Για την ανθολογία «Η χαμηλόφωνη τόλμη» (εκδ. Νίκας). Κεντρική εικόνα: πίνακας του Τζον Γουίλιαμ Γουότερχαουζ εμπνευσμένος από ποίημα του Άλφρεντ Τέννυσον.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Ποιητές που τους σάρωσε η λήθη. Στίχοι που ντύθηκαν την απώλειά τους. Αισθητικά ρεύματα που έπαψαν να κυλούν ή που τα σάρωσαν άλλα νεότερα και πιο δυναμικά. Κατά την προτροπή του Γιάννη Βαρβέρη να «επισκεπτόμαστε τους ζώντες ποιητές», οφείλουμε να ανασύρουμε από τη σκόνη του χρόνου εκείνους κι εκείνες που τοποθετήθηκαν στην ελάσσονα γραμμή. Να τους επισκεπτόμαστε με τον δέοντα σεβασμό και τη ζέση να τους ξαναγνωρίσουμε.
Αυτό έκαναν έξι εξέχουσες φιλόλογοι που ως γυναίκες θέλησαν να ρίξουν φως στο έργο έξι ποιητριών που άλλη περισσότερο κι άλλη λιγότερο έχουν λησμονηθεί ή αποσιωπηθεί στις μέρες μας. Κάπως έτσι προέκυψε το συλλογικό έργο Η χαμηλόφωνη τόλμη (εκδ. Νίκας).
Η επιλογή
Η επιλογή των ποιητριών του 20ου αιώνα μόνο τυχαία δεν είναι. Πρόκειται για έξι λυρικές ποιήτριες (Ελένη Σ. Λαμάρη, Μαρία Πολυδούρη, Αιμιλία Δάφνη, Μυρτιώτισσα, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη και Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου) που κόντρα στον επελαύνοντα μοντερνισμό της εποχής τους, θέλησαν να παραμείνουν στον δικό τους χαμηλότονο λυρισμό που εκφράστηκε με παραδοσιακά μέτρα.
Τούτο το συλλογικό έργο δεν απευθύνεται σε «ειδικούς» ή ερευνητές. Δεν πέφτει στην παγίδα του ακαδημαϊσμού ή της λεπτοφυούς φιλολογικής ανάλυσης. Οπως σημειώνεται και στον πρόλογο οι Ασπασία Γκιόκα, Ζωή Κατσιαμπούρα, Τασούλα Καραγεωργίου, Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη, Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου και Ανθούλα Δανιήλ θέλησαν να πλησιάσουν τα έργα των ποητριών με σεβασμό και αγάπη προς το έργο τους.
Σκοπός τους δεν ήταν να τις τοποθετήσουν σε κάποιο βάθρο από το οποίο τυχόν έπεσαν (συν τω χρόνω) ή να τους προσδώσουν ιδιότητες και αξία που τυχόν δεν είχαν λάβει ως τώρα, αλλά να προσεγγίσουν την ειλικρίνεια και τη γνησιότητα που εκπέμπει το έργο τους.
Ειδικά αν κρίνουμε (πάντα εκ των υστέρων) ότι αποφάσισαν να ακολουθήσουν τα δικά τους αισθητικά και ποιητικά πρότυπα και να μην ακολουθήσουν το πνεύμα της εποχής τους. Το κοινό χαρακτηριστικό και των έξι ποιητριών είναι ότι μετέφεραν στους στίχους τους όλο το βάρος του συναισθήματος, της αγάπης και της απώλειας που βίωσαν στη ζωή τους.
Οι κοινές θεματικές τους είναι η αγάπη και ο θάνατος, αν και δεν λείπουν και κάποιες νύξεις για τα κοινωνικά και εθνικά θέματα. Ορισμένες, δε, άφησαν το αποτύπωμά τους ακόμη και στη λεγόμενη αντιστασιακή ποίηση.
Οι κοινές θεματικές τους είναι η αγάπη και ο θάνατος, αν και δεν λείπουν και κάποιες νύξεις για τα κοινωνικά και εθνικά θέματα. Ορισμένες, δε, άφησαν το αποτύπωμά τους ακόμη και στη λεγόμενη αντιστασιακή ποίηση. Το γεγονός ότι συγκαρινοί τους ποιητές (άντρες, φυσικά) τις εγκωμίασαν δεν φτάνει να πει όλη την αλήθεια, καθώς στα καλά τους λόγια υπήρχε πάντα μια κατακλείδα που -ουσιαστικά- μείωνε τα ποιητικά τους επιτεύγματα και τις περιόριζε σε έναν δευτερεύοντα γυναικείο ρόλο – ίδιον εκείνης της εποχής.
Με την απόσταση που προσφέρει ο χρόνος, οι έξι φιλόλογοι μάς προσφέρουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να θυμηθούμε ή να γνωρίσουμε από την αρχή κάποιες γυναικείες φωνές που ακόμη και σήμερα είναι σε θέση να μας «μιλήσουν» και να αφουγγραστούμε τις αγωνίες, τους πόθους και τα ποιητικά τους αποτυπώματα.
Οι ποιήτριες
Η Ελένη Σ. Λαμάρη (1878-1912) που ανθολογείται από την Ασπασία Γκιόκα υπήρξε ηπειρώτικης καταγωγής, αλλά έζησε στην Αθήνα. Χρωστάει μέρος της υστεροφημίας της στον Κώστα Καρυωτάκη. Ηταν την εποχή που είχε αρχίσει να αποτραβιέται από τη Μαρία Πολυδούρη.
Υπήρξε μια ευαίσθηση ύπαρξη που δεν ενδιαφερόταν για διασκεδάσεις όπως τα κορίτσια της εποχής της και μέσα στην απόκοσμη ζωή της ξεκίνησε να γράφει ποιήματα. Φευ, πέθανε νωρίς και δεν πρόλαβε να δείξει πολλά από το ταλέντο της.
Ωστόσο, έχει καταγραφεί ως μια φυσιογνωμία που έζησε πολλές στερήσεις, δεν παντρεύτηκε ποτέ και συχνά την έβλεπαν να γυρίζει τους δρόμους με έναν τόμο των ποιημάτων της ανά χείραας ζητώντας ελεημοσύνη. Πάντως, η ποίησής της δεν πέρασε απαρατήρητη από την κριτική της εποχής. Ιδιαιτέρως είχαν επαινεθεί τα σονέτα της για τη «μελαγχολική γαλήνη και αβρότητά τους».
Η Μαρία Πολυδούρη (1902-1930) που ανθολογείται από την Ζωή Κατσιαμπούρα υπήρξε σαφώς η πιο γνωστή από τις άλλες πέντε ποιήτριες, τόσο για τη θυελλώδη σχέση που είχε με τον Κώστα Καρυωτάκη, όσο και για το εγνωσμένης αξίας έργο της.Ξεκίνησε να γράφει από πολύ μικρή, αλλά αυτό που έκαιγε τα εφηβικά της όνειρα ήταν η προσμονή του έρωτα. Τότε ήταν που γνώρισε τον Τάκη, τον εργαζόμενο στη νομαρχία ποιητή, Κώστα Καρυωτάκη.
Η ερωτική τους ιστορία κράτησε λίγους μήνες, αλλά έμεινε στη θύμηση όλων για τη σφοδρότητά της. Πάντως, μετά το χωρισμό τους συνέχισαν να έχουν φιλικές σχέσεις Στις αρχές του 1923 αρρώστησε με αδενοπάθεια, στη συνέχεια αρραβωνιάζεται τον εύπορο δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου και ξεκίνησε να κάνει όνειρα ως ηθοποιός.
Η ποίησή της θα αλλάξει άρδην όταν θα αυτοκτονήσει ο Καρυωτάκης, γεγονός που την συνταρράσει ολοκληρωτικά. Καταξιωμένοι ποιητές της εποχής την εκθειάζουν, ενώ την ίδια στιγμή η υγεία της κλονίζεται ξανά. Πέθανε σε ηλικία μόλις 28 ετών.
Πάνω (από αριστερά προς τα δεξιά): Μαρία Πολυδούρη, Μυρτιώτισσα, Αιμιιλία Δάφνη. Κάτω (από αριστερά προς τα δεξιά: Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη, Ελένη Σ. Λάμαρη, Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου. |
Η Αιμιλία Δάφνη (1881-1941) που ανθολογεί η Τασούλα Καραγεωργίου γεννήθηκε στη Μασσαλία και έζησε στην Αθήνα μαζί με τον σύζυγό της, τον ποιητή Θρασύβουλο Ζωιόπουλο (γνωστός με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Στέφανος Δάφνης).
Η ποιητική καταξίωσή της ήρθε το 1923 με την ποιητική συλλογή Τα Χρυσά Καπέλλα που είχε προλογίσει ο Κωστής Παλαμάς. Ωστόσο, το άστρο της δεν έλαμψε όσο φαινόταν, καθώς έμεινε στη σκιά του άντρα της. Εφτασε στο αποκορύφωμά της την ίδια εποχή που η Γενιά του ‘30 δημιουργούσε ένα ισχυρό ρεύμα κομίζοντας ένα ανανεωτικό ρεύμα που συνδύαζε την παράδοση και την ελληνικότητα με τον μοντερνισμό. Κάπως έτσι, η ποίηση της Δάφνη υποχώρησε στις πίσω γραμμές της ελληνικής ποίησης.
Η Μυρτιώτισσα (1885/83/81-1968) που ανθολογείται από τη Δήμητρα Μπεχλικούδη έγινε ευρέως γνωστή από τη μελοποίηση του ποιήματός της «Σ’ αγαπώ» από τον Μάνο Χατζιδάκι, ενώ στη συνέχεια και ο Γιάννης Σπανός «έντυσε» στίχους της με νότες.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Θεώνη Δρακοπούλου και γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Από μικρή έδειξε την αγάπη της προς το θέατρο και την ποίηση. Επηρεάστηκε πολύ από τον Παλαμά, καθώς υπήρξε το πρότυπό της. Η ποίησή της είναι ποτισμένη από την προσμονή του έρωτα, την απώλεια, τη μοναξιά, τον θάνατο και τις παιδικές της μνήμες. Παραμένει σταθερή στην παράδοση και μένει μακριά από τον μεσοπολεμικό μοντερνισμό τόσο υφολογικά όσο και θεματικά.
Η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη (1905-1977) που ανθολογείται από την Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου μεγάλωσε στην Κρήτη μέσα σε στερήσεις. Εκτός από την ποίηση ασχολήθηκε με τη μετάφραση, το παιδικό θέατρο και την πεζογραφία (κυρίως για παιδιά).
Υπήρξε η «προσωπική εκτίμηση» του ποιητή Κλέωνα Παράσχου, όπως σημείωνε και ο ίδιος. Πέραν των ερωτικών ποιημάτων της, την περίοδο της Κατοχής, έγραψε επικαιρικά ποιήματα που διακρίνονταν από αγωνιστικό ρεαλισμό, αλλά και υφολογικές υπερβολές.
Αυτά τα ποιήματα δημοσιεύονταν στον παράνομο Τύπο της εποχής και είχαν κυκλοφορήσει σε πολλά αντίτυπα από την ΕΠΟΝ. Εγραψε το ποίημα «Εμπρός ΕΛΑΣ» που έγινε στη συνέχεια ύμνος του ΕΛΑΣ μελοποιημένος από τον Νίκο Τσάκωνα.
Η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου (1886-1997) που ανθλογείται από την Ανθούλα Δανιήλ υπήρχε εξέχουσα μορφή στην εποχή της και έχαιρε εκτίμησης από τους άρρενες ποιητές, αλλά και από τις φεμινίστριες της εποχής.
Γεννημένη στο μεταίχμιο δύο αιώνων έζησε έντονα το καλλιτεχνικό κλίμα που άνθισε εκείνα τα χρόνια και ασχολήθηκε τόσο με τη ζωγραφική όσο και με την ποίηση που τελικά την κέρδισε. Ο συμβολισμός θα την επηρεάσει σημαντικά και θα τη βοηθήσει να εκφράσει αυτά τα που θέλει με, καταφανώς, ηπιότερα τρόπο από τους κλασικούς συμβολιστές.
Πάντως, ο Καρυωτάκης είχε άλλη άποψη και στις Σατιρές του ασχολήθηκε προσωπικά μαζί της με όχι ιδιαίτερα κολακευτικό τρόπο. Αν και αποδεικνύεται στη συνέχεια πως στόχος του εν λόγω ποιήματος ήταν περισσότερο ο αυτοσαρκασμός του.
Η Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών την τίμησε για το έργο της με μια προτομή στο χώρο του παλαιού Μουσκέτου, ανάμεσα σε άλλους επιφανείς συμπατριώτες της, όπως ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο Αγγελος Σικελιανός και ο Λευκάδιος Χερν.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο)