιλεύει ανάγλυφα, αναπαριστώντας τις ανθρώπινες μορφές της. Οι σαρκωμένοι ή επινοημένοι του χαρακτήρες του, ωστόσο, στη μεγάλη τους πλειοψηφία αντιήρωες, ηττημένοι, ελάχιστοι, αποδιοπομπαίοι, ασήμαντοι, μη δεσποζόμενοι, κατοικούν εξίσου και στον πυρήνα, αλλά και στις παρυφές της προσωπικής τους ιστορίας, η οποία ψηφιδωτά συσχηματίζει το μωσαϊκό της συλλογικής μνήμης.
Με τον τρόπο αυτό αλληλοπεριχωρούνται η επιστημολογική εκδοχή της Ιστοριογραφίας με την ανεπίσημη ιστορία των ανθρώπων σε ένα αμάλγαμα αδιαίρετο. Ο Κοροβίνης παραμένει συμμετρικός τοιχογράφος εποχών και ψηφιδογράφος αδέσποτων και ορφανών ψυχών. Και στους στίχους του νοιάζεται να υπάρχει ψυχή, να πάλλεται η γλώσσα, να τρέμει σύγκορμος κανείς καθώς τον διαβάζει.
Οι πρώτες ύλες των χαρακτήρων
Ζυμώνει τις πρώτες ύλες των χαρακτήρων του με ταχύτητα υψηλής επιτάχυνσης, όσο και ακαριαίας ακινητοποίησης· ως πολύπειρος τεχνίτης, συχνότατα ως ο δημιουργός τους, τούς εμφυσά ζωή, τους μαλάσσει και τους πλάθει, έτσι ώστε η πλαστικότητά τους να εκτείνεται από την πλήρη τιθάσσευση ως την άκρατη αποχαλίνωση, ενώ ο ίδιος παραμένει ο ψύχραιμος ρυθμικός χορωδός του τέμπο το οποίο ελέγχει με πληρότητα από την αρχή ως το τέλος των αφηγήσεών του. Ως μαΐστωρ ισορροπιστής του λόγου, αναβιώνει εποχές και τόπους και τοποθετεί τους χαρακτήρες του εντός τους, δίχως όμως να τους πνίγει γλυκερά ούτε στο ελάχιστο και δίχως να επιδεικνύει αυτοαναφορικά την τέχνη και μαεστρία του -ας προκύψει αυτό αβίαστα στον αναγνώστη. Ο ποιητής αντικρύζει τους χαρακτήρες του κατάματα και στα ίσα. Πρόκειται για μία ισότιμη συνοδοιπορία, μία κατ’ αντιστοιχία βιβλική συνοδοιπορία προς την Εμμαούς.
Ξεχωρίζω την οφειλή του με τη μορφή τριλογίας-αίνου πολυφίλητων για τον ίδιο προσώπων: το πρώτο φιλί του Γιωργάκη, όπως με τρυφερότητα τον αποκαλεί, Βιζυηνού, την καταπιεσμένη ταυτότητα του φύλου στο ερωτικό σκίρτημα του Κωνσταντίνου Καβάφη και το αγγελόκρουσμα του θανάτου του κυρ- Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Κρατά τους ήρωές του από το χέρι προκειμένου να διαβούν βουστροφηδόν μαζί την αφήγηση εντός αδιάπτωτου ρυθμού, με ενσυναίσθηση για το χοϊκό της ανθρώπινης συνθήκης, δίχως να τους ασκεί κριτική, ενώ κλίνει το γόνυ κάθε φορά που η κάθαρση παραμονεύει ως αναπόδραστη συνέπεια της τραγωδίας τους στη μεθόριο του πάθους τους: γεύονται μαζί του την πίκρα της προδοσίας από φίλιο χέρι, όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος εκείνη του Γκούρα· είναι αποσυνάγωγοι κι εκείνος το γνωρίζει καλά· του εξομολογούνται πως επισκέπτονται εναλλάξ χώρους λατρείας, ενώ την επόμενη στιγμή συνειδητά ή εξ ανάγκης εκπορνεύονται· παζαρεύουν ενώπιόν του την πραμάτεια τους στις υπαίθριες αγορές, κυρίως όμως τον ίδιο τους τον εαυτό· είναι οικειοθελώς πεπτωκότες εκ του παραδείσου της κοινωνικής νόρμας κι εκείνος τους ανασύρει από τη λήθη· είναι ευάλωτοι κι εκείνος τους προστατεύει όσο εκείνοι πίνουν και χορεύουν, μία πανήγυρις είναι ο επίγειος βίος, άλλωστε κι ας χωνεύει εντός του η φωτιά που σαν εκείνη του Αυγούστου του 1917 στη Θεσσαλονίκη καίει τα πάντα στο πέρασμά της, πανήγυρις και σάρκα πυρέσσουσα η ζωή, ύμνος η ίδια κι υμνητές της ο ποιητής και οι χαρακτήρες του. Εντέλει, αλληλοπεριχωρούνται ή ταυτίζονται; Και ποιοι είναι οι χαρακτήρες του και ποιος ό ίδιος; Ο παραμυθάς Κοροβίνης παραμένει τόσο ένας εικονοπλάστης, όσο και ένας εικονοκλάστης ποιητής, στιχουργός, τραγουδοποιός.
Η γλώσσα ως σκηνικό
Το κύριο σκηνικό ωστόσο της ποιητικής του παραμένει η γλώσσα, στο παλίμψηστο της οποίας μπαίνει και βγαίνει με εξαιρετική μαεστρία. Διατρέχει με εμφατική άνεση όλες τις εποχές της μητρικής του και σε όλες της τις μορφές, απο την αρχαΐζουσα μέχρι τη δημοτική και από την καθαρεύουσα ως τη ντοπιολαλιά.
Με την ίδια άνεση, όμως, εισέρχεται κι εξέρχεται και σε άλλες γλώσσες και ιδιώματα, σλαβικά, τουρκογενή, αλβανικά και σεφαραδίτικα, χωρίς ωστόσο να πρόκειται για τη βιβλική σύγχυση της Βαβέλ, αλλά για τη γλωσσική αρμονία του παλαιοδιαθηκικού “καὶ ἦν πᾶσα ἡ γῆ χεῖλος ἕν, καὶ φωνὴ μία πᾶσι” (Γένεσις 11,1).
Οι στίχοι του διά της γλώσσας όσο ξεχωρίζουν, άλλο τόσο εντάσσονται αφομοιωτικά στην υπόλοιπη λογοτεχνική παραγωγή του δημιουργού τους. Η γλώσσα του αναπλάθει την Ιστορία παρά την καταγράφει. Διά μέσου αυτής, ο βιογράφος χαρακτήρων, συμπάσχει μαζί τους, συνεκφράζει το θαυμασμό ή το πένθος του· από τη γραφίδα του πηγάζουν ορμητικοί πίδακες συναισθημάτων, καθώς εκείνη μιλά για λογαριασμό του με τολμηρό τρόπο και ευθύτητα, παραμένοντας πάντοτε εξαιρετικά επεξεργασμένη λογοτεχνικά. Αν και συχνότατα περιγράφει εγκλήματα μεμονωμένα ή συλλογικά -Ζακ Κωστόπουλος, Βαγγέλης Γιακουμάκης, Ελένη Τοπαλούδη, Αρίστος Παγκρατίδης-, εξακολουθεί να παραμένει σταθερά ψύχραιμη, όχι ψυχρή, μα ψύχραιμη. Αν και γνωρίζει εκ των προτέρων την έκβαση της κάθε στροφής, δεν αποζητά την ελεημοσύνη της Ιστορίας ή των ανθρώπων.
Η γλώσσα του διακρίνεται για τη λειτουργία της τόσο κατ’ ακρίβεια, όσο και κατ’ οικονομία. Δε νοείται, επίσης, με την έννοια της επικαιρότητας, αλλά της διαχρονικότητας.
Η γλώσσα του διακρίνεται για τη λειτουργία της τόσο κατ’ ακρίβεια, όσο και κατ’ οικονομία. Δε νοείται, επίσης, με την έννοια της επικαιρότητας, αλλά της διαχρονικότητας. Δεν τον αφορά η δημοσιογραφική ή των πολιτικών αναλυτών της εποχής του, αλλά η ομολογία του επέκεινα.
Δεν αποδίδει το δημόσιο και ιδιωτικό βίο με διδακτισμό, αλλά με διάκριση. Εκθειάζεται την ίδια στιγμή που αυτοϋπονομεύεται στην ίδια παράγραφο, εκεί όπου λόγιες φράσεις συμβιώνουν με τον περιθωριακό λόγο και την αργκό, λογοτεχνικές συμβάσεις συγκατοικούν αριστοτεχνικά σε δοκό ισορροπίας με λεκτικές ακροβασίες.
Αρχετυπικό εργαλείο
Η γλώσσα στα χέρια του γίνεται αρχετυπικό εργαλείο, αλέτρι που ανασκάπτει και σπάει τις πέτρες της γης του, ώσπου να οργώσει το εκλεκτό γεώργιο της λογοτεχνίας του. Στις φλέβες της κυλά αμεσότητα εξαιρετικής στάθμης και ζυγιασμένος τόνος ενός αδιάπτωτου αφηγηματικού ρυθμού. Η γλώσσα του είναι όργανο, που πυροδοτεί συναισθήματα ως κυρίαρχος μοχλός ενός παραμυθητικού κειμένου.
Η γλώσσα του είναι εύκαμπτη και εκφέρεται με δοκιμασμένη ελαστικότητα από την ελευθεριότητα του καλντεριμιού ως τα στεγνά υπηρεσιακά έγγραφα της Διεύθυνσης Ασφαλείας Λευκού Πύργου.
«Συχνάζει στους τεκέδες
χορεύει το σεμά
μα και στους κιρχανέδες
τραβάει το σαλντιρμά»
(από το ποίημα Αιρετικός δερβίσης).
Η γλώσσα του είναι χαλιναγωγημένη και τιθασευμένη· ο βηματισμός της γίνεται αργός κατά το δοκούν του αλογάρη της προς χάρη των συμβάσεων που υπαγορεύουν τα ειωθότα προκειμένου να εικονογραφήσουν πειστικά τον πίνακα της εποχής. Η γλώσσα του όμως είναι άλλο τόσο αχαλίνωτη και ατίθαση· ο βηματισμός της έξαφνα γίνεται καλπασμός και καταγράφει φρενιασμένα -χρονικό; ιστορία; μονόλογος; μονόπρακτο; προκαλεί σύγχυση; προκαλεί αμηχανία; προκαλεί συγκίνηση; μήπως όλα αυτά μαζί;
Η γλώσσα του είναι η τοπιογραφία του άχρονου και ενδιαφέρεται για το υπερχρονικό της αφήγησης, αντί της βραχύβιας υστεροφημίας του επίκαιρου, ήδη ακόμα από τον κάθε στακάτο τίτλο των βιβλίων του: ακριβές μοναδικό στίγμα προς συμπαιγνία, κατά την οποία ο συγγραφέας ως μοναδικός πομπός δίνει σήμα στον αναγνώστη ως μοναδικό δέκτη.
Κλείνω με ένα προσωπικό μήνυμα, αντί χαιρετισμού: Θωμά, πάντοτε ολόφωτος και αυτόφωτος να μας χαρίζεις απλόχερα το φώς σου!
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΟΖΗΣ είναι συγγραφέας, Τελευταίο βιβλίο του τα διηγήματα, «Ζαφείρη, μην φοβάσαι, πάρε μια βέσπα» από τις εκδόσεις Ποταμός.