Για το βιβλίο «Emily Dickinson, Ποιήματα» (εκλογή, προλεγόμενα, μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης, εκδ. Κίχλη). Κεντρική εικόνα: Η Σίνθια Νίξον υποδύεται την Έμιλυ Ντίκινσον στη βιογραφική ταινία του Τέρενς Ντέιβις «A Quier Passion».
Γράφει η Γεωργία Τριανταφυλλίδου
Η πρώτη μεταφράστρια που παρουσιάζει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια αυτοτελή έκδοση 54 ποιημάτων της Ντίκινσον είναι η Μελισσάνθη στα 1980 από την Μικρή Εγνατία. Ο Κώστας Κουτσουρέλης με τα 120 Ποιήματα από τις εκδόσεις Κίχλη είναι ο τελευταίος που το επιχειρεί. Ενδιαμέσως, αλλά και πριν από την Μελισσάνθη, πολλοί αξιόλογοι μεταφραστές εξέθεσαν είτε σε αυτοτελείς εκδόσεις είτε σε μεμονωμένες δημοσιεύσεις το μεταφραστικό τους εγχείρημα. Που πάει να πει ότι η Έμιλυ Ντίκινσον έχει παράλληλα σχολιαστεί και βιογραφηθεί εξαντλητικά στη γλώσσα μας.
Μπαίνω κατευθείαν στο ψητό. Τι ακριβώς έρχεται να προσθέσει ο Κώστας Κουτσουρέλης, να φωτίσει ή να ξεδιαλύνει σε όλα τα παραπάνω με την επιλογή ποιημάτων στην έκδοση Emily Dickinson, Ποιήματα (εκδ. Κίχλη);
Πρώτα πρώτα, την σκόπιμη παράλειψή τους. Όχι άλλη ζωή, όχι συγγενείς, όχι βεβαιωμένες αγάπες ή ανεξακρίβωτοι έρωτες, όχι άλλη στιγματισμένη στίξη, όχι άλλη κακή ή άριστη τύχη εκδοτική. Όλα αυτά καλώς έχουν ειπωθεί και ακόμη καλύτερα επεξηγηθεί σε εκτενείς εισαγωγές και υποσχετικά επίμετρα.
Μήπως όμως έδωσαν το μιμητικό στίγμα ή και τη γενικευμένη προτροπή να μαθαίνουμε ολοένα και περισσότερα πράγματα για τη ζωή της ή για το ρόλο της παύλας στα χειρόγραφά της απ’ ό,τι για την ποίησή της; Μήπως γινόμαστε επιρρεπείς όπως είχε πει ένας άλλος ποιητής στην κατανάλωση ευαισθησιών και όχι μιας συγκεκριμένης ποιητικής ευαισθησίας;
Χωρίς το πρωτότυπο
Ο Κουτσουρέλης αρνείται για πρώτη φορά σε δική του ποιητική μετάφραση να συμπαραθέσει το πρωτότυπο. Ό,τι απομένει είναι το ποίημα στη γλώσσα μας. Εκεί, λέει, θα ενωτισθεί ο αναγνώστης την αληθινή Ντίκινσον, εκεί θα αφουγκραστεί το αποτέλεσμα και της δικής του μεταφραστικής προσπάθειας.
Ο Κουτσουρέλης στα Προλέγόμενά του πιστεύει ότι στις μέρες μας η Έμιλυ Ντίκινσον έγινε του συρμού, αυτά τα λόγια χρησιμοποιεί, για τους λάθος λόγους. Ή αλλιώς, απέκτησε φήμη για ιδιότητες άσχετες προς την ουσία της ποίησής της, πράγμα συνηθισμένο στις μέρες μας όπου τόσο σε Έλληνες όσο και σε ξένους ποιητές «θηρεύεται και αξιολογείται σχεδόν οτιδήποτε άλλο εκτός από τον ίδιο τον ποιητικό λόγο».
Ε, λοιπόν, πάντα κατά τη γνώμη του, η Εμιλυ Ντίκινσον ούτε καταραμένη υπήρξε ούτε πρωτομοντερνίστρια. Δεν έγινε διάσημη όσο ζούσε γιατί απλούστατα δεν αποφάσισε ποτέ να εκδώσει τους στίχους της. Όταν όμως τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό της κυκλοφόρησε ο τόμος των ποιημάτων της, είχε τέτοια ζήτηση που σχεδόν ξεπούλησε τις πρώτες μέρες.
Ο κόσμος τη λάτρεψε, καμιά κατάρα μετά θάνατον δεν την εμπόδισε να γίνει εξαργυρώσιμη ως πολιτιστικό προϊόν, για να το πω λίγο άκομψα. Αλλά ούτε και προάγγελος του μοντερνισμού μπορεί να θεωρηθεί, λέει ο Κουτσουρέλης, τουλάχιστον όχι «με τη στρυφνή, τη σιβυλλική αγγλοαμερικανική εκδοχή του». Ο Πάουντ και ο Έλιοτ, κριτικοί πρώτης γραμμής που κατευθύνουν την λογοτεχνική προτίμηση, την αγνοούν εμφατικά, ενώ ο Ρόμπερτ Φροστ, που βρίσκεται στο άλλο άκρο, εκφράζεται με ενθουσιασμό για το έργο της.
Φυσικά και δεν μπορεί κανείς να απορρίψει ολοκληρωτικά τη συγγένεια των ποιημάτων της με την ποίηση του 20ου αιώνα. Όταν, όμως, η Έμιλυ Ντίκινσον πλάθει τις γλαφυρότατες, ποιητικές εικόνες της, παραπέμπει φανερά στους ρομαντικούς και τη λεγομένη τοπιοψυχική διάθεση, εκείνη τη ζωηρή ανταπόκριση μεταξύ ανθρώπου - φύσης. Κι όταν υμνεί τις χαρές της ζωής, ακούγεται σαν ευτυχισμένη Λατινοαμερικάνα ποιήτρια ή άνθρωπος από τα μέρη μας. O Κουτσουρέλης λέει λίγο πολύ το αυτονόητο:
H αποσύνδεση του ποιητικού έργου από τη βιογραφική συνοδεία είναι κατάκτηση για την κριτική. Ούτε πρέπει να εκβιάζεται η διάγνωση ντε και καλά ριζοσπαστικού γλωσσικού ήθους για να δικαιολογηθεί η αναγνωστική προτίμηση.
H αποσύνδεση του ποιητικού έργου από τη βιογραφική συνοδεία είναι κατάκτηση για την κριτική. Ούτε πρέπει να εκβιάζεται η διάγνωση ντε και καλά ριζοσπαστικού γλωσσικού ήθους για να δικαιολογηθεί η αναγνωστική προτίμηση. Διότι, όπως είπε πάλι ο ίδιος ποιητής που προανέφερα, στην περίπτωση αυτή κερδίζεις το τοπίο και τους θαμώνες του, χάνεις το Τοπίο με κεφαλαίο ταυ.
Ο Κουτσουρέλης ευθύς εξαρχής ομολογεί ότι μεταφράζοντας την Ντίκινσον άλλο δεν είχε στον νου του παρά τη λογοτεχνική τέρψη του κοινού αναγνώστη. Βρίσκομαι εν πολλοίς εδώ σήμερα για να πω ότι τα κατάφερε μαγευτικά και αν μπορέσω να ξετρυπώσω κάποιες από τις τεχνικές μαγείας με τις οποίες εφορμά κατά πάνω μας όσο εμείς νομίζουμε ότι όλα γίνονται αβίαστα και φυσικά. Μας παραδίδει, λοιπόν, ποιήματα σε έμμετρο στίχο και με ρίμα. Θα μου πείτε, μα αυτός είναι ο Κουτσουρέλης.
Θα σας πω, αυτή είναι η Ντίκινσον. Διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μεταφράζει διακατεχόμενος από κάποια νοσταλγία για το αίσθημα της παλαιάς τάξης ούτε επιδίδεται σε κάποιου είδους στιχουργική γυμναστική. Σύμφωνα με τον Νάσο Βαγενά, «μεταφράζει σε μια μορφή βγαλμένη από τα ποιητικά δεδομένα της δικής του γλώσσας, το νόημα της οποίας βρίσκεται σε όσο γίνεται μεγαλύτερη αντιστοιχία με το νόημα που είχε η μορφή του πρωτοτύπου για τους ανθρώπους της εποχής της σύνθεσής του».
Υμνωδική παράδοση
Ποιο είναι αυτό το νόημα; Η υμνωδική παράδοση. Το υμνωδικό μέτρο που η Έμιλυ γνώρισε παιδί κατά τον τακτικό εκκλησιασμό με την οικογένειά της στην First Church του Άμχερστ. Και που πέρασε στην ποίησή της με τη φόρμα του τραγουδιού. Αν ο Κουτσουρέλης μαρτυρά ρίμες στην μετάφρασή του είναι επειδή η Ντίκινσον «τρώει» ρίμες στα μικράτα της και για το υπόλοιπο της σύντομης ζωής της.
Η συνέχεια είναι άκρως γοητευτική. Διότι εδώ τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ποιητή Κουτσουρέλη τον παρακολουθούν και στην καινούργια διάσταση του Κουτσουρέλη μεταφραστή, που όμως σε μεγάλο βαθμό διασταυρώνεται και φαινομενικά υποτάσσεται ενώ από μέσα του κάνει πάρτυ, στους ρυθμικούς κανόνες φιλοξενίας της οικοδέσποινας Ντίκινσον.
Ο κόσμος της Ντίκινσον είναι ανάλαφρος και δροσερός, ενθουσιώδης και πικραμένος, αναζητητής μιας ευτυχίας μέσω των αισθήσεων που ξυπνάνε αλαφιασμένες από τον παραμικρό ψίθυρο της φύσης, σχεδόν κοριτσίστικος, όχι με την έννοια της αγνότητας αλλά της ανεπιτήδευτης παιδιακίσιας χάρης.
Τα ποιήματα διαβάζονται μονορούφι. Θέλω να πω τραγουδιούνται. Ο κόσμος της Ντίκινσον είναι ανάλαφρος και δροσερός, ενθουσιώδης και πικραμένος, αναζητητής μιας ευτυχίας μέσω των αισθήσεων που ξυπνάνε αλαφιασμένες από τον παραμικρό ψίθυρο της φύσης, σχεδόν κοριτσίστικος, όχι με την έννοια της αγνότητας αλλά της ανεπιτήδευτης παιδιακίσιας χάρης. Νερά, πουλιά, μέλισσες, βατράχια, τριφύλλια, κοκκινολαίμηδες, ο ουρανός, ο ωκεανός, μια ξαφνική νεροποντή, αυτό το χάρισμα αδιάλλειπτης παρακολούθησης από μέρους της του διαρκούς παλμού του κόσμου, μας μεταφέρεται σ’ ένα μουσικό λόγο τόσο ευφρόσυνο κι ανέμελο που κάποτε ηχεί στ’ αυτιά μας σαν εκείνα τα λαχνίσματα της παιδικής ηλικίας.
Η Έμιλυ Ντίκινσον ήταν συγχρόνως πλάσμα ευφυές. Αυτό φαίνεται τις φορές που αμφιβάλλει, που αστειεύεται, που σατιρίζει, που ξεχωρίζει τους απανταχού διεκπεραιωτές από τους corpore και animo αφοσιωμένους. Υπάρχει ένα τετράστιχο ποίημά της που μου πήρε το μυαλό:
«Δεν βγάζει για τα ψίχουλα
μιλιά ο κοκκινολαίμης.
Μα μνημονεύει την κυρά
στα χρονικά του τ’ αργυρά».
Κοκκινολαίμικα κατάστιχα
Πώς το σκέφτηκε; Πώς συνέλαβε την ιδέα της απόδοσης ευγνωμοσύνης ενός πουλιού που τσιμπολογά τα ψίχουλα καθώς πέφτουν από την ποδιά της κυράς σε μια ακόλουθη μνημόνευση του ονόματός της στα μυστικά κοκκινολαίμικα κατάστιχα; Δηλαδή στο ασημένιο, μελωδικό του τραγούδι. Εγώ χρειάζομαι τόσα λόγια για να το περιγράψω. Εκείνη μόνο την ποιητική πτήση της αυτοσχεδιαστικής της φαντασίας. Κι ο Κουτσουρέλης σχεδόν δυο λέξεις: στα χρονικά του τ’ αργυρά.
Ζωντάνια και θερμουργό πάθος είναι ό,τι αποκομίζουμε από τη μετάφραση. Κάτι σαν όταν ο Κώστας συνάντησε την Έμιλυ. Οι εκδόσεις Κίχλη, με τη φροντίδα της Γιώτας Κριτσέλη αποτύπωσαν τη συνάντηση σε μια εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση που παρά την εκφρασμένη απέχθεια της Ντίκινσον («οι εκδόσεις είν’ ΄του πνεύματος/δημοπρασία αχρεία») καταφέρνουν να διακινήσουν τη λυρική της αύρα χωρίς να εκπέσουν σε καρικατούρα που ήταν το μεγάλο άγχος της Αμερικανίδας.
Στην εικόνα του εξωφύλλου μας κοιτάζει μέσα από ένα πειραγμένο γραμματόσημο που κυκλοφόρησε στη γενέτειρά της το 1971. Πειραγμένο μέσα στην οβάλ συμμετρία. Το ορθογώνιο, άλλωστε, αφορά τους επαγγελματίες. Κι ή ίδια, δεν υπήρξε ποτέ.
* Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ είναι ποιήτρια. Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Δανεικά αγύριστα» (εκδ. Κίχλη).