Για το ποιητικό βιβλίο του Ντίνου Σιώτη «Σχεδόν αύριο» (εκδ. Καστανιώτη). Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία του Gianni Berengo Gardin.
Γράφει η Ευσταθία Δήμου
Η νεότερη και σύγχρονη ποιητική συνθήκη έχει υιοθετήσει τον όρο «κοινωνική ποίηση» προκειμένου να ομαδοποιήσει κάτω από τη σκέπη του ποιητικές δημιουργίες με σαφή και πρόδηλο τον κοινωνικό χαρακτήρα, την πρόθεσή τους να αποτελέσουν ένα κοινωνικό σχόλιο, μια ανατομία της πραγματικότητας όπως αυτή μορφοποιείται μέσα στις διάφορες περιστάσεις της ζωής. Οι δημιουργίες αυτές διατηρούν ή καλύτερα προκρίνουν τις γέφυρες με την κοινωνική αλήθεια, γέφυρες που προσλαμβάνουν τη μορφή ευθειών αναφορών και επισημάνσεων σε πρόσωπα και γεγονότα γνωστά και οικεία στον μέσο αναγνώστη που προσέρχεται σε αυτού του είδους την ποίηση με την κοινωνική του ταυτότητα την οποία αφήνει να (ανα)διαμορφωθεί και να προσλάβει μια άλλη διάσταση και έναν νέο προσανατολισμό.
Ένα είδος ποιητικού ρεπορτάζ
Κάπως έτσι εξέρχεται από το ποιητικό σύμπαν που τεχνουργεί ο Ντίνος Σιώτης με το τελευταίο του ποιητικό βιβλίο, Σχεδόν αύριο, που, ευθύς εξ αρχής από τον τίτλο, δηλώνει την αφόρμησή του από τη συγχρονία και τον τρόπο με τον οποίο αυτή κυοφορεί και προετοιμάζει το αύριο και το μέλλον. Ο χαρακτηρισμός «Πανοπτικόν ποίημα» που δίνει ο ποιητής στη σύνθεσή του αναδεικνύει με μεγαλύτερη ευκρίνεια τη διάθεση του δημιουργού να εποπτεύσει το σύνολο της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας, να μετατραπεί σε παρατηρητή και απολογητή της. Γιατί, πράγματι, η περιήγηση στο ποίημα αυτό μετατρέπεται από τους πρώτους κιόλας στίχους σε ένα είδος ποιητικού ρεπορτάζ, με τον αναγνώστη να συλλέγει ένα ένα τα κοινωνικά δεδομένα, εν είδει κινούμενων εικόνων, σχολίων και σχολιασμών, και να καλείται σε έναν απολογισμό και μια αποτίμησή τους όπως την έχει προδιαγράψει γι’ αυτόν ο ποιητής.
Η ταχεία ροή του ποιητικού λόγου του Σιώτη, έντονα ρυθμική ώστε να προκαλεί, πέρα από την κριτική σκέψη, την αισθητική απόλαυση, διαμορφώνει ένα ιδιαίτερα πρόσφορο πεδίο ετερο-γνωσίας και αυτογνωσίας για τον αναγνώστη [...]
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μορφή του ποιήματος του Σιώτη δεδομένου ότι πρόκειται ουσιαστικά για ένα ενιαίο και συμπαγές κείμενο που εξελίσσεται μέσα από την αδιάκοπη ροή τρίστιχων στροφών η καθεμιά από τις οποίες δένεται με την προηγούμενη και την επόμενη όχι μόνο στιχουργικά, αλλά και νοηματικά. Θα μπορούσε κανείς να δει σε αυτήν την επιλογή τη βούληση του δημιουργού να ισορροπήσει ανάμεσα στη σύντομη στιχουργία και στην ακριβώς αντίθετή της, τη συνθετική δηλαδή ποιητική δημιουργία που γεφυρώνει και συνδυάζει τις δύο αντίθετες και αντιφατικές μεταξύ τους επιθυμίες του αναγνώστη, την προτίμησή του δηλαδή στην εύστοχη, καίρια και καταλυτική έκφραση και, από την άλλη, σε ένα ευρύ και ολοκληρωμένο ποιητικό σύνολο. Γεγονός είναι πάντως ότι με τον τρόπο αυτόν ο Σιώτης επιτυγχάνει την αμείωτη διατήρηση του ενδιαφέροντος και της προσοχής του αναγνώστη διαμορφώνοντας ουσιαστικά μια γραμμή που είναι ταυτόχρονα και πυρήνας γύρω από τον οποίο πλέκεται η ποιητική παρατήρηση της πραγματικότητας, κυρίως όμως η ποιητική παρατήρηση του ίδιου του ανθρώπου όπως αυτός ζει και υπάρχει μέσα στη σύγχρονη κοινωνία.
Η ταχεία ροή του ποιητικού λόγου του Σιώτη, έντονα ρυθμική ώστε να προκαλεί, πέρα από την κριτική σκέψη, την αισθητική απόλαυση, διαμορφώνει ένα ιδιαίτερα πρόσφορο πεδίο ετερο-γνωσίας και αυτογνωσίας για τον αναγνώστη, του προσφέρει δηλαδή τη δυνατότητα να αντικρίσει μέρος ή ακόμα και το σύνολο του εαυτού του μέσα σε έναν καθρέφτη που δεν θα κρύβει, ούτε θα ωραιοποιεί καμιά από τις πτυχές του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του. Ίσα ίσα που αυτές ξεπροβάλλουν ολοκάθαρες, τίθενται σε πρώτο πλάνο και τον καλούν να διαπιστώσει όχι μόνο τον βαθμό αλήθειας τους, αλλά και την ποιότητά τους, την αποκαλυπτική του ρόλο και της λειτουργίας τους φόρτιση. Έτσι, χωρίς ίσως και να το καταλαβαίνει, αφού αυτό μεθοδεύεται επιδέξια από τον ποιητή, ο αναγνώστης εμπλέκεται σε μια διαδικασία διερώτησης και αποδοχής που αφορά πρωτίστως το ήθος του, νοούμενο όχι μόνο ως χαρακτήρα, αλλά και ως των πάγιων και παγιωμένων συνηθειών του, αυτών που έχουν γίνει πια τρόπος και τόπος ζωής και δράσης. Μέσα στο πλαίσιο αυτό το προσωπικό μετακυλύει και γίνεται συλλογικό, η ατομική εμπειρία και γνώση μετατίθεται στο επίπεδο του κοινωνικού και γίνεται βίωμα που αφορά πια το σύνολο έτσι όπως αυτό έχει μορφοποιηθεί από μια ορμή, μια δύναμη και μια δυναμική εξομοιωτική και αφομοιωτική μαζί:
(η τόνωση του κόσμου με δόσεις μετριότητας με
εφησυχάζει και με απομακρύνει απ’ τα πραγματικά
του προβλήματα, το να λένε οι τηλεπαρουσιαστές
των πρωινάδικων στο κοινό ότι είναι της μόδας να ’ναι
κανείς ηλίθιος, χυδαίος, άσχετος, βιαστής, μάγκας,
αμόρφωτος είναι πολύ τονωτικό και ανταποδοτικό),
Ύφος ανθρώπινο και ανθρωποκεντρικό
Η ιδιαίτερη κοινωνική στόχευση του ποιητή εκβάλλει και αποτυπώνεται στο ύφος και συνακόλουθα το ήθος του ποιητικού λόγου που εξακτινώνεται σε διάφορες κατευθύνσεις και γίνεται άλλοτε καταγγελτικό, άλλοτε κριτικό, καυστικό ή ειρωνικό, άλλοτε πάλι τρυφερό και παρηγορητικό, καταπραϋντικό και λυτρωτικό. Όποια απόχρωση όμως κι αν προσλάβει παραμένει πάντα ένα ύφος ανθρώπινο, ένα ήθος ανθρωποκεντρικό που αποκαλύπτει τη μέριμνα του δημιουργού για το παρόν και το μέλλον του κόσμου, για την αυριανή συνθήκη της (συν)ύπαρξης, που μοιάζει και είναι πραγματικά μια τεράστια πρόκληση.
Ο ποιητής, μένοντας στο εδώ και το τώρα, ανατέμνοντας τις εκφάνσεις του σύγχρονου, παγκόσμιου βίου, θα μπορούσε κανείς να πει ότι διακατέχεται από μια έντονη απαισιοδοξία που εκκινεί και δικαιολογείται από την ποιότητα των εκφάνσεων αυτών, από την παραμονή της κοινωνίας σε ένα επίπεδο μετριότητας, πόρρω απομακρυσμένης από την επιζητούμενη και επιθυμητή εκδήλωση ενός ανώτερου ανθρώπινου ήθους. Κι όμως, αυτή η απαισιοδοξία που μπαίνει κανείς στον πειρασμό να εντοπίσει ή ακόμα και να υποθέσει, ανατρέπεται άρδην από τη μαχητικότητα και την οξυδέρκεια με τις οποίες προικίζει τους στίχους του ο Σιώτης, έτσι ώστε να μετατρέπονται στο νυστέρι και ταυτόχρονα το σώμα της κοινωνίας προκειμένου αυτή να μπορέσει, με την ποιητική παρέμβαση και παρεμβολή, να ορθωθεί στο ύψος των περιστάσεων και να αρθρώσει τον δικό της, τον νέο λόγο, μακριά από εξαρτήσεις και δεσμεύσεις ξένες προς την τέχνη, τη δημιουργία, τον άνθρωπο:
κεφάλια που γέρνουν, παραγγελίες νεκρών για έναν πιο
άνετο τάφο, επιδόματα θέρμανσης, αυτή δεν θέλω να
είν’ η Ελλάδα, πάντως εμένα πανέτοιμες είναι οι ρίζες
μου να διεκδικήσουν έναν ουρανό πιο φωτεινό, μια
θάλασσα πιο πλατιά, έναν κόσμο πιο δίκαιο, που θα ’χει
για όλους δουλειά, ψωμί, έρωτα και φαντασία, ρίζες που
δεν θα βουλιάζουν στη μαυρίλα αλλά θα μας φωτίζουν
με το αρχέγονο φως τους, ρίζες που τις διακρίνω
να πλησιάζουν μέσα από ένα πυκνό σχεδόν αύριο.
* Η ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ είναι ποιήτρια και φιλόλογος.