
Για την ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Γεωργίου (εκδ. Ιωλκός). Κεντρική εικόνα: «Γυναίκα», πίνακας του Γιώργου Ρόρρη.
Γράφει η Ελένη Παπανδρέου
H δεύτερη ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Γεωργίου, με τον τίτλο Σε πτώση δοτικὴ (εκδ. Ιωλκός) βρίσκεται σε ανοιχτό διάλογο με το προηγούμενο βιβλίο του. Με μια ποίηση λυρική που γεννά το όνειρο αλλά και γεννιέται από αυτό, ο ποιητής διευρύνει τα όρια του για να χωρέσει το όλον, προσφέροντας τον εαυτό του στην ερωτικά αρχετυπική γυναίκα.
Η ποιητική συλλογή αποτελείται από τρεις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα «ΤΟ ΧΟΡΟΣΤΑΣΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ», που είναι και η εκτενέστερη του βιβλίου, επίκεντρο είναι ο έρωτας. Η γυναίκα προσεγγίζεται λατρευτικά, ως νοητικός άξονας της ύπαρξης που τρέφει την ανάγκη για ένωση και δημιουργία ταυτόχρονα. Η ονειρική διάσταση του ερωτικού στοιχείου είναι παρούσα, αποτελώντας πρωταρχική πηγή έμπνευσης, που από τη μια φωτίζει, και από την άλλη μεταμορφώνει τον υλικό κόσμο, αποδίδοντάς του μια αέρινη διάσταση.
Συχνά ο ποιητικός λόγος παίρνει τη μορφή μονολόγου, με σαφείς επιρροές από τον Γιάννη Ρίτσο, ενώ χαρακτηρίζεται από μία κίνηση εσωτερική. Ο ποιητής επιστρέφει στην πηγή της έμπνευσης μέσα από μια ματιά υπερρεαλιστική που βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με τον περιβάλλοντα χώρο, μεταμορφώνοντας τα συστατικά του στοιχεία σε μαγικούς αντικατοπτρισμούς των ψυχικών συνισταμένων. Με συχνή χρήση επιθέτων αναδεικνύει επιπλέον διαστάσεις και αναγνώσεις σε μια εικόνα, ένα συναίσθημα, μια έννοια.
Το αιώνιο δίπολο του έρωτα
Ένας άνδρας και μια γυναίκα. Το αιώνιο δίπολο τρέφει και τρέφεται από τον κύκλο της ζωής. Ερωτικός όσο και υπαρξιακός, ο Κ. Γεωργίου σκιαγραφεί την αιώνια γυναίκα, το απόλυτο θηλυκό. Είναι παρούσα με όλες τις αισθήσεις, αλλά και με όλα τα προσωπεία. Είναι η μούσα, η τροφός, η θάλασσα, το φως ή μια δική του προβολή. Κάποτε μοιάζει απτή και γήινη, φτιαγμένη από σάρκα και πόθο και κάποτε άπιαστη στην ολότητά της, εμπεριέχοντας «τὸ ἀστείρευτο μιᾶς στιγμῆς /ποὺ μᾶς συν-χώρεσε καὶ μᾶς ταξίδεψε στὸν Καιρό» (ΙΚΕΤΗΣ ΛΟΓΟΣ). Μέσα στον άνδρα κοιμάται το αιώνιο παιδί και μέσα στη γυναίκα η αιώνια μητέρα. Το παιδί ζει γιατί υπάρχει η μητέρα που τον τρέφει, τον θηλάζει, υπονοώντας την αρχέγονη πείνα της ύπαρξης μέσα από εκείνη.
Για τον ποιητή ο έρωτας είναι ένα άρμα εγκλωβισμένο στην υλική του διάσταση και εσωτερικά καιόμενο όπως υπονοείται στο ποίημα ΑΡΜΑΤΟΔΡΟΜΙΕΣ, είναι ένας διάλογος της σάρκας με τις αισθήσεις ώσπου να έρθει η πληρότητα, η ολοκληρωτική ένωση, που οδηγεί στην επιστροφή στην πηγή της ζωής, τη Μάνα Γη. Χαρακτηριστικοί αυτής της κατεύθυνσης είναι οι παρακάτω στίχοι από το ποίημα ΦΡΟΥΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ «σὲ δαγκώνω /στάζεις /σὲ γεύομαι /στενάζεις … σὲ ἀποφλοιώνω /ἀχόρταγα /σὲ μυρίζω /σὲ ρουφῶ /σὲ πιπιλῶ … μὲ ποτίζω /μὲ γεμίζω /μὲ σκορπίζω /ἀπὸ σένα … ΜΕ ΡΙΖΩΝΕΙΣ».
Ταυτόχρονα, είναι κι ένα ταξίδι από το Εγώ στο Εσύ, ένα άνοιγμα προς τον κόσμο. Ο γήινος έρωτας θρέφει και θρέφεται από την αιθέρια αγάπη, αναγνωρίζοντας ότι χωρίς τις ρίζες δεν μπορεί κάποιος ν’ αγγίξει τον ουρανό. Ο ποιητής σκηνογραφεί τον έρωτα με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο πρώτος είναι μέσα από τη σύνθεση ενός λυρικού τοπίου, όπου η φύση κυριαρχεί ως προβολή του συναισθηματικού γίγνεσθαι. Ο δεύτερος είναι μέσα από ένα σπίτι/δωμάτιο, ως χώρο σύμπτυξης της ύπαρξης. Πρόκειται για δομικά στοιχεία που περιβάλλουν την ποίησή του, εκτεινόμενα για να χωρέσουν και άλλες έννοιες, όπως η μνήμη και ο χρόνος, αλλά και αλληλοκαλυπτόμενα, μεταφέροντας τις εικόνες της φύσης μέσα σ’ ένα δωμάτιο (ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ).
Στην πρώτη περίπτωση ο χρόνος του έρωτα είναι το καλοκαίρι. Όνειρο και πραγματικότητα συμπλέουν σ’ ένα λυρισμό που καθηλώνει μέσα από εικόνες λεπτοφυούς ομορφιάς. Ο ποιητής ζωγραφίζει το αιώνιο καλοκαίρι λουσμένο στο φως και παραδομένο στη θάλασσα. Ο ίσκιος μιας κυδωνιάς ζυγίζει την ύπαρξη, λυγερόκορμα κλαδιά παιχνιδίζουν στον ήλιο, ο ψίθυρος της θάλασσας πολιορκεί τις διψασμένες ξερολιθιές (ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΟΙ ΩΡΕΣ, ΘΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ). Η αγάπη είναι ένα ιστιοφόρο που «κινεῖται πάντα χάρη στὴν δύναμη τῆς πνοῆς ἑνὸς Ἄλλου», η θάλασσα είναι παλλόμενο συναίσθημα, ο ήλιος καθαρό φως της ύπαρξης και τα λουλούδια έκφανση της ομορφιάς πριν γίνει καρπός ή σπόρος, όπου το τελευταίο λειτουργεί και ως σύμβολο γονιμότητας. Ο κόσμος μεταμορφώνεται σε εκείνη που τόσο τον εμπεριέχει όσο και εμπεριέχεται, ώσπου να γίνει, τι άλλο από, καθαρή ποίηση;
Η ΓΕΝΕΣΙΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Τὰ ποιήματά μου τίποτ’ ἄλλο δὲν εἶναι
παρὰ μόνο ἀνάγλυφες ἐντυπώσεις ποὺ ἀφῆσαν
τὰ πέλματα τῶν ποδιῶν σου στὸ ἀκροθαλάσσι,
ἔνστικτες φωτοσκιάσεις ἐπιθυμίας
χυμένες στὸ στῆθος χρυσοῦ καλοκαιριοῦ,
φιλήματα τ’ ἀπομεσήμερου στὰ χείλη τῆς ἄμμου,
λεπτὰ περιγράμματα γυμνῆς εὐαισθησίας
στὴν θέρμη τοῦ κόρφου τῆς βαθύζωνης γῆς,
σχεδίες ποὺ μὰς ταξίδεψαν στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγο,
στίχοι ξάγρυπνοι ποὺ πλάγιασαν δίπλα σου
καὶ μετροῦν στὴν ἀνάσα σου τοὺς ἤχους
τῆς καλλίρροης θάλασσας.
Στη δεύτερη περίπτωση το δωμάτιο είναι σκοτεινό, η δράση εσωτερική, το φως λιγοστό, προερχόμενο είτε μέσα από το όνειρο (που είναι η ποίηση) είτε μέσα από το Εσύ (που είναι η αγάπη). Στο ποίημα ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, ένας διάλογος ανάμεσα στο ποιητικό υποκείμενο και τη μνήμη, ως πύκνωση της ζωής που του χαρίσθηκε, οδηγεί στην αποκάλυψη του Εσύ μέσα από το Εγώ, αναδεικνύοντας το άλλο πρόσωπο σε βασικό προορισμό της ύπαρξης.
Στο ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΕΝ ΠΛΩ, μια κρεβατοκάμαρα γίνεται ένα ερωτικό σκηνικό λατρείας και προσμονής. Τα αντικείμενα χάνουν το χρηστικό τους ρόλο («τόσα χρόνια ἦταν ἔπιπλα ἀκίνητα, αἰχμάλωτα τῆς χρήσης τους») και γίνονται σκιές, δηλαδή συμπυκνωμένο σκοτάδι, οικειοποιούμενες την παρουσία της γυναίκας. Οι σκιές είναι ο κρυμμένος εαυτός – μια άυλη υπόσταση που ζει μέσα στο έρεβος μακριά από το φως που αποκαλύπτει. Φως και σκοτάδι γίνονται οι δύο όψεις του έρωτα που συνυπάρχουν όσο και αλληλοσπαράζονται.
Λυρικός διάλογος
Ο ποιητής ανοίγει ένα λυρικό διάλογο επιδιώκοντας την ερωτική σύγκλιση μέσα από τη διαφορετικότητα των δύο φύλων. Εκείνη θα δικαιώσει τη γυναικεία της φύση μέσα από τη λατρεία του δικού του σώματος. Εκείνος εμμένει στο όνειρο, τη φαντασιακή πηγή που χτίζει τον κόσμο από την αρχή, που γεννά το λόγο σε έναν καθολικό οραματισμό. Αναφέρεται μέσα στο ποίημα πως «Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ὀνειροβατοῦμε γιὰ νὰ ἡσυχάσουν οἱ ψυχὲς αὐτῶν ποὺ πέρασαν φευγαλέα, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ὀνειροπολοῦμε γιὰ νὰ θαρρύνουμε αὐτοὺς ποὺ θά ‘ρθουν» Το παιχνίδι των αισθήσεων θεριεύει καθώς ο κύκλος της ζωής ανοίγει την ίδια στιγμή που κλείνει. «Ἡ γῆ ὀργώθηκε, ποτίστηκε, σπάρθηκε, βλάστησε» ομολογεί ο ποιητής. Με αυτό τον τρόπο, γη και αιθέρας αντιδιαστέλλονται σε ένα τελικό σμίξιμο.
Στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου που φέρει τον τίτλο «ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ», συναντάμε μεγαλύτερη πύκνωση στο λόγο και εικόνες αφαιρετικές που οδηγούν σε σταδιακή κορύφωση. Τα ποιήματα μοιάζουν με μικρά σημειώματα ή αλληγορικές ιστορίες που μεταφέρουν μια σκέψη ή μια παρατήρηση, απευθυνόμενη αρχικά σε μια γυναίκα, ευρύτερα όμως στο σύνολο των ανθρώπων, με διάθεση άλλοτε ερωτική και άλλοτε στοχαστική. Η λιτότητα του λόγου δημιουργεί ένα ξάφνιασμα ή ένα μυστηριακό κάλεσμα σ’ έναν κόσμο όπου μια μαύρη κουκίδα αποκαλύπτει ένα χελιδόνι (ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΑ). Η ενατένιση του μικρού χτίζει το μεγάλο. Ενδεικτικά του ύφους της συγκεκριμένης ενότητας είναι τα δύο παρακάτω ποιήματα
ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΘΕΣΕΙΣ
Ὁ ἥλιος στὸ σύγνεφο,
τὸ πουλὶ στὸ δέντρο
καὶ σὺ στὸ κλουβί του.
ΓΥΜΝΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
Γυμνὸ ἄγαλμα
Γυμνὸ σπίτι
Γυμνὰ σώματα
Γυμνὴ καὶ ἡ ἀγάπη
Με την τρίτη ενότητα που έχει τον τίτλο «ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΝΥΧΤΑ» ο Κ. Γεωργίου μετακινείται σε μια ποίηση οραματική όπου «οἱ στίχοι τῶν ποιητῶν θὰ λευτερωθοῦν ἀπὸ τὰ χάρτινα δεσμωτήρια» (Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ). Το αιώνιο παιδί καλείται σε απολογία. Μειδιά τις λογικές συνεπαγωγές, μεταμορφώνει τις νίκες σε ήττες και απλώνοντας τα χέρια στον κόσμο αποκαλύπτει τις πληγές του. Κόκκινο, παντού κόκκινο. Κόκκινο για τις πληγές, για τον ήλιο που ξεψυχά στην αλλαγή της μέρας, για το κρασί της μετάληψης, για τους αιματοβαμμένους στίχους. Ο ποιητής αναρωτιέται «Τόσο κόκκινο πῶς νὰ χωρέσει στὸν κόσμο μας;».
ΑΥΓΙΝΟ ΡΑΜΦΙΣΜΑ
Τὸ λιόδεντρο κι ὁ βράχος.
Τὸ λιθάρι καὶ ἡ στέγη.
Πιὸ πέρα τὰ γδυτὰ μάρμαρα
–σπαργανωμένα-
αἰῶνες τώρα ἀγκαλιάζουν σφιχτὰ
τὴν γῆς ποὺ τὰ βύζαξε.
Στὰ σύδεντρα οἱ σκιὲς εὐγενῶν προσμονῶν
ἀνακλαδίζουν τὰ φύλλα τῆς αὐγῆς
στὰ ροδαλά της μάγουλα.
Ὁ μεγάλος πετεινὸς πάνω στὸν φράχτη.
Δὲν ἔβγαλε μιλιά.
Μόνο ἀκόνισε τὰ νύχια του
στὴν πέτρα τῆς νύχτας,
τίναξε τὰ κατακόκκινα φτερά του
καὶ ράμφισε τὸν ἥλιο.
Ο χρόνος έχει διττό ρόλο στο έργο. Από τη μια πλευρά ορίζει το πλαίσιο του δράματος, καθώς γίνεται η ροή, το εκκρεμές που φωνάζει τα πρόσωπα, ο παντεπόπτης «ποὺ χώνεψε τὶς μέρες μας κάτω ἀπὸ τὰ κλώνια τῶν βλεφάρων στὸν ἴσκιο τοῦ ὕπνου», όπως αναφέρεται στο ποίημα ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ. Από την άλλη πλευρά, μέσα από το ερωτικό παιχνίδι, διαστέλλεται. Εκεί, η στιγμή ως βιωμένη αλήθεια μεταμορφώνεται σε ένα ταξίδι στην αιωνιότητα. Αν και το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται στο παρόν, προσηλωμένο στη σαρκική εμπειρία, υπονοείται μία ψυχική ανάταση, ένα βίωμα μεγαλύτερο, που οδηγεί στη διεύρυνση του Εγώ σε Εμείς. Καθώς η ποιητική συλλογή προχωράει, αυτό το βίωμα ξεπερνάει τα στενά ερωτικά όρια και γίνεται ένα καθολικό όραμα ένωσης, μέσα από το άνοιγμα της καρδιάς και την απόλυτη μορφή προσφοράς· αυτή του ίδιου μας του εαυτού.
Ο ΕΚΠΕΠΤΩΚΩΣ
Ἄνθρωπε,
ἐσένα καλῶ,
σ’ ἐσένα φωνάζω.
Μ’ ἀκοῦς;
Τὴν μόνη
πτώση
ποὺ σοῦ ἀναγνωρίζω
εἶναι αὐτή,
σὲ πτώση δοτική.