
Για την ποιητική συλλογή της Μάρσιας Ισραηλίδη «Τα μικρά μεγάλα» (εκδ. Βακχικόν). Στην κεντρική εικόνα, το έργο «Heart Shape» του Ali Esmaeilipour.
Γράφει η Μάνια Μεζίτη
Τα μικρά μεγάλα, η πρώτη συλλογή με ποιήματα της Μάρσιας Ισραηλίδη (εκδ. Βακχικόν) χωρίζεται σε δύο μέρη. Τα ποιήματα του πρώτου μέρους είναι μάλλον ευσύνοπτα. Οι τίτλοι έπονται των ποιημάτων. Ως προς το περιεχόμενο αναφέρονται στην εστία και την οικογένεια. Για την ακρίβεια, όχι στο πατρικό σπίτι του υποκειμένου, αλλά στην οικογένεια που το ίδιο δημιούργησε. Αντικείμενα του σπιτιού, όπως το χαλάκι του μπάνιου, το πάπλωμα, δύο γυάλινα ποτήρια και άλλα μικρά καθημερινά πράγματα, μετατρέπονται σε φορείς συναισθημάτων. Η τρυφερότητα, η ασφάλεια, η θαλπωρή και η γαλήνη που αποπνέει η οικογενειακή εστία μεταφέρονται με τα ψίχουλα πάνω στο τραπέζι, τη βρύση που στάζει, το τζάκι. Με αυτόν τον τρόπο η Ισραηλίδη καθιστά τα μικρά μεγάλα.
Ίσως το υποκείμενο νιώθει την ανάγκη να αναφερθεί σε όσα μας δίνονται μέσα στη φρενίτιδα της καθημερινότητας, τα οποία συνήθως δεν προλαβαίνουμε να τα εκτιμήσουμε, ούτε να τα απολαύσουμε.
Φανταζόμαστε ένα σπίτι που βλέπει τη θάλασσα, ακούμε τους ήχους του καλοκαιριού, τα τριζόνια, νιώθουμε το χάδι του ζευγαριού κάτω από τα σκεπάσματα, την ανάσα ενός παιδιού στο μάγουλό μας. Οι εικόνες στην ποίησή της είναι οπτικές, κινητικές και ακουστικές. Μέσω αυτών τονίζεται η σύνδεση, το «μαζί» των μελών της οικογένειας, οι ανέφελες στιγμές τους. Και μοιάζουν παράξενα αυτά τα ευτυχισμένα ποιήματα, σαν να στέκουν μόνα τους στο ξεροβόρι, αφού η ποίηση μας έχει συνηθίσει να μιλάει κυρίως για τη θλίψη και την απώλεια. Ίσως το υποκείμενο νιώθει την ανάγκη να αναφερθεί σε όσα μας δίνονται μέσα στη φρενίτιδα της καθημερινότητας, τα οποία συνήθως δεν προλαβαίνουμε να τα εκτιμήσουμε, ούτε να τα απολαύσουμε.
Αλλά ορθά κάνει, κατά τη γνώμη μου, όταν στο ποίημα «δοχείο με μπισκότα» τονίζει πως είναι ύπουλο πράμα οι προσδοκίες. Η ζωή κατ’ εξακολούθηση μας αποδεικνύει πως ιδίως σε ό,τι αφορά την οικογένεια, πρέπει να διατηρούμε χαμηλές προσδοκίες. Η γαλήνη της θάλασσας από τη μια στιγμή στην άλλη μετατρέπεται σε θύελλα, η βρύση που στάζει σε βασανιστήριο και το κέικ της μαμάς γίνεται κάτι που βαρεθήκαμε να τρώμε. Γι’ αυτό άλλωστε καραδοκεί η ποίηση ως Τέχνη. Και η Ισραηλίδη δείχνει πως έχει συνείδηση: προς το παρόν, όπως λέει η ίδια, αιχμαλωτίζει πεταλούδες / μυρμήγκια / σκαθάρια / και ό,τι άλλο / της έμαθαν / πως είναι μικρό και ακίνδυνο / αργότερα / θα δοκιμάσει μεγαλύτερα ζώα.
Το χαμηλόφωνο ύφος του πρώτου μέρους δίνει τη θέση του σε μια πιο δυνατή γραφή
Το δεύτερο μέρος της συλλογής ξεχωρίζει από το πρώτο με άρρητο αλλά ενδεικτικό τρόπο: οι τίτλοι τώρα μπαίνουν πάνω από τα ποιήματα προσδίδοντάς τους επιπλέον κύρος. Το χαμηλόφωνο ύφος του πρώτου μέρους δίνει τη θέση του σε μια πιο δυνατή γραφή, πιο εξωστρεφή, όχι όμως κραυγαλέα. Η ποιήτρια επιχειρεί να προσεγγίσει τον πόνο, πάντα με διακριτικότητα, ενώ συγχρόνως επιχειρεί και κάποιου βαθμού κοινωνικό σχολιασμό.
Ωστόσο, η Ισραηλίδη ξεκινάει απτόητη και το δεύτερο μέρος της συλλογής αναφερόμενη στις ευχάριστες αναμνήσεις του υποκειμένου από τα παιδικά του χρόνια, δηλαδή, το ποδήλατο, το παιχνίδι στον καναπέ, τον διόλου ευκαταφρόνητο ρόλο της μεγάλης αδερφής, για να περάσει εντέλει, πάντα με κομψότητα και με το χαμόγελο που, όπως γράφει είχε προσκολληθεί, για να περάσει λοιπόν και να σταθεί για λίγο μέσα στη ρωγμή, κάτω από τη χλωμάδα, μέσα στα τρίσβαθα της αίσθησης της πεπερασμένης ύπαρξης των στίχων της Λαϊνά, κάτω από το φως του διανυκτερεύοντος φαρμακείου της Δημουλά.
«Γενιά των κωφαλάλων» μας χαρακτηρίζει η ποιήτρια, μια που παρακολουθούμε όσα συμβαίνουν μέσω της οθόνης, ενώ η συμμετοχική μας δράση περιορίζεται στον καναπέ του σαλονιού.
Και εκεί μέσα στη ρωγμή, με τα παιχνίδια του φωτός, είναι που το υποκείμενο έρχεται αντιμέτωπο με την ασθένεια του σώματος, αλλά και της ψυχής. Εκεί αναγκάζεται να συνδιαλλαγεί με την καρδιολογική κλινική του 5ου και με το συνταγολόγιο του Centrac. Μέσα στη ρωγμή, στο παιχνίδι του θλιβερού φωτός, του θλιβερού φαρμακείου είναι που αποφασίζει και το δηλώνει πως η ποίηση, η οποία παίρνει τη μορφή γάτας που νιαουρίζει, έπεισε το υποκείμενο να την ακολουθήσει.
Όταν το σκοτάδι τελειώνει, η ποιήτρια μας οδηγεί σε δύο ποιήματα στα οποία διακρίνουμε τον προβληματισμό για τη χρήση των κοινωνικών δικτύων και της οθόνης εν γένει, αλλά και για το περιβάλλον. Το πρώτο είναι το ποίημα με τον τίτλο «Ενεργός χρήστης» όπου βλέπουμε την εξέλιξη της τεχνολογίας και τις διαστάσεις που έχει λάβει στη ζωή μας. Τη σύνδεση με τα κοινωνικά δίκτυα που στην ουσία οδηγεί στη μεταξύ μας αποξένωση, αλλά και στην ανεπάρκεια να αντιταχθούμε μέσω της φυσικής παρουσίας σε όσα θεωρούμε πως οφείλουμε αντίρρηση. «Γενιά των κωφαλάλων» μας χαρακτηρίζει η ποιήτρια, μια που παρακολουθούμε όσα συμβαίνουν μέσω της οθόνης, ενώ η συμμετοχική μας δράση περιορίζεται στον καναπέ του σαλονιού.
Το άλλο ποίημα, το οποίο κατά τη γνώμη μου παρουσιάζει ενδιαφέρον, είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής, με τίτλο «Βαρβάκειος αγορά». Πρόκειται για ένα vegan ποίημα στο οποίο μέσα από μια βόλτα στη Βαρβάκειο εκφράζεται ο σκεπτικισμός για τη βρώση κρεάτων και ψαριών. Η κλιματική αλλαγή μεταξύ άλλων, όπως ξέρουμε, συνδέεται με την αλόγιστη εκτροφή των ζώων που ως αποτέλεσμα έχει την παραγωγή αερίων του θερμοκηπίου, καθώς και την αυξημένη κατανάλωση νερού. Αν σκεφτούμε δε, πως η ετήσια κατανάλωση ψαριών παγκοσμίως είναι διπλάσια σε σχέση με την αύξηση του πληθυσμού, τότε ούτε το λαβράκι της Βαρβακείου που μας κλείνει το μάτι δεν πρέπει να καταναλώνουμε.
Εν κατακλείδι, τα ποιήματα της συλλογής της Ισραηλίδη, οδεύουν σταδιακά από το μικρό προς το μεγάλο. Το περιεχόμενο βαραίνει, παρά η μορφή. Ξεκινούν από το προσωπικό για να φτάσουν στο κοινωνικό. Αν και θα έλεγε κανείς πως είναι εμπνευσμένα από τον εσωτερικό χώρο, σταδιακά ανοίγονται και σεργιανούν στο άστυ. Στην πλειονότητά τους είναι ποιήματα εύληπτα, χωρίς υπαινιγμούς και σκοτεινά σημεία. Μπορεί καμιά φορά το φως τους να γκριζάρει, όμως σε γενικές γραμμές, θα τα χαρακτήριζα φωτεινά ποιήματα ανάμεσα σε κατά τόπους νέφη.
* Η ΜΑΝΙΑ ΜΕΖΙΤΗ είναι μεταφράστρια και ποιήτρια. Τελευταίο της βιβλίο είναι η ποιητική συλλογή «Στόμα» (εκδ. Κουκκίδα).