Για τις ποιητικές συλλογές του Μανόλη Νταγιαντά «Θα ξαναγίνει» και «Χωρίς μετρήσιμα ίχνη» (εκδ. Γκοβόστη). Στην κεντρική εικόνα, έργο του Ron Mueck.
Του Νίκου Χρυσού
Ριζωμένος στις βόρειες πλαγιές του Ψηλορείτη, ο Μανόλης Νταγιαντάς, από την πρώτη κιόλας συλλογή του, Θα ξαναγίνει (Γκοβόστης, 2020), αποδεικνύει ότι οι ποιητικές ρίζες του αρδεύονται από τις θάλασσες και τα ποτάμια όλου του κόσμου, και εκβλαστάνουν άλλοτε στη Σαγκάη ή τη Βαρκελώνη κι άλλοτε στο Σαν Φρανσίσκο ή τη Σιουδάδ Χουάρες. Ο υπαρκτοί τόποι συνθέτουν μια μυθική γεωγραφία υποδεικνύοντας τον οδικό χάρτη της ποίησής του. Ο τίτλος της συλλογής, δανεισμένος από τη Νεολιθική Νυχτωδία στην Κρονστάνδη του Ν. Καρούζου, είναι ενδεικτικός του αμφίσημου τόνου που χαρακτηρίζει την ποίηση του Νταγιαντά, μια ποίηση της ήττας και της ελπίδας την ίδια στιγμή:
«κι έτσι μια μέρα φύγαμε
χωρίς προορισμό και χωρίς μπαγκάζια
φορτωμένοι μονάχα
ό,τι κι όσα μας σμίλεψαν
φτερά και βαρίδια
μ’ αυτά θα πάμε»
«Φτερά και βαρίδια», Θα ξαναγίνει, σ. 68
Ο ποιητής απαντά στο «θηριώδες κάλεσμα» της Ιστορίας («Σαγκάη», Θα ξαναγίνει, σ. 11) δοκιμάζοντας να διερευνήσει τα διαφορετικά πρόσωπά του, ενδυώμενος μάσκες και ρόλους που τον καθιστούν κάθε φορά φορέα άλλης εποχής κι άλλου μύθου, καταφέρνοντας ωστόσο να διατυπώσει τις αγωνίες του, να επαναδιατυπώσει κοινές απορίες για την ανθρώπινη περιπέτεια, πέρα από εθνικά σύνορα και ιστορικά επεισόδια. Ίσως γι’ αυτό επιλέγει στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου να συνομιλήσει με ποιητές που χαρακτήρισαν και χαρακτηρίστηκαν τόσο βαθιά από την εποχή τους, με τον Λόρκα, τον Τσέλαν, τον Τρακλ. Ο διάλογος μαζί τους συνεχίζεται σε όλο το βιβλίο – ο Νταγιαντάς δοκιμάζει τους δικούς τους ποιητικούς τρόπους, διατηρώντας πάντως αδιάρρηκτη την προσωπική του φωνή, που φαίνεται να καλοδέχεται και να αφομοιώνει τις επιρροές και τις επιδράσεις. Η ποιητική πράξη για τον Νταγιαντά είναι αναντίρρητα η απόπειρα σύνθεσης μιας νέας γλώσσας:
«κι αν θα μπορούσες να μιλήσεις
ίσως και να λεγες
πράγματ’ ανείπωτα
σε μια καινούργια γλώσσα επινοημένη»
«Αλλάζει ο καιρός», Χωρίς μετρήσιμα ίχνη, σ. 18
Η χρήση λέξεων της κρητικής διαλέκτου (ο πάσπαρος, το νέφαλο, το τζουγκρί, ο τζεμπερές) ή τοπωνυμιών και η παρουσία του γενέθλιου τόπου στο βιβλίο υπενθυμίζουν ότι ακόμα και μέσα σε αυτόν το πελώριο κόσμο, η ποικιλία έχει την ίδια θεμελιώδη σημασία με την ενότητα. Το μπόλιασμα της στενοτοπικής εμπειρίας στο ετερόκλητο και ποικιλόμορφο ποιητικό τοπίο που συνθέτει έχει σαν αποτέλεσμα την επιδίωξη και την επίτευξη της νέας αυτής γλώσσας, τη μετάδοση δηλαδή μιας νέας εμπειρίας ή έστω την έκφραση κοινών εμπειριών με τρόπους οι οποίοι αναζωογονούν την αντίληψή μας. Εξάλλου, ακόμα κι αν η παρουσία της τοπικής ιδιολέκτου και του δεκαπεντασύλλαβου υποδεικνύουν μια τέχνη «επίμονα» εθνική –με την έννοια ότι μέσω της γλώσσας μεταφέρει αποχρώσεις και εμπειρίες δύσκολα «μεταφράσιμες»– γίνεται εντέλει υπερεθνική, τόσο προς το αντικείμενο, όσο και προς τις επιρροές και τα «βιώματά» της.
Ο ποιητής άλλωστε μπολιάζει την ποιητική γλώσσα με λέξεις από διαφορετικά πεδία, ενισχύοντας έτσι την πολυσημία και την αμφισημία του κειμένου, αλλά και των ίδιων των λέξεων. Οι λέξεις-όροι της σκακιστικής τέχνης αποκτούν εδώ μια εντελώς διαφορετική σημασία:
«πάνω που λες να ξεμυτίσεις
θαρραλέα με φόρα
κι όχι διστακτικά και μεσοβέζικα
μια κραυγή
– “Αν πασάν!”
σε σφάζει
πεθαίνεις λοιπόν κι εσύ που θέλησες να προσπεράσεις
όπως κι εκείνοι που με το κουτσό τους βήμα αντίκρυσαν τον θάνατο στα μάτια
κι όσο οι κανόνες δεν αλλάζουν θα πεθαίνεις»
«En passant», Θα ξαναγίνει, σ. 37
Το σκάκι όπως και το ποδόσφαιρο, στην ποίηση του Νταγιαντά, γίνονται πεδία αναπαράστασης άλλου είδους αγώνων –πολιτικών, κοινωνικών, υπαρξιακών–, υπενθυμίζοντας διαρκώς πως η ποίηση η ίδια είναι ένα παιχνίδι συναρπαστικό, άλλοτε λυτρωτικό και άλλοτε επικίνδυνο:
«ίσως με την φωτιά να παραπαίξαμε [...]
μη χολοσκάς
εμείς θα φύγουμε πετώντας»
«Εμείς θα φύγουμε πετώντας», Χωρίς μετρήσιμα ίχνη, σ. 52
Οι ημερομηνίες, όπως ακριβώς και στο τσελανικό σύμπαν, λειτουργούν εδώ με διττό τρόπο, υπενθυμίζοντας την κυκλική ροή του χρόνου και ανακαλώντας στιγμές-ορόσημα της ιστορίας κι εντέλει της μνήμης, δημιουργώντας νησίδες επικοινωνίας με τους αναγνώστες. Η γόνιμη επιμειξία της γλώσσας ενισχύει τις πυκνώσεις και τις αφαιρέσεις του ποιητικού κειμένου.
Με τη δεύτερη συλλογή του Χωρίς μετρήσιμα ίχνη (Γκοβόστης, 2021) οι προσδοκίες, που καλλιέργησε με την πρώτη εμφάνισή του, δικαιώνονται. Η ίδια αμφίσημη διάθεση, η γνώριμη πύκνωση του στίχου, η προσεκτική εκλογή κάθε λέξης, τα μακρινά λιμάνια, τα ξένα μέρη και πλάι τους, του τόπου του οι γυναίκες, «ανέγγιχτες του έρωτα» (σ. 20-21), «μαύρες απ’ την κορφή ως τα νύχια»· στο ίδιο πάντα κλίμα μεταξύ απορίας και θαύματος:
«μπορεί να παραπέσω στα κενά
των λέξεων καθώς θα ψάχνω νέες συζεύξεις
κι όπως θα τρώω τα μούτρα μου
πάνω στους απαγκιστρωμένους φθόγγους
κι όπως θα τζαγκουρνώ τα χέρια μου
γύρω από αρμούς
που δεν εδέσαν ομοιόμορφα
κάπου εκεί
ίσως μια πάλλουσα συγκίνηση
το οικοδόμημα θα σώσει»
«Αρμολόγηση», Χωρίς μετρήσιμα ίχνη, σ. 55
Η ποίηση του Νταγιαντά είναι βαθιά πολιτική γιατί, εκτός του ότι αναστοχάζεται τα περιστατικά της Ιστορίας, χαρακτηρίζεται από μια θαυμαστή ιδιότητα, αυτή του να εμβαθύνεις στην κατάσταση του άλλου –συχνά στις μέρες μας καλείται «ενσυναίσθηση», ενώ η βαθύτερη ουσία της εκφράζεται επακριβώς από το ρήμα «συμπάσχω»– ιδιότητα πολύτιμη, αν όχι άκρως απαραίτητη για κάθε ποιητή:
«κι η ποίηση ένα ασύνταχτο αντάρτικο
στους δρόμους τσούρμο
μονιάδες στα βουνά»
«Τι να προκάνει κι η ποίηση...» Χωρίς μετρήσιμα ίχνη, σ. 78
Η οξυδέρκεια της παρατήρησης, η ακρίβεια, η αντίληψη των αποχρώσεων διαφυλάττουν και αποκαθιστούν την ομορφιά της γλώσσας, ενώ κάθε τόσο μια εύστοχη ειρωνεία σώζει τον στίχο από αποφάνσεις και βεβαιότητες:
«αλήθεια πόσο εύκολα διολισθαίνουμε στο απόλυτο
γιατί όσο να πεις κάτι κινούνταν»
«Τα βράδια εκείνα», Χωρίς μετρήσιμα ίχνη, σ. 75
Τα ποιήματα αποκαλύπτουν το σώμα του ποιητικού υποκειμένου στην απολύτως ευρύτατη σημασία του, όχι δηλαδή μονάχα εμπειρίες, δοκιμές, δοκιμασίες και συγκινήσεις αλλά και διανοητικά τοπία και καθοριστικές απορίες. Φαίνεται πως ο Νταγιαντάς γράφει για να κατανοήσει τον κόσμο, για να αντιληφθεί τη θέση του μέσα σε αυτόν, για να συνδιαλλαγεί με τις ήττες και τις διαψεύσεις. Συνθέτει το ποιητικό σύμπαν του σε μια προσπάθεια να ξανασυνθέσει τον κόσμο,
«μιαν άλλη επανάσταση γυρεύουμε
καθώς συντρίβεται η δική μας»
«Obituary», Χωρίς μετρήσιμα ίχνη, σ. 36
υπενθυμίζοντας ότι η γλώσσα δεν είναι απλώς και μόνο ένας κώδικας δηλωτικός υποταγής, ή όπως λέει ο ποιητής:
«με μια λευκή σελίδα κι ένα μολύβι στο χέρι
βρίσκομαι τώρα στην περιοχή μου
θα κάνω ό,τι θέλω – έτσι δεν κάνω πάντα;
κι όποτε θέλω θα ’μαι νεκρός
κι όποτε θέλω όχι
–σχεδόν σαν του Αυστριακού τη γάτα–»
«Κηδεία», Χωρίς μετρήσιμα ίχνη, σ. 61
* Ο ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Καινούργια μέρα» (εκδ. Καστανιώτη).