
Για την ποιητική συλλογή της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου «Ο θυρωρός των ημερών» (εκδ. Κέδρος). Κεντρική εικόνα: He © Positi Negati.
Γράφει η Μαρίτα Παπαρούση
Στην ποιητική συλλογή Ο θυρωρός των ημερών της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου (εκδ. Κέδρος) αναγνωρίζουμε όλα όσα έχουν συγκροτήσει έως τώρα το δικό της, ιδιαίτερο ποιητικό τοπίο· ένα ποιητικό τοπίο χαρακτηριζόμενο από μια επίπονη διανοητικά πρόσληψη της πραγματικότητας και μια στοχαστική μελαγχολία.
Η θεματική της ακροβατεί και πάλι ανάμεσα στη βυθομέτρηση του εαυτού και στην ιχνηλάτηση μιας απρόβλεπτης, σε διαρκή κρίση, κοινωνικής συγκυρίας∙ το υπαρξιακό άγχος που γεννά η απώλεια και η οδυνηρή επίγνωση της έλλειψης του ουσιαστικού έρχεται αντιμέτωπο με την έντονη επιθυμία διατήρησης της προσωπικής αυτονομίας και ακεραιότητας ως αντίβαρο στο «αιχμηρό μας σύμπαν». Στην ουσία όλα τα ποιήματά της μιλούν για το βάρος της ανθρώπινης περιπέτειας σε μια εποχή απομάγευσης των πάντων.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αν κάθε είδους ποίηση θα μπορούσε υπό μία έννοια να είναι υπαρξιακή, η ποίηση της Λουκίδου είναι υπαρξιακή και με την ιδιαίτερη σημασία του όρου. Μιλά δηλαδή για τον χρόνο – και για όλα όσα συμπλέκονται άρρηκτα με αυτόν: για το παρελθόν, ατομικό και συλλογικό, για την Ιστορία, τον θάνατο, τη φθορά και τις απώλειες που ο χρόνος συνεπιφέρει, και για τη σημασία συνεχούς ανανοηματοδότησης της ύπαρξης.
Μιλά όμως και για τη σημασία της γραφής ως επίπονης διαδικασίας διάσωσης και ανάδειξης του χαμένου βιώματος και του αυθεντικού – με το ποιητικό υποκείμενο να οδηγείται στην οδυνηρή διαπίστωση πως «Ο χειμώνας των λέξεων» είναι «ένας κατήφορος δύσβατος».
Διαμορφώνει μέσω αυτών των μνημονικών ταξιδιών μια αυτοβιογραφική στρατηγική στα ποιήματά της καθοριστικό ρόλο στην οποία παίζει η αναβίωση του χώρου ως υλικό ίχνος της παρελθούσας, και παρόλα αυτά, ζωντανής εμπειρίας· και είναι αυτό ακριβώς που συνιστά και έναν από τους κύριους εικονογραφικούς τρόπους της ποίησής της.
Το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου παίζει καθοριστικό ρόλο στα ποιήματα της συλλογής με τη μνημονική ενασχόληση να κυριαρχεί ως αναδρομή στην ύπαρξη από τη σκοπιά της ωριμότητας. Περιγράφοντας τη φαινομενολογία της μνήμης, ο Paul Ricoeur ισχυρίζεται ότι το παρελθόν εμφανίζεται ως εικόνα, ενώ η ανάμνηση και η προσπάθεια ανάμνησης είναι συνομιλιακή. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με το ποιητικό υποκείμενο σε πολλά από τα ποιήματα της συλλογής καθώς το παρακολουθούμε να ζει ταυτοχρόνως στον κόσμο του ονείρου και της πραγματικότητας στην προσπάθειά του να ανασυνθέσει τις «συνομιλίες» του παρελθόντος – «συνομιλίες» που τροφοδοτούνται από θραύσματα διαλόγων και θεατρικά αποτυπωμένες σκηνές, άλλοτε οικείες και άλλοτε ανοίκειες. Διαμορφώνει μέσω αυτών των μνημονικών ταξιδιών μια αυτοβιογραφική στρατηγική στα ποιήματά της καθοριστικό ρόλο στην οποία παίζει η αναβίωση του χώρου ως υλικό ίχνος της παρελθούσας, και παρόλα αυτά, ζωντανής εμπειρίας· και είναι αυτό ακριβώς που συνιστά και έναν από τους κύριους εικονογραφικούς τρόπους της ποίησής της. Ιδιαίτερες συμπαραθέσεις εικόνων που δημιουργούνται από ψυχικούς αντικατοπτρισμούς που επικάθονται πάνω σε λεπτομέρειες του φυσικού κόσμου ή σε αντικείμενα καθημερινής χρήσης και απότομες μετατοπίσεις της οπτικής που στρέφουν την προσοχή στις συνεχείς, δύσκολα εντοπίσιμες, αλλαγές του περιβάλλοντα κόσμου, με την κατανόηση να περνάει από το οπτικό στο νοητικό, συνθέτουν το εικονογραφικό της όραμα.
ΜΟΝΩΔΙΑ
στον πατέρα μου
Γιορτάζει ο κήπος θερινός
μόλις αντιληφθεί πως τον κοιτάζω.
Αναπολεί το τελετουργικό των χεριών σου
όταν πέτρα την πέτρα έγραφαν
την αόρατη πραγματεία της ευγένειας.
Η οσμή του πράσινου εξέρχεται δοξαστική
ανεβαίνει και διασκορπίζεται σαν στοχασμός
της ελιάς, της ροδιάς, της λεμονιάς
του έλατου, της λεβάντας.
Το νεύμα των θαλασσινών τόπων με προσπερνά.
Επωάζομαι γυάλινη
σαν έρημος πάλλουσα μα υποφωτισμένη.
Τόσες μετατοπίσεις σε μια μικρή ανάπαυλα
τόση ανθοφορία αδικαίωτη.
Τα σαλιγκάρια διασχίζουν ήσυχα την υγρασία του χόρτου
θα συναντήσουν σε λίγο τα βιαστικά μυρμήγκια
και την υπόγεια γλώσσα της αυτοσυντήρησης
τα έντομα θα διασταυρωθούν άστεγα
με το αιχμηρό μας σύμπαν
κι εμένα κάποτε, μια μέρα που δεν θα το περιμένω
μια ώρα του κήπου αδιάφορη
κάποιος θα προσπαθήσει
να με ελευθερώσει.
Θα έλεγα πως οι χώροι της μνήμης υποστασιοποιούνται στους στίχους της με τη βοήθεια που δίνουν «λέξεις-αντικείμενα», αντικείμενα που μπορεί, σε κάποιες περιπτώσεις, να αποκτούν τη διάσταση του συμβόλου, αλλά κυρίως αυτό που πετυχαίνουν είναι να χρησιμοποιούνται για να συγκροτήσουν την οπτική αποτύπωση μιας ψυχικής κατάστασης, υποδηλώνοντας συναισθήματα που δεν χρειάζεται να κατονομαστούν. Αυτές οι «λέξεις-αντικείμενα» αναδεικνύουν ως κατάλοιπα του παρελθόντος τον επιτελεστικό χαρακτήρα της μνήμης, όχι μόνο πυροδοτώντας την κάθε φορά που το ποιητικό υποκείμενο έρχεται σε επαφή με το αντικείμενο, αλλά και υποδηλώνοντας ότι συχνά τα παρελθοντικά ίχνη αναδύονται σε μια προσπάθεια του εαυτού να τα ακολουθήσει και να τα «επανασυναρμολογήσει» για να βάλει σε τάξη τον χρόνο και, μαζί με αυτόν, τον εαυτό.
ΩΔΗ ΣΤΗ ΒΑΛΙΤΣΑ
Άσαρκα και ενάντια
συνωθούμενα στη θλιβερή ασκητική
συμπιεσμένου σκότους
αφτέρουγα φτερουγίζουν
στη διαλεκτική υποκύπτοντας
προσωρινής αιχμαλωσίας.
[Φορέματα αποπλάνησης μεταξωτά
και μεταμεσονύχτια των διάφανων ψευδαισθήσεων
μια πρόνοια βαμβακερή για το αγιάζι
– φυσά εκεί που πας μακριά από τη συνήθεια
κι οι φαεινές ομίχλες επιφυλάσσουν κάποτε
έναν σπινθήρα βέβηλο για τα αρθριτικά.]
Τι γυρεύει το Γλωσσικό πλέγμα του Τσελάν
κάτω απ’ την τουρκουάζ μου μπιζουτιέρα
τα πάνινα σανδάλια παραλίας
δίπλα σε οράσεως γυαλιά
– μια εγρήγορση παγιδευμένη στο αβέβαιο
είναι εκ φύσεως μυωπική και θολωμένη –
τι γυρεύει μια εικονίτσα χάρτινη
πάνω από τα Depon
κι εσάρπες αφοδράριστες
ν’ αφήνουν άρωμα Chanel στις αποβάθρες;
Μια πλάνη απροβάριστη βλασταίνει ετοιμοθάνατη
πίσω απ’ το δίχτυ με το φερμουάρ
– να μη συγχέονται τα καθαρά με τα κηλιδωμένα –
και πια μόνο το άναυδο ακέραιο μεταφέρεται
δεν μεταφέρεται ο ουρανός κι η σκονισμένη λάμψη
τα γεγονότα της απλότητας
κι η τρυφερότητα που δεν εξουσιάζει. […]
![]() |
Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου γεννήθηκε στο Μόναχο, κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη και ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του Α.Π.Θ. Διδάσκει Δημιουργική Γραφή στη Θεσσαλονίκη και στην Κύπρο. Παράλληλα με την ποίηση ασχολείται με το δοκίμιο, με δημοσιεύσεις σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, αλβανικά, βουλγαρικά, ρουμανικά και περιέχονται σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, όπου διετέλεσε Γενική Γραμματέας, και του Κύκλου Ποιητών. |
Η υποκειμενική, βαθιά προσωπική, μνημονική εμπειρία δεν μπορεί να αποκοπεί όμως ούτε στη συγκεκριμένη ποιητική της συλλογή από τα ίχνη της εμπειρίας της συλλογικής μνήμης, ιστορικής και κοινωνικο-πολιτισμικής· γενικότερα, άλλωστε στην ποίηση της Λουκίδου οι προσωπικές ιστορίες συνομιλούν πάντοτε με το βαρύ φορτίο της σύγχρονης συγκυρίας εγγράφοντας στους στίχους της το έντονο και συνεχές άγχος που γεννά η ένταση μεταξύ του υποκειμένου και του κόσμου.
ΕΞΟΔΟΣ
ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ
Ώσπου απ’ τα μετόπισθεν των ασυνόδευτων νεκρών
–σαν αχνοχάραμα γραφής που αργοσαλεύει στα κτερίσματα–
κύκλοι ομόκεντροι σχημάτισαν αργά
μια προσομοίωση χώματος
όπως αλεύρι ολικής για την υγεία των ψυχών.
[Χρωστούσαμε μία χουφτίτσα απ’ την επάνω γη
που δεν τη ρίξαμε ποτέ στο κατευόδιό τους.] […]
Μας θυμίζει με τα ποιήματά της πως είμαστε συμμέτοχοι στην απώλεια σε επίπεδο τόσο κοινωνικο-πολιτικό όσο και μεταφυσικό και θα μπορούσε υπ’ αυτή την έννοια να περιγραφεί ο ποιητικός τρόπος της ως ποίηση της υπαρξιακής εμπειρίας του χρόνου, θυμίζοντάς μας ότι ο άνθρωπος είναι στην ουσία χρόνος και, κατά συνέπεια, απώλεια.
Η ποίηση της Λουκίδου στον Θυρωρό των ημερών έρχεται εντέλει αντιμέτωπη με τους προβληματισμούς και τα αδιέξοδα που γεννά η εσωτερική πάλη του ατόμου με ό,τι το απομακρύνει από την πραγματική ουσία της ύπαρξης...
Η αίσθηση της απώλειας ή η αγωνία της για τη χαμένη απώλεια διαπερνά, άλλωστε, το έργο της και αυτό το διάχυτο αίσθημα απώλειας με κάνει να χαρακτηρίσω τα ποιήματά της ως κρυφά ελεγειακά ή αντι-ελεγειακά –μια μορφή ελεγείας που δεν συμμορφώνεται με το συμβατικό παράδειγμα «απώλεια-παρηγοριά» που χαρακτηρίζει τις παραδοσιακές ελεγείες.
Αν δεχτούμε, σύμφωνα με όσα γράφει ο Jahan Ramazani στο βιβλίο του Poetry of Mourning: The Modern Elegy from Hardy to Heaney (1994), ότι οι αντι-ελεγείες αυτό που προσφέρουν δεν είναι απαντήσεις αλλά αξιομνημόνευτους γρίφους και προβληματισμούς, ότι δεν γράφονται ούτε για να θυμόμαστε ούτε για να ξεχνάμε, αλλά για να αλλάζουμε, τα ποιήματα της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου αποτελούν ένα τέτοιο παράδειγμα λόγου ως αντίδοτο στην απώλεια. Υπάρχουν, στην ελεγειακή ποίηση, διπλοί ενδοιασμοί σχετικά με την επιθυμία κάποιου να διατηρήσει την απώλεια, να μην χάσει εντελώς την απώλεια από τη μνήμη του, και ο φόβος του να κρατήσει αυτή την οδυνηρή εμπειρία της απώλειας.
Στην ποίηση της Λουκίδου, αυτή η συγκρουσιακή κατάσταση οδηγεί στη δημιουργία ενός τρίτου χώρου, χαρακτηριζόμενου από τη διατήρηση μιας μελαγχολικής έντασης που αποδεικνύεται πιο αποτελεσματική για την άσκηση ενός στοχαστικού κριτικού σχολιασμού για το είναι και τον κόσμο. Με τον τρόπο αυτό τα ποιήματά της γίνονται ένα μέσο μαρτυρίας για το πώς να ζει κανείς με την απώλεια και να διαχειρίζεται την αποκαλυπτική δυνατότητα της αμφιβολίας.
Η ποίηση της Λουκίδου στον Θυρωρό των ημερών έρχεται εντέλει αντιμέτωπη με τους προβληματισμούς και τα αδιέξοδα που γεννά η εσωτερική πάλη του ατόμου με ό,τι το απομακρύνει από την πραγματική ουσία της ύπαρξης – αυτό που την ταλανίζει, άλλωστε, είναι το νόημα και ο σκοπός της ζωής, η ανεπίλυτη ένταση ανάμεσα στην αυθεντική και τη μη αυθεντική ύπαρξη· όπως γράφει στο ποίημα «Πλανόδια μικροπωλήτρια μακριά απ’ την Ελευσίνα»: Ήθελα μόνο να μάθω πώς να ζω. Δημιουργεί ποιητικά υποκείμενα που κινούνται βαθιά μέσα στον εαυτό τους στην προσπάθειά τους να αναμετρηθούν με τον εαυτό και τον χρόνο σε ποιήματα η διανοητική πυκνότητα των οποίων λειτουργεί ως προτροπή για στοχασμό.
*Η ΜΑΡΙΤΑ ΠΑΠΑΡΟΥΣΗ είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Διδακτικής της Λογοτεχνίας – Πρόεδρος Π.Τ.Δ.Ε. του Παν/μίου Θεσσαλίας.