Της Έλενας Χουζούρη
Κατά δώδεκα χρόνια ωριμότερος ποιητικά επανέρχεται ο Γιώργος Μαρκόπουλος μετά το τιμημένο με Κρατικό Βραβείο Ποίησης βιβλίο του «Μην σκεπάζεις το ποτάμι». Χωρίς να απομακρύνεται από τους βασικούς άξονες της ποίησης του, ο Μαρκόπουλος με τον «Κρυφό Κυνηγό» υφαίνει με υψηλής θερμοκρασίας υλικά μια ελεγεία στη μνήμη, στο θάνατο -αυτόν τον κρυφό κυνηγό-, ένα Ρέκβιεμ για ό,τι αναίτια και ανά πάσα στιγμή μπορεί να χαθεί, για την ίδια την ζωή που μπορεί να κυλήσει αιφνιδίως στην άλλη πλευρά και να σβήσει.
Το παιδάκι με το τρομπόνι των «Πυροτεχνουργών» είναι τώρα ένα «νεκρό παιδάκι» που « περιέφεραν στο φέρετρό του». Και ο ποιητής, στο μεταίχμιο της έκτης προς την έβδομη δεκαετία της ζωής του, γυρνάει και βλέπει όλες τις φάσεις της ζωής του και γεμίζει απορίες σαν να μην είναι δικές του, σαν να είναι κάποιου άλλου, που μόνον το προσωπείο του εμφανίζεται στο ποίημα και πυροδοτεί την υπόγεια ένταση ενός τραγικού και συγχρόνως τρυφερού απολογισμού ζωής: Πού πήγαν όλοι, πού χάθηκαν»; αναρωτιέται ο ποιητής για να παραδεχθεί ότι η επίμονη μνήμη του είναι εκείνη που υπερβαίνει τον χρόνο και το πένθος.
Αλλά και η συνομιλία με την απώλεια, τον θάνατο, την μοναξιά αυτών που μένουν στην πλευρά της ζωής, εξελίσσεται, στα ποιήματα που ακολουθούν, με την ίδια απέραντη τρυφερότητα που προκαλεί ο αμετάκλητος πόνος του Ποτέ Πια. Βαθύ υπαρξιακό παράπονο και σχεδόν παιδική αθωότητα αναδύονται στα ποιήματα του Μαρκόπουλου, ακόμα και στα πιο τραγικά, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ιδιότυπου στοχασμού, έμπλεου ερωτημάτων που δεν έχουν, δεν μπορούν να έχουν απάντηση, μέσα στην νομοτέλειά τους.
«Με τ’ όνομά σου να σε φωνάζω πια δεν μπορώ/ Πλην όμως στείλε μου ένα κάποιο σήμα./Διότι είμαι μόνος/ σαν τον καπνό στην κάνη του πιστολιού/ και σαν την αγριοσυκιά/ που φύτρωσε ξαφνικά μες στην μαυρίλα της πυρκαγιάς»…
Κρυφός κυνηγός
Εκδ. Κέδρος
Σελ. 50