Για την ποιητική συλλογή του Αργύρη Παλούκα «Τελευταίο σκοτάδι» (εκδ. Κριτική). Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία της Yan Palmer.
Γράφει η Άλκηστις Σουλογιάννη
Είχαμε ήδη την ευκαιρία να αξιολογήσουμε προϊόντα λογοτεχνικής γραφής του Αργύρη Παλούκα, καθώς παρακολουθούμε την ανάπτυξη μιας δημιουργικής διαδρομής μέσα στο ευρύ πεδίο του καθ’ ημάς πολιτισμικού γίγνεσθαι, με ειδοποιούς σταθμούς που αντιστοιχούν σε ποιητικές συλλογές, όπως: Το ξέφτι (2007), Το αλάτι πίσω από τ’ αυτί (2009), Θέλω το σώμα μου πίσω (2011), και κυρίως Άνθρωποι που γελάνε (2018).
Θεματικές ισοτοπίες
Στο πλαίσιο αυτό εντοπίσαμε θεματικές ισοτοπίες, όπως είναι ο χρόνος με έμφαση στην προσωπική διάσταση, ο διάλογος ανάμεσα στην ψυχή και στην ύπαρξη, τα προϊόντα των αισθήσεων και το περιεχόμενο των συναισθημάτων για το φέρον σώμα, ωσαύτως το τρίπτυχο ζωή-θάνατος-αθανασία ή το τρίπτυχο αγάπη-έρως-φιλία, ακόμα: βούληση και επιθυμία, φόβος και παραμυθία, φως και σκότος.
Οι θεματικές ισοτοπίες, καθώς ενισχύονται κατά την εξέλιξη των ποιητικών συλλογών, με νέα κάθε φορά στοιχεία σημασιολογικών και υφολογικών προσανατολισμών, αντιπροσωπεύουν υλικά δομικού ιστού που δηλώνουν τη συνέχεια με την προσήκουσα (απαραίτητη) συνέπεια ως προς τη λογοτεχνική παραγωγή του Αργύρη Παλούκα.
Συγκριτική ανάγνωση
Η συγκριτική ανάγνωση αναγνωρίζει τη διαδικασία αυτή να εφαρμόζεται (και) για τη σύνθεση της νέας ποιητικής συλλογής του υπό τον τίτλο Τελευταίο σκοτάδι, στην οποία εντοπίζουμε ενδιαφέροντα τεκμήρια για τον τρόπο παραστατικής αποτύπωσης λεπτομερειών από το βιωματικό περιεχόμενο του εσωτερικού ανθρώπου, ενισχυμένο με στοιχεία από το κοινωνικό προσωπείο του, ως μια ενδιαφέρουσα πρόταση για τη δημιουργική απόδοση του πραγματικού.
Κατά τη διαδοχή των είκοσι πέντε ποιημάτων της συλλογής, ο Αργύρης Παλούκας προσθέτει περαιτέρω πληροφορίες στο φορτίο των ισοτοπιών ως προς την ανάπτυξη της λογοτεχνικής παραγωγής του, και εντέλει ως εκ τούτου σε ό,τι αφορά τις ατραπούς προς μια δημιουργική ανάγνωση.
Με αυτή την προϋπόθεση, εδώ ζωή και θάνατος προσβλέπουν στον ορίζοντα μιας μεταζωής, η μνήμη αποτελεί δεξαμενή διαφύλαξης υλικού από τον προσωπικό χωροχρόνο, οι διαπροσωπικές σχέσεις δεσμεύουν το σημασιολογικό και συναισθηματικό ισοδύναμο της ύπαρξης, όπου η απώλεια και η απουσία μετρούν τη σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο του βιωματικού ενδιαφέροντος, ο εσωτερικός άνθρωπος και η φύση ακολουθούν παράλληλες διαδρομές με συχνές συναντήσεις μέσα στην κοίτη ροής του χρόνου, μορφές της ύλης συγκρατούν και διασώζουν όσα ανήκουν στις διαστάσεις της άυλης πραγματικότητας (του θανάτου συμπεριλαμβανομένου).
Υπ’ αυτές τις συνθήκες οδηγούμαστε και στη δημιουργική πρόσληψη του τίτλου της ποιητικής συλλογής Τελευταίο σκοτάδι, ο οποίος (φαίνεται να) προειδοποιεί για μια ανοιχτή προοπτική προς ένα νέο φως.
Κυρίως εδώ αναγνωρίζουμε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνδηλωτική αφήγηση για τον αέναο διάλογο ως μια «αθώα συμπαιγνία» (για να παραπέμψω στην ποιητική συλλογή Έκτακτο δελτίο καιρού του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου) ανάμεσα στο φως και στο σκότος, όπως αυτός ο διάλογος αντιστοιχεί στην αέναη εναλλαγή σημασιολογικών τοπίων, τα οποία αποτελούν παραστατικές συνθέσεις αφενός για τη νεότητα και την αφθαρσία σε φόντο με λεπτομέρειες από το φάσμα της εικαστικής χρωματικής κλίμακας, και αφετέρου για την ωριμότητα, την πληρότητα βίου, αλλά και τη φθορά σε φόντο κιαροσκούρο, ιδίως στις «εύθραυστες ώρες του δειλινού» (για να παραπέμψω πάλι στον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, καθώς επίσης και στο τέταρτο από τα Τέσσερα Τελευταία Τραγούδια του Ρίχαρντ Στράους).
Υπ’ αυτές τις συνθήκες οδηγούμαστε και στη δημιουργική πρόσληψη του τίτλου της ποιητικής συλλογής Τελευταίο σκοτάδι, ο οποίος (φαίνεται να) προειδοποιεί για μια ανοιχτή προοπτική προς ένα νέο φως.
Τα σημαινόμενα της συλλογής διεκπεραιώνει λόγος βιωματικός, πλήρης συναισθήματος, πνευματώδης, στοχαστικός, παραστατικός, συνδηλωτικός και ενίοτε παραβολικός, συχνά απροσδόκητος και αφοριστικός, ενισχυμένος με την αμεσότητα της προφορικής (ακόμα και εξωδιηγητικής) επικοινωνίας.
Έχει ενδιαφέρον να επιμείνουμε ιδιαιτέρως επί της ουσίας, ανεξάρτητα από περιβάλλοντα συμφραζομένων, σε αποσπάσματα από τα ποιήματα της συλλογής, όπου αναγνωρίζουμε τεκμήρια ύφους, όπως είναι η αξιοποίηση του φαινομένου της μεταφοράς για τη σύνθεση γραμματικών εικόνων, π.χ.:
«Εδώ ο αέρας αλλιώς τα λέει»,
«Αλεύρι ταξιδεύει στο δωμάτιο σαν σύννεφο. / […] / Η μητέρα ζυμώνει όσα η ζωή μάς αρνείται / κι εμείς εδώ αλλάζουμε νερό στα λόγια μας»,
«Η ζωή χτυπάει από το πάνω πάτωμα/ σαν στριμμένος γείτονας»,
«Η άνοιξη σπάει σαν στάμνα / μπροστά σε διψασμένο οδοιπόρο»,
«Στο βάθος, πίσω από τα βουνά, / είναι και τα ωραιότερα χρώματα, / άπιαστα κι αυτά, όπως τα λάθη»,
«Τώρα χαμηλά ακούγεται η φωνή […] / πούπουλο που αφήνει ένα πουλί / καθώς αλλάζει δέντρο»,
«Άνοιξα το παράθυρο και πέταξα στα σκυλιά / τα δευτερόλεπτα που αναγνώρισα τον εαυτό μου»,
«Εδώ, ακόμα κι οι καλαμιές είναι σαν άνθρωποι, / κουνάνε το δάχτυλο στον χρόνο»,
«Κάποιες μέρες ανοίγουν σαν ροδάκινο / στη μέση του χειμώνα»,
«Το σκοτάδι / δοκιμάζει τα καινούργια του βραχιόλια».
Σε ομόλογο υφολογικό κλίμα εντοπίζουμε την αφοριστική διατύπωση, π.χ.:
«Κανένας δεν κατέχει τα μυστικά, / ούτε καν ο ίδιος ο φόβος»,
«Κανένα κακό δεν φωνάζει πως έρχεται»,
«Ό,τι δεν είναι ας μην είναι. / Μόνο ό,τι θελήσει. / Αλλά να είναι. / Να μη μοιάζει σαν»,
«Δεν γίνεται πάντα να μπορείς / να κάνεις κάτι με την ομορφιά»,
«Τον αέρα δεν είναι να τον φοβάσαι. / Ώρες ώρες θυμίζει κάποιον που θρηνεί, / όμως δεν κάνει τίποτα παραπάνω / απ’ το να μπλέκεται ανάμεσα στα βουνά / κι έπειτα να χτυπάει πάνω στα καλώδια / του ρεύματος σαν τυφλό πουλί»,
«Χρειάζομαι τα ρηχά νερά, / έχω ανάγκη τα μικρά συναισθήματα, εσύ; / Το μυαλό μου μέχρι εκεί να φτάνει».
Δείγματα μεταγλωσσικότητας
Σε συνάρτηση με αυτά τα δεδομένα, τον υφολογικό χαρακτήρα της ποιητικής συλλογής υποστηρίζουν περαιτέρω και δύο ενδιαφέροντα δείγματα μεταγλωσσικότητας, στη διάσταση της αξιοποίησης γλωσσικών στοιχείων και φαινομένων ως υλικού σημασιολογικής δομής ποιημάτων, ανεξάρτητα από την κοινή χρήση της γλώσσας για τη διεκπεραίωση πληροφοριών, όπως: «Πέτρες, σπασμένα λόγια κι επανάληψη» και «Κάηκα. Καταφρόνια. Αυτές είναι οι λέξεις./ Να γυαλίζεις από την τρέλα σαν μήλο».
Στη συλλογή κυριαρχούν τα ολιγόστιχα ποιήματα κατά συνήθη τακτική του Αργύρη Παλούκα, ενώ παρεμβαίνουν και τρία ποιήματα με δεκαπέντε στίχους έκαστον υπό τους τίτλους: «Για τους ληστές στο πλάι του Χριστού», «Πριν από κάθε γκρεμό» και «Βρίσκομαι ακόμα στη μέση του δάσους».
Ιδιαίτερη πάντως εντύπωση προκαλούν τα ποιήματα-μινιατούρες με πυκνή σύνθεση και βαθειά διαστρωμάτωση σημαινομένων, όπως είναι αυτά υπό τους τίτλους: «Κανένας δεν κατέχει τα μυστικά», «Απλά τα βλέπεις τα πράγματα», «Λέμε συνέχεια το ίδιο αστείο», «Πετάμε ένα δεμάτι σανό στο άλογο και τρώει», «Ό,τι πρόλαβε να ψηλώσει, ψήλωσε», «Κάποιες μέρες ανοίγουν σαν ροδάκινο», «Τι αφήνει κανείς εύκολα πίσω;», ενώ τη διαδοχή των ποιημάτων στη συλλογή εισάγει μια εκδοχή χαϊκού κατά ελάχιστη απόκλιση από την παραδοσιακή μορφή του είδους: «Έβαλα μυαλό πριν απ’ τον θάνατο,/ δεν θέλω να πεθάνω».
Στα ποιήματα αυτά αναγνωρίζουμε και την οικονομία κλειστού κειμένου, οπότε η δημιουργική ανάγνωση αξιοποιεί ως διόδους προσέγγισης τις γραμματικές εικόνες σε συνδυασμό με την αναδίφηση στη διαστρωμάτωση των σημαινομένων.
Ας σημειωθεί με αυτή την ευκαιρία, ότι οι τίτλοι στα ποιήματα της συλλογής αποτελούν αναπόσπαστο μέλος στο σώμα του κειμένου ως πρώτος στίχος (συχνά μάλιστα με διασκελισμό προς τον δεύτερο στίχο) του ποιήματος, χωρίς να τηρούν από αυτό απόσταση προληπτικής αναφοράς ή συνδήλωσης.
Είναι φανερό ότι ο Αργύρης Παλούκας συνεχίζει να προσφέρει αξιόλογα προϊόντα λογοτεχνικής παραγωγής που προσκαλούν σε ποικίλες δημιουργικές επισκέψεις, και επιπλέον συμμετέχουν στην ποιότητα της καθ’ ημάς πολιτισμικής αγοράς.
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου. Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «Ο δημιουργικός λόγος του Γιώργου Χειμωνά» (εκδ. Παρατηρητής).
Ποιήματα από την έκδοση
ΣΚΗΝΗ ΟΠΩΣ ΤΗ ΦΑΝΤΑΣΤΗΚΕ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ
Φως γλυκό, απογευματινό, δέκα του μήνα.
Η μητέρα, όρθια στην κουζίνα του σπιτιού μας,
σκουπίζει με το χέρι τον ιδρώτα στο μέτωπο.
Αλεύρι ταξιδεύει στο δωμάτιο σαν σύννεφο.
Το στήθος της λευκό, σαν πουδραρισμένο
για να βγει στο θέατρο.
Η μητέρα ζυμώνει όσα η ζωή μάς αρνείται
κι εμείς εδώ αλλάζουμε νερό στα λόγια μας,
σαν φαγητό που φοβόμαστε μην πικρίσει.
ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΣΟΥ ΑΠΕΤΥΧΑΝ ΑΛΛΑΖΟΝΤΑΣ ΠΛΕΥΡΟ
τη νύχτα, το ίδιο κι η φωτιά που επιμένεις
να βάζεις στο δωμάτιο για να φέρεις
γρηγορότερα την άνοιξη. Το σκοτάδι
δοκιμάζει τα καινούργια του βραχιόλια.
Λέω για αρχή να μαζέψουμε τα πράγματά μας
την ώρα που δύει ο ήλιος,
εκείνο το μισάωρο λίγο προτού σκοτεινιάσει.
Να πούμε τουλάχιστον ότι ξέρουμε τη θάλασσα.