Για την ποιητική και φωτογραφική συλλογή του Γιώργου Ν. Θεοχάρη «Αστικά βήματα» (εκδ. ΑΩ). Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία του Thorsten Koch.
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Αναπαράσταση συναισθημάτων με λόγο και εικόνα
Σελίδες γεμάτες στιχο-μυθίες και φωτο-γραφήματα χαρακτηρίζει την πρόσφατη δουλειά του (ποιητική όσο και φωτογραφική) ο Γιώργος Ν. Θεοχάρης στο προλογικό του σημείωμα. Επιλέγει να περπατήσει μέσα στο αστικό τοπίο της πόλης της Αθήνας, συχνά στο γκρίζο χρώμα της, στο σκληρό μα και τρυφερό σκηνικό μέσα στο οποίο ενταγμένοι συνηθίσαμε να ζούμε αλλά και να το αγαπάμε. Και πράγματι είναι αγαπητική και τρυφερή η ματιά του αρχιτέκτονα, ζωγράφου, φωτογράφου και ποιητή, που εδώ καταθέτει εικόνες και λέξεις σε αγαστή συνύπαρξη, προκειμένου να φανεί το πρόσωπο αυτής της ευάλωτης, ερωτικής, εύφλεκτης, γοητευτικής, διαχρονικής και άχρονης πόλης.
Εβδομήντα ποιήματα συνοδεύουν εβδομήντα πέντε φωτογραφίες (μαζί με αυτές του εξώφυλλου και οπισθόφυλλου), με τέτοιο τρόπο που να μην αποφασίζεις αν πρόκειται για ένα φωτογραφικό λεύκωμα που περιγράφει σενάρια ζωής ή για λέξεις που εμπεριέχουν ευκρινείς τις εικόνες τους. Όπως κι αν τα δούμε τα Αστικά βήματα, μας προσκαλούν σε ένα συναρπαστικό ταξίδι μέσα στην αγαπημένη πόλη. Γιατί και το γκρίζο αστικό σκηνικό έχει μέσα του τη δυναμική των λέξεων για να μας προσφέρει την ποιητική του εκδοχή. Και οι ποιητικές λέξεις, με τη σειρά τους, ξεφεύγουν από την ακινησία των σελίδων για να αποδώσουν την «κίνηση» της εικόνας.
Με εικόνες και λέξεις συνδέει λειτουργικά τα άψυχα και τα έμψυχα στοιχεία της πόλης δημιουργώντας ένα θίασο, στον οποίο όλοι συμμετέχουν, από συνήθεια ή όχι, από επιλογή ή από ανάγκη.
Η θεματική του Θεοχάρη καθοδηγείται από τις λεπτομέρειες που η ματιά του απομονώνει, ανακαλύπτοντας πίσω από την επαναληπτικότητα των εικόνων της απρόσωπης, επιφανειακά, μεγαλούπολης, κάτω από την γκρίζα επικάλυψη της φθοράς του χρόνου και της εγκατάλειψης, την εσωτερική δύναμη της ύλης να επιζήσει και διαχρονικά να αποτυπώσει την αληθινή εικόνα της πόλης αλλά και των κατοίκων της. Με εικόνες και λέξεις συνδέει λειτουργικά τα άψυχα και τα έμψυχα στοιχεία της πόλης δημιουργώντας ένα θίασο, στον οποίο όλοι συμμετέχουν, από συνήθεια ή όχι, από επιλογή ή από ανάγκη. Στους στίχους του το φαιό, γκρίζο διασπάται από ευφάνταστες πινελιές από τα γκράφιτι στους τοίχους – κι ας παραμένει, όπως λέει, ασπρόμαυρη η μνήμη μας. Τα παράθυρα των κτηρίων περιμένουν υπομονετικά την ανθρώπινη επιλογή να τα ανοίξει, να τους δώσει μια πνοή αέρα και ζωής (Εσύ τ’ ανοίγεις./ Εσύ τ’ αφήνεις κλειστά, «Εσύ διαλέγεις»).
Προσπαθεί να προσδιορίσει το φως, ακόμα κι όταν αυτό κρύβεται πίσω από τα ψηλά κτήρια· η ποίηση του Θεοχάρη δεν είναι ανέλπιδη και σκοτεινή, ίσα ίσα επιτρέπει μικρές ρωγμές στο σκοτεινό τοπίο, σηκώνει τα μάτια στον ουρανό, ακόμα κι όταν τα ψεύτικα τεχνητά φώτα τον τυφλώνουν. Φαντάζεται τον κόσμο να κυκλοφορεί με πολύχρωμα ρούχα, κάνοντας την ανατροπή στο μοναχικό, γκρίζο μιας χώρας που γυρεύει δεκανίκι. Οι ανθρώπινες φιγούρες στις φωτογραφίες του, σε πρώτο πλάνο ή στο φόντο των κτηρίων και των δρόμων, θέλουν να κλέψουν τη εντύπωση, να δηλώσουν ακόμα ζωντανές παρουσίες, ονειρεύονται το ταξίδι, ακόμα και όταν πατούν πάνω σε σκουριασμένες ράγες απάτητες χρόνια από τρένο. Πάνω στην πόρτα του εγκαταλελειμμένου σπιτιού, βλέποντας ακόμα να διασώζεται το ρόπτρο, γράφει για την ελπίδα μιας ανταπόκρισης σε μάταιο κάλεσμα.
Ο Θεοχάρης γράφει μια ποίηση γεμάτη αντιθέσεις, παίζει με την κλίμακα του γκρίζου ως το μαύρο, αφήνοντας τους στίχους του να προσθέτουν κάθε φορά το χρώμα που λείπει. Αλλά και όταν οι ίδιοι οι στίχοι μυρίζουν απελπισία, έρχεται η εικόνα να ανοίξει μια ρωγμή στο φως. Τα ψηλά κτήρια ορθώνονται, κάτω από τη γωνία της φωτογραφικής του λήψης, να αγγίξουν τον ουρανό, να σκίσουν τον φυσικό χώρο, αυτά τα υλικά δημιουργήματα της ανθρώπινης οίησης. Βλέπεις, διαβάζεις και αναρωτιέσαι ποιος θα κερδίσει στο τέλος. Η απόγνωση και το αδιέξοδο αποτυπώνονται στις ανθρώπινες φιγούρες, τις αφημένες στη μοναξιά τους, με τις μάσκες, με τον φόβο μιας συνάντησης. Συγκλονιστική η φωτογραφία με τον βιαστικό άνθρωπο χωρίς μάσκα να «συμβαδίζει» με τη μορφή που φοράει την αντιασφυξιογόνο μάσκα και τρέχει στο γκράφιτι του τοίχου κάνοντας πράξη το σύνθημα: RUN FEAR RUN.
Ιδιαίτερη η ματιά, τόσο του φωτογράφου όσο και του ποιητή, με τα πιο λιτά και εύστοχα υλικά αποδίδει όλη την ουσία του κόσμου μέσα τον οποίο καλούμαστε να ζήσουμε και –γιατί όχι;– αν μπορέσουμε να τον αγαπήσουμε. Στα τελευταία ποιήματα της συλλογής φτιάχνει τη εικόνα της ιδανικής πόλης, μιας πόλης διάφανης, που μέσα της να είναι ορατός, λιγότερο μόνος, ζωντανός. Ανακαλύπτει μέσα από τα σκουπίδια της, τις ατέλειες, την ασχήμια της, όσα αξίζει να αγαπηθούν, αυτά που ίσως τη μετασχηματίσουν σε έναν παράδεισο, ας είναι και υποκειμενικός. Άλλωστε όλα είναι μια προσωπική εκδοχή του πραγματικού ή και του εφικτού. Ο κόσμος του Θεοχάρη (εικόνες και λέξεις) μιλάει γι’ αυτήν ακριβώς την ελπίδα μιας προσωπικής ανατροπής του σκηνικού. Εξαιρετικής αισθητικής η έκδοση, αποδίδει με τις ασπρόμαυρες εικόνες και τις λέξεις, τόσο το σκληρό σκηνικό όσο και την ελπίδα μιας άλλης οπτικής.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, η μελέτη «Ο ποιητὴς διάγει εσώκλειστος – Οι “τόποι” στην ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Φοίνικα.
Αποσπάσματα
Το θέμα είναι να προλάβεις
να βάλεις το στίγμα σου
στο τεράστιο χαρτί του χρόνου
κι ύστερα μετράμε πόσο μεγάλη
θα ’ναι η κουκκίδα σου
(«Το στίγμα»)
[…]
Εγώ την πόλη μου κρυφοκοιτάζω
μέσα από τη γρίλια
της υποκειμενικότητάς μου.
Την αγαπώ σαν έφηβος ντροπαλός.
Χαϊδεύω τα ψεγάδια της.
Με τους μεθυσμένους αλήτες της
τραγουδώ και ψάχνω στις βιτρίνες
τα φτερά των αγγέλων.
Να δω από ψηλά τις γειτονιές της.
Να βρω τα μυστικά της εκείνα,
που θα με κάνουν να νιώσω
πως είναι ο παράδεισός μου.
(«Η πόλη μου»)