Για το βιβλίο «Στην ομορφιά που δημιουργούν οι άλλοι: 50 ποιήματα» του Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: © Andrik Langfield (Unsplash).
Γράφει ο Γιώργος Βέης
-και πάντα πρέπει να θυμάμαι ότι το χέρι σου
Που κρατώ είναι φτιαγμένο από όνειρα
(από το βιβλίο, σελ. 83)
Παραθέτω κατά λέξη τους πέντε καταληκτικούς στίχους από το ποίημα με τίτλο «Ο Κίρκεγκωρ για τον Χέγκελ», όπως μεταφέρεται στη γλώσσα μας στη σελίδα 27 της ως άνω συλλογής: «Ζούμε λαχταρώντας./ Στα όνειρά μας οι σύρτες / και τα κάστρα ανοίγουν. Όποιος δεν βρήκε καταφύγιο /στο μεγάλο αποζητά το μικρό. Θεός / είναι ο μικρότερος σπόρος παπαρούνας στον κόσμο, / που ξεχειλίζει από μεγαλείο». Η γνωστή σπινοζική θέση Deus sive Natura, ήτοι Θεός ή Φύση (βλ. Ηθική, Ι, 25), παραχωρεί συνειδητά στην πρόταση αισθητικής τεκμηρίωσης του Πολωνού δημιουργού λόγου Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι (1945 – 2021) το απαραίτητο σημασιολογικό βάθος. Ο ποιητής, για να διατυπώσω διαφορετικά το προαναφερόμενο συμπέρασμα, φρονεί ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Θεός ενεργεί όχι ως να ήταν μια Φύση ήδη δημιουργημένη, δηλαδή απλώς μια φύση naturata, αλλά ως να ήταν αυτοπροσώπως η ίδια ακριβώς η Φύση naturans. Όπως ενδεχομένως θα πρόσθετε με έμφαση και δικαίως ο Καρλ Γιάσπερς.
Το θεμέλιο του σύμπαντος κόσμου
Κατά συνέπεια άμεση και αναμφισβήτητη, στο έργο του επιδραστικού αυτού ποιητή, οι λέξεις Θεός και Φύση συναποτελούν το αυτό πραγματικό γένος, μια αρχετυπική υπόσταση, η οποία συνιστά το θεμέλιο του σύμπαντος κόσμου. Εξ ου και η επιλογική βασανιστική διερώτηση, όπως επακριβώς κατατίθεται: «Ποια είναι η στιγμή που εμφανίζεται η θεότητα; /Πώς μπορούμε να το γνωρίζουμε, αφού μιλάμε / γι’ αυτήν πάντα / στον αόριστο ή στον μέλλοντα (ελπίζοντας!) / Την περιγράφουμε όντας ήδη σε άλλη χώρα, / όπου μας έχει μεταφέρει ένα αδάμαστο τρένο, / που δεν σταματά στον μικρό εκείνο ήσυχο σταθμό / που ονομάζεται Ομορφιά, μέρος / που δεν είναι σε θέση να διακρίνει».
Ο συγκερασμός των δήθεν αντιθετικών συστατικών της επιλεγμένης ρηματικής διάρθρωσης δηλώνει, εκτός των άλλων, την ικανή και αναγκαία επάρκεια των στοχαστικών επεξεργασιών.
Γενικεύοντας, θα υποστήριζα μάλιστα ότι ο διάλογος του Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι με το φιλοσοφικό κληροδότημα χαρακτηρίζει το σύνολο του διαβήματός του στο ειδικότερο πεδίο σημαίνοντος λόγου. Ακόμη και στα πρώιμα έργα του, όπως φέρ’ ειπείν σ΄ εκείνη την «Ωδή στην απαλότητα» του 1985, η θεσμοθέτηση εννοιολογικών κανόνων, η οριοθέτηση μεταιχμίων φαντασιακού – συμβολικού – «αληθινού» και η κανονιστική ρύθμιση κρίσιμων αφορισμών είναι εμφανέστατη. Ο συγκερασμός των δήθεν αντιθετικών συστατικών της επιλεγμένης ρηματικής διάρθρωσης δηλώνει, εκτός των άλλων, την ικανή και αναγκαία επάρκεια των στοχαστικών επεξεργασιών. Το παραπάνω ποίημα έχει αυτούσιο ως εξής: «Τα πρωινά είναι τυφλά σαν νεογέννητες γάτες. /Τα νύχια μεγαλώνουν με τόση βεβαιότητα, για λίγο/δεν γνωρίζουν τι πρόκειται ν’ αγγίξουν. Τα όνειρα/είναι απαλά, και η τρυφερότητα προβάλλει απειλητικά/σαν ομίχλη, σαν την καμπάνα του καθεδρικού της Κρακοβίας/προτού κρυώσει». Ανάλογα ισχύουν επίσης και σε ένα από τα επιλογικά κομμάτια του βιβλίου που φέρει τον σημαδιακό εκείνο τίτλο «Πραγματεία περί κενότητας». Το μεταφέρω ολόκληρο: «Σ’ ένα βιβλιοπωλείο βρέθηκα τυχαία στο τμήμα με βιβλία για το Ταό, ή / για ν’ ακριβολογώ, μπροστά την Πραγματεία περί κενότητας./ Χάρηκα, αφού εκείνη τη μέρα ένιωθα απόλυτα κενός./Τι απροσδόκητη συνάντηση –πόσο σπάνια– ο ασθενής / συναντά τον γιατρό, /ο γιατρός σωπαίνει».
Ασφαλώς οι υπαινικτικοί τρόποι είναι ιδιαίτερα προσφιλείς. Ο εν λόγω ποιητής, ο οποίος συγκαταλέγεται στους επιφανέστερους διαδόχους των συμπατριωτών του Τσέσλαβ Μίλος (1911 - 2004), Βισουάβα Σιμπόρσκα (1923 – 2012) και Ζμπίγκνιεφ Χέρμπερτ (1924 – 1988), γράφει κατ΄ οικονομίαν. Το αυστηρό πρωτόκολλο της συνοπτικής αποτύπωσης των σημαινομένων αποδίδει καρπούς. Η νύξις επιβάλλει κανόνες δομής. Στο σημείο αυτό ένας χαρισματικός Πολωνός Αδάμ συναντά τον περιηγητή του μείζονος Λαβυρίνθου. Παραβάλλω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής χαρακτηριστικά: «Τώρα έχω φτάσει στο συμπέρασμα (και το συμπέρασμα αυτό μπορεί να ακούγεται λυπηρό), πως δεν πιστεύω πια στην έκφραση: πιστεύω μόνο στον υπαινιγμό. Άλλωστε, τι είναι οι λέξεις; Οι λέξεις είναι σύμβολα για αναμνήσεις που τις έχουμε κοινές με άλλους ανθρώπους. Αν εγώ χρησιμοποιήσω μια λέξη, τότε πρέπει εσείς να έχετε κάποια εμπειρία εκείνου για το οποίο δηλώνει η λέξη. Εάν δεν έχετε, η λέξη δεν σημαίνει τίποτα για σας. Νομίζω πως μπορούμε μόνο να υπαινισσόμαστε, πως μπορούμε να κάνουμε τον αναγνώστη να φαντάζεται. Ο αναγνώστης, αν είναι αρκετά εγρήγορος, μπορεί να ικανοποιηθεί με την απλή νύξη ενός πράγματος» (βλ. Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Η Τέχνη του Στίχου, ειδικότερα τη διάλεξη με τίτλο «Το πιστεύω ενός Ποιητή», μετάφραση: Μαρία Τόμπρου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2006, σελ. 148).
Επισημαίνεται ότι ο μεταφραστής ευχαριστεί αρμοδίως τόσο την κυρία Ιουστίνα Σλόβικ, όσο και την κυρία Ούρσουλα Χόπκο, στελέχη της εδώ Πολωνικής Πρεσβείας, οι οποίες μελέτησαν τις μεταφράσεις του από τα αγγλικά σε αντιπαράθεση με το πολωνικό πρωτότυπο. Όπως διαφάνηκε από την όλη επίμονη αντιπαραβολή, οι αγγλικές μεταφράσεις που προηγήθηκαν δεν υπήρξαν κατά κανόνα πιστές στο πρωτότυπο. Είναι προφανές ότι ο Άνταμ Ζαγκαγιέφσκι δεν θα ενέκρινε μιαν «άτακτη», μιαν εξόφθαλμα ατίθαση και απολύτως ελεύθερη απόδοση των ποιημάτων του σε μια άλλη γλώσσα. Η σημερινή μεταγραφή δικαίως κρίνεται απόκτημά μας.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή κειμένων «Καταυλισμός» (εκδ. Ύψιλον).
Αποσπάσματα από την έκδοση
«Κάθε μεγάλος ποιητής ζει ανάμεσα σε δύο κόσμους. Ο ένας, είναι ο πραγματικός, απτός κόσμος της ιστορίας, ιδιωτικός για κάποιους, δημόσιος για άλλους. Ο δεύτερος είναι ένα πυκνό στρώμα ονείρων, φαντασίας, φαντασιώσεων. Αυτές οι δύο περιοχές διεξάγουν μεταξύ τους πολύπλοκες διαπραγματεύσεις, το αποτέλεσμα των οποίων είναι τα ποιήματα [...] έχω συνείδηση ότι το επιτυχημένο ποίημα οφείλει την επάρκειά του σε κάποια γλωσσική εφευρετικότητα, αλλά αυτή από μόνη της δεν φτάνει. Χρειάζεται εξίσου η ευρηματικότητα στο επίπεδο της μεταφοράς – και στο τέλος όλα αυτά αναπόφευκτα οδηγούν στο νόημα. Κάθε ποίημα είναι ένα σημαινόμενο. Κάτι μεταδίδει» [...]
Ο ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ ΚΛΑΙΕΙ
Ναι, είναι ο ίδιος Σοπενχάουερ (1788-
1860), ο συγγραφέας του Ο κόσμος ως βούληση
και παράσταση, αυτός που ανακάλυψε την πανουργία
της φύσης και τη Μουσική των Σφαιρών. Αργότερα,
κάποιος θα τον αποκαλέσει δάσκαλο. Τίποτα δεν έχει συμβεί
γιατί τίποτα δεν συμβαίνει. Είναι απλώς ένα συγκεκριμένο
παιδί, ένα παλιόπαιδο που μοιάζει ελαφρώς
με μια γυναίκα που γνώρισε στα νιάτα του –
τα νιάτα δεν υπάρχουν– ένα παιδί που του χαμογέλασε
χωρίς αποτέλεσμα, όντας, μάλλον,
ένας κατάσκοπος της φύσης.
Ο Σεπτέμβριος, δεν έχει σημασία,
δεν ανοίγει πια καρδιές, η γη απλώς
σκληραίνει σιγά σιγά.
Επιστρέφει σπίτι, κλειδώνεται
μέσα, κρύβεται από έναν υπηρέτη. Πόσο εύκολα
γυρίζει το κλειδί. Μάλλον συμμετέχει
στη συνωμοσία. Κλαίει. Το λιπόσαρκο σώμα του μεγάλου
φιλοσόφου, η έβδομη ήπειρος, τρέμει.
Το γιλέκο του. Το άκαμπτο κολάρο του.
Κίτρινα μάγουλα. Καφέ ρεντιγκότα.
Όλα αυτά τα περιττά τρέμουν,
λες και οι βόμβες είχαν ήδη πέσει
στη Φρανκφούρτη. Η μοναξιά του, σκληρά υφασμένη,
λεπτή σαν ολλανδικό λινό, τρέμει.