Μια περιδιάβαση στη συγκεντρωτική έκδοση του Κώστα Λάνταβου «Η αγρύπνια εντός μου – Ποιήματα 1980-2020» (εκδ. Αρμός). Κεντρική εικόνα: Πίνακας © του Βασίλη Ζηλάκου, με τίτλο «Θέρος στον θεσσαλικό κάμπο», λάδι 70 x 40.
Του Βασίλη Ζηλάκου
Ο ιδανισμός στην ποίηση του Κώστα Λάνταβου είναι τόσο πλατύς που με την πρώτη του συλλογή (Πορεία, 1980) διαπιστώνεται ως μια ευκτική διατύπωση για το μεγαλύτερο δυνατό εύρος που θα μπορούσε να επιτύχει η ιδιωτική οδός της ποιητικής πράξης, ώσπου να γίνει ο στίχος τραγούδι «στα χείλη των ανθρώπων», ρυθμός και λόγος της αληθινής ζωής. Όμως το όραμα του ποιητή μας δοκιμάζεται εξ αρχής μέσα από το πλήθος των αντινομιών της ύπαρξης. Έτσι το σύνολο του ποιητικού του έργου δονείται από τις αντίπαλες δυνάμεις του πολέμου και της ειρήνης και η αίσθηση που μεταδίδεται στον αναγνώστη είναι πως ο ποιητής αυτός βρίσκεται κάθε στιγμή ενώπιον κάποιου δυσθεώρητου αδιεξόδου που αναχαιτίζει την πορεία του. Η αιφνίδια επίθεση αντιθέτων τόνων καταβάλουν ή εξυψώνουν το τοπίο της ποίησής του ορίζοντας τις αποχρώσεις του περιγραφόμενου, αποχρώσεις οι οποίες αλλού διαπεραιώνουν το θερμό με χρώματα ψυχρά και αλλού το ψυχρό με χρώματα θερμά. Ο ποιητής μας δεν μας προσφέρει τελικά μια παλινωδία· δεν αναιρεί, ούτε και ανακαλεί τον ιδανισμό του, αλλά τον συγχωνεύει μέσα σε μια κλιμακούμενη ελεγεία, όπου ο ίδιος διασώζεται διά της γραφής.
Αυτή η ποίηση δεν παρουσιάζει σε τίποτα τα ειδολογικά γνωρίσματα της γενιάς του ‘70. Ο γλωσσοκεντρισμός, η άρνηση, η κλειστότητα, με την επικέντρωση των ποιητών αυτών σε μια στενότερη θεώρηση του κόσμου, και ο ειρωνικός τόνος απουσιάζουν από το έργο του ολοκληρωτικά. Δεν υπάρχει επίσης ουδεμία σύνδεση και με τη γενιά του ’80 και τον «καθολικό ναρκισσιστικό ατομικισμό» της, για να δανειστούμε τον ευθύβολο όρο του Βαγγέλη Κάσσου. Η ποίηση του Λάνταβου στέκεται μονάχη της, στην ερημιά του κάμπου, στη λαλέουσα ερημιά της ύπαρξης.
«Δεν ξέρω δεν ξέρω/ μα λησμόνησα τον τρόπο», γράφει σε ένα από τα πρώτα του ποιήματα («Διάδρομος»). Ο «τρόπος» είναι ο «πρωτόγονος» τρόπος του ποιήματος να μετουσιώνεται σε τραγούδι. Και λίγο πιο κάτω: «Δεν ξέρω δεν ξέρω/ μα ξεχνάω τη λέξη». Η χειμαρρώδης ορμητικότητα του τραγουδιού, που κατεβαίνει στον κόσμο των ανθρώπων μέσα από τα δάση του Πανός, προσκρούει πάνω στην αυχμηρή και σκληρή τραχύτητα της λήθης: «Η ομίχλη αγχόνη/ θολώνει τα πρόσωπα/ και το φως “καθαρτήριο” ξεμακραίνει». Ο ελληνικός εμφύλιος και η μετεμφυλιακή Ελλάδα είναι το νεκροζώντανο σώμα στον θώρακα του οποίου «λοξοδρομούν/νιόφερτα/ καράβια» («Tatuage»).
Η ποίηση του Λάνταβου στέκεται μονάχη της, στην ερημιά του κάμπου, στη λαλέουσα ερημιά της ύπαρξης.
Η ρεμβώδης ενθύμηση μιας άλλης, θετικής διάστασης για τα πράγματα είναι αιματοβαμμένη: Το τοπίο είναι ακίνητο, αμετακίνητο, ασυμπίεστο. Η παραζάλη είναι η μόνη δυνατή και συνεπής προς το δεδομένο αντίδραση του στοχαζόμενου ποιητή. Η ποίηση έχει χάσει προ πολλού την αίγλη της. Η ευσυνειδησία του μοντέρνου ποιητή εξαντλείται στη γνώση του τέλματος του κόσμου, ενός τέλματος που επιφυλάσσει για τις τέχνες τον κονιορτό ως αντίδωρο για την ανόητη εμμονή της: «Τι κι αν γραφεί ένας στίχος;/ Μήνυμα σε πλήθος κωφάλαλων·/ μια θέση στο μουσείο των τεχνών... Οι άνθρωποι παλεύουν ένα άσπρο πούπουλο·/ αδύνατο να το κυλήσουν. Ή να το φορτωθούν». («Πορεία»). Ετούτη η τεθλιμμένη πορεία προ-οικονομεί από τα πρώτα της κιόλας βήματα την εξέλιξη του ποιητή. Σε διαρκή αντιπαλότητα προς τα «κέρινα ομοιώματα» του κόσμου των ανθρώπων βρίσκεται η «φύσις» που δίνει νόημα στην ιδέα περί κάλλους. «Χιλιάδες σου έδωσε/ η Φύση χρώματα/ ένα για κάθε μέρα». («Τα μικρά ποιήματα, Ι»). Έτσι, από τη μια παρατίθεται η αρνητικότητα του (σύγχρονου;) άπορου βίου, ενώ από την άλλη η φύσις, όχι εκείνη του μετακαρτεσιανού και νευτώνειου αντικειμενισμού, αλλά η φύσις ως χάρμα ιδέσθαι και ενέργεια θεού, που γίνεται τροφός και θεραπαινίδα για τον αδύναμο καλλιτέχνη ο οποίος δια της σαγήνης των έργων του δίνει σχήμα στην τέχνη, που είναι ένα είδος αισθητικής θεολογίας.
Ο Κώστας Λάνταβος είναι ένας ποιητής των άκρων και της σύνθεσης. Η ποίησή του είναι υφασμένη από μοναξιά, έρωτα, απόγνωση και αγωνιστική θέληση. Όμως επιλέγει το τέμπο του με μέτρο τη συμπαντική δικαιοσύνη της αγάπης. Το μόνο είδος εξέγερσης, θα λέγαμε, που δεν το γεννάει η απόγνωση. Η ποίησή του ανατέμνει το γίγνεσθαι με υπακοή στο μεγάλο και «τελευταίο φως». Η γραμμή της στην ουσία είναι συμπαντική, καθαρή και ολοφώτεινη. Μια γραμμή ιωνική! Όμως, και μάλιστα χωρίς να εξέρχεται της σπειροειδούς κίνησης του κοχλία, δηλαδή περνώντας μέσα από τις δίνες του παράσιτου καιρού του, αυτή η γραμμή μπορεί και παρακολουθεί την ίδια την κίνησή του κι έτσι μόνο να συλλαμβάνει τον αληθινό της ρυθμό. Διά μέσου αυτής, το «εσύ», της προβληματικής ετερότητας, που πρωτοεμφανίζεται στην ενότητα «Συνομιλία» της δεύτερης ποιητικής συλλογής του Λάνταβου Χαμαιλέοντες και Σαλτιμπάγκοι (1985), εδραιώνεται πλέον ως πρόσωπο, αποκτώντας τη δική του αιωνιότητα έναντι της αιωνιότητας της ανυπαρξίας, πρώτα στον Νυκτόβιο συλλέκτη (1989) και μετά και πάλι στον Αντίνοο εν Κασσιώπη (2000).
Ο Λάνταβος δεν είναι μόνο ένας βιωματικός ποιητής, ούτε είναι φυσικά και ένας ακόμα επόπτης του κοινωνικού γίγνεσθαι. Συγχρόνως, η ταυτότητα του ποιητή της υπάρξεως τον περιορίζει κατά πολύ, γιατί ο προσωπικός του τόνος, που κυριαρχεί σε πολλά ποιήματα, δεν του ανήκει εξ ολοκλήρου. Σ’ αυτόν αποτυπώνεται και το ίχνος της δική μας φωνής, και συγχρόνως, ο ποιητής μοιάζει να θέλει να ξεφύγει από τις ατραπούς του άγχους και της φόβου. Ο λόγος του, λόγος συγκλονισμού και κάθαρσης, ανελίσσεται κατερχόμενος προς την αχανή ανοικτότητα. Όπως ο Σεζάν και ο Βελάσκεθ ζωγράφισαν τη ζωγραφική, έτσι και ο Κώστα Λάνταβος, ποιεί την ποίηση! Ποιεί το βλέμμα που η ποίηση πρέπει να προϋποθέτει για να καταξιώνεται και να επιβιώνει. Αλλά για να δούμε τι είναι αυτό το βλέμμα, πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο Λάνταβος δεν είναι μόνο ένας βιωματικός ποιητής, ούτε είναι φυσικά και ένας ακόμα επόπτης του κοινωνικού γίγνεσθαι. Συγχρόνως, η ταυτότητα του ποιητή της υπάρξεως τον περιορίζει κατά πολύ, γιατί ο προσωπικός του τόνος, που κυριαρχεί σε πολλά ποιήματα, δεν του ανήκει εξ ολοκλήρου.
Τα ποιητικά βιβλία του Κώστα Λάνταβου αριθμούν μέχρι στιγμής δεκατέσσερις συλλογές. Κοινό γνώρισμα και των δεκατεσσάρων συλλογών είναι η συνθετική τους υφή. Βεβαίως και ο ποιητής φτιάχνει ποιήματα, μοναδικά και ακέραια, μα ετούτα έχουν και την εμφάνιση των μικρών λιθαριών που, σε συναλληλία το ένα με το άλλο, φτιάχνουν τον δρόμο. Είναι εμφανής, σε κάθε ένα από τα δεκατέσσερα αυτά βιβλία, η επιδίωξη της ενότητας του νοήματος, στον βαθμό που μπορούμε να μιλάμε στην ποίηση για νόημα έξω από το ίδιο το ποίημα. Η παρατήρηση αυτή είναι σπουδαίας σημασίας αν και μόνο σκεφτούμε πως στα έργα τέχνης συμβαίνει οι ιδέες να μην κυκλοφορούν έξω από τις ενέργειες, δηλαδή έξω από τα ίδια τα έργα, όπως συμβαίνει ας πούμε με την πολιτική. Και αυτή η ιδιότυπη ηθική, «εμμένεια» ας την αποκαλέσουμε, λειτουργεί πολύ συχνά σαν κριτήριο για την αξία του ποιήματος. Σε γενικές γραμμές, τα κακά ποιήματα είναι ποιήματα ιδεών, όπου οι λέξεις αντί να δαυλίζουν το νόημα, απλώς το διατυπώνουν.
Η σημασία εκφυλίζεται με ποικίλους τρόπους. Εκφυλίζεται άλλοτε μέσα στην προχειρότητα του συναισθηματισμού, ή/και του διανοητισμού, και άλλοτε μέσα στην επιτηδευμένη «ελευθεριότητα», που επειδή στην πραγματικότητα δεν είναι ελεύθερη καταντά να γίνεται χυδαία. Η σαρανταετία 1980-2020 είδε με καλπάζοντα ρυθμό την εφόρμηση αυτού του φαινομένου στα γράμματά μας. Αυτό το φαινόμενο μας λυπεί γιατί οι Έλληνες παράγουμε δυνατή ποίηση. Καθώς όμως είμαστε μια επαρχιακή και «πεινασμένη» χώρα, δημιουργούνται συχνά όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις ώστε ο «καλός» να υποσκελίζεται από τον μέτριο και ο μέτριος με τη σειρά του να δοκιμάζεται από τον κακό. Στο τέλος, οι «καλοί», οι κακοί και οι μέτριοι, εξισωμένοι περίπου σαν τους τρείς παίδες εν καμίνω, βράζουν στο ζουμί της εγωκεντρικής τους δυσχέρειας, που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα εξαιτίας της κλιμακούμενης πνευματικής ερημοποίησης της χώρας, κατάσταση που δεν την ανακόπτει, αντιθέτως την ενθαρρύνει ο φασισμός της «κουλτούρας», αλλά και το αντιλογοκρατικό «ήθος» που χαρακτηρίζει τον παγκοσμιοποιημένο, ψηφιακό βίο μας.
Τέσσερις από τις δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές του Κώστα Λάνταβου. |
Όμως η ποίηση αυτή δεν μας αφορά γιατί δεν καταφέρνει να ωθήσει το ποίημα έξω από τη σελίδα του βιβλίου. Μας αφορά μόνο η ποίηση σαν αυτή που γράφει ο Κώστας Λάνταβος. Ενώ εδώ το νόημα καθοδηγεί, δεν προεξέχει από την επιφάνεια του συντακτικού ρήματος. Ένας λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό είναι ότι τον ποιητή μας δεν φαίνεται να τον εφησυχάζει η διάνοια ή το συναίσθημα, γιατί τον απασχολεί η ίδια η γνήσια ποιητική κατάσταση, που δέχεται, ως άλλος λιμήν, τα ολόδροσα νερά από τον ωκεανό του νου και της καρδιάς, με μια φράση, τον αφορά αποκλειστικώς η «ηθική» του υπαρκτού, που αναρριπίζει το καθεστώς της γραφής. Κι ενώ θα μπορούσε να αντιτάξει κάποιος πως η ηθική λόγω του κανονιστικού πνεύματος των αρχών της αδυνατεί να παράξει τέχνη, κάτι με το οποίο συμφωνούμε συλλήβδην, στο έργο του Κώστα Λάνταβου η ηθική δεν ενέχει ούτε εν ενεργεία, ούτε καν εν δυνάμει, τον χαρακτήρα της ηθικότητας. Αυτή η ηθική δεν είναι μια ηθική κλειστή. Δεν είναι ένα μονομερές σύστημα αξιακών πράξεων αλλά «λόγος ζωής».
Ο ποιητής μας ποθεί τη «σαρκική ομιλία» («Φυγή», Νυκτόβιος συλλέκτης, 1989). Την εξαπολύει ή τη δέχεται παθητικά σαν μια φυσική ανάγκη. Δεν θα δοκιμάζαμε κάποιο παράξενο άλμα αν λέγαμε πως έρχεται η φωνή του να προστεθεί στη σημαντική χορεία των ερωτικών λογοτεχνών του βορειοελλαδικού τόξου (Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Ιωάννου κ.α.), αφού είναι ο έρωτας, σε αντιπαλότητα πάντα το διανοητικό και το κοινωνικό στοιχείο της Αθήνας, ετούτος που ξεχώρισε τους ποιητές του Βορρά από τους ποιητές του Νότου, με πιθανή εξαίρεση την περίπτωση του Μανόλη Αναγνωστάκη, γιατί ακόμα και όταν αυτοί οι ποιητές δημιουργούν μια υπαρξιακή κι εντόνως στοχαστική ποίηση (βλ. Ζωή Καρέλλη), η γλώσσα και το ύφος τους εγγίζει τη βαθιά του σώματος «συνείδηση» καθόσον αυτό βρίσκεται σε ψυχική δίνη και οργανικό αναπαλμό μέσα στο γεγονός ή τις (από)δράσεις του έρωτα.
Η αφετηρία του ποιητή μας δεν είναι η «προσωποκεντρικότητα» στη συνδιαλλαγή του με το ζήτημα του έρωτα, όπως συμβαίνει με άλλους ποιητές [βλ. Χρονάς, Χριστιανόπουλος, και (λιγότερο) Ασλάνογλου], αλλά η «ανθρωποκεντρικότητα».
Όμως ποιος είναι ο ορίζοντας εντός του οποίου φανερώνεται και διαπλατύνεται ο ερωτικός λόγος του ποιητή; Και με ποιον διακριτό τρόπο εξυφαίνεται αυτός; Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Κώστα Λάνταβου (Η αγρύπνια εντός μου, εκδ. Αρμός 2020) μας τον φανερώνει, εκθέτοντας την καρποφορία σαράντα ετών (1980-2020) ποιητικής δημιουργίας. Ένα συμπέρασμα στο οποίο φτάνουμε διαβάζοντας τα ποιήματα του τόμου είναι πως η αφετηρία (άρα και το σημείο διαφυγής, όπως θα δούμε στη συνέχεια) του ποιητή μας δεν είναι η «προσωποκεντρικότητα» στη συνδιαλλαγή του με το ζήτημα του έρωτα, όπως συμβαίνει με άλλους ποιητές [βλ. Χρονάς, Χριστιανόπουλος, και (λιγότερο) Ασλάνογλου], αλλά η «ανθρωποκεντρικότητα». Βεβαίως υπάρχουν και πολλά ποιήματα όπου ο ερωμένος έχει ένα ορισμένο υπαρκτό πρόσωπο (αν και κρυμμένο, αφού ετούτο δεν δηλώνεται ούτε με την ιδιότητά του ούτε και με το όνομά του), στο οποίο στοχεύει η ποιητική «απεύθυνση». Μα ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, το ιδιαίτερο «κλίμα» που αναφύεται μέσα από την ελλειπτική αφήγηση της ερωτικής ιστορίας έρχεται να συναντήσει το συνθετικό πνεύμα του ποιητή που σαν τον σκυταλοδρομέα παραδίδει τα «πεπλοφόρα» πρόσωπά του στη εποπτική διαφάνεια των στοχαστικών στίχων του.
Η στοχαστικότητα ενυπάρχει στο έργο του Κώστα Λάνταβου ως μια φυσική προδιάθεση και αφήνει εντόνως τα ίχνη της. Κυριαρχεί στα ποιήματα της πρώτης συλλογής του ποιητή, Πορεία (1980), και ορίζει το συμφραζόμενο ως και το ήμισυ της δεύτερης συλλογής (Χαμαιλέοντες και Σαλτιμπάγκοι,1985). Εκεί το ποίημα «Συνομιλία» δίνει ξάφνου το τέμπο για μιαν άλλη εκκίνηση μέσα στον ίδιο δρόμο. Αναδύεται το ερωτικό «Εσύ» που μέχρι και τη συλλογή Felix Culpa (2001) είναι ο βασικός παρονομαστής στην προσπάθεια του ποιητή μας να συντονίσει το συντακτικό με το ποιητικό του ρήμα.
Από το 2001 μέχρι και τη συλλογή Καλημέρα (2018), η ποίηση του Κώστα Λάνταβου επιστρέφει στον στοχασμό που έχει απωλέσει τα πρωτόλεια χαρακτηριστικά της γενικής ευαισθησίας των πρώτων συλλογών, ευαισθησία που χαρακτηριζόταν από κάποια νεορομαντικά ολισθήματα αλλά και από μια ειλικρινή υπαρξιακή αγωνία που έβρισκε δίοδο σε ευθύβολες ποιητικές κατακτήσεις, για να διαβάσουμε πια έναν ποιητή που έχει κερδίσει το στοίχημα της αληθινής ποίησης το οποίο δεν είναι άλλο από την καθολική εποπτεία των πραγμάτων με ανόθευτο ποιητικό τρόπο. Μεσολαβεί μια περίοδος που διαρκεί περίπου 10 χρόνια, από το 1993 ως και το 2000, όπου βλέπουν το φως της δημοσιότητας τα βιβλία: Το σπάταλο φως, Εκ θεού αντιμισθία, Η τρυφερότητα του φόβου και το Ο Αντίνοος εν Κασσιώπη. Τα τέσσερα αυτά βιβλία λειτουργούν σαν γέφυρες μεταξύ της πρώτης περιόδου (1980-1993) και της τρίτης (2001-2018), και περιλαμβάνουν μερικά από τα καλύτερα ποιήματα που έχει γράψει ο Κώστας Λάνταβος.
Ο έρωτας και ο στοχασμός του κάλλους είναι λοιπόν οι δύο κεντρικοί πυλώνες που συγκρατούν το οικοδόμημα αυτής της ποίησης.
Ο έρωτας και ο στοχασμός του κάλλους είναι λοιπόν οι δύο κεντρικοί πυλώνες που συγκρατούν το οικοδόμημα αυτής της ποίησης. Ο έρωτας είναι η ενσάρκωση ή ακόμα και η δυνατότητα ενσάρκωσης της νοσταλγίας του ανθρώπου για το κάλλος. Το φως περιπλέκεται με το σκοτάδι αλλά η ερωτική άρνηση και η ερωτική ματαίωση διαπερνούν το περιβάλλον της στιγμής, του συγκεκριμένου και του ιδιαίτερου περιστατικού, και αναδύονται, με όλο τους το ζοφερό μεγαλείο, σαν τραύματα πάνω στο πνεύμα του ανθρώπου. Έτσι τα ποιήματα του Λάνταβου εκτελούνται ως μια, αποφατική κατ’ ανάγκην, διαπεραίωση του τραγικού, αλλά επειδή ο σταθερός προσανατολισμός της ποίησής του είναι η ποιητική έκφραση της «φυσικής» εμφάνισης του κάλλους ως μιας ποθητής και συνάμα καταστροφικής αντινομίας που συναρπάζει και καταδιώκει την ανθρώπινη ύπαρξη –και πώς αλλιώς–, ο ποιητής μάς αναγκάζει τρόπον τινά να τον υπολογίζουμε περισσότερο σαν ένα ποιητή του έρωτα και του θανάτου, που μάλιστα, και αυτό ξέχωρα από τους υπόλοιπους ομοτέχνους του, θέτει εαυτόν ενώπιον ενός διττού ηθικού προτάγματος: Nα περιγράψει τη δίνη του θανάτου και συνάμα να δοκιμάσει την υπέρβασή της:
«Άνθρωπος καμωμένος μισός από ζωή μισός από θάνατο
την ευδόκιμη καραδοκώ σπορά
να υπάρξω στη μια και μοναδική Στιγμή·
εκείνη που κερδίζεται ο Χρόνος και χάνεται μαζί,
Περιπλανώμενος σε καιρούς που κρίνονται και κρίνουν,
με βήματα θρυμματισμένα ευαγγελίζομαι
την έκρηξη των αισθημάτων
και τη συντριβή»
[«Πάλι», 4, Felix Culpa, 2001]
Και αλλού:
«Kρατώ το νου μου στο σκοτάδι
κι από το μαύρο τρέφομαι
Αρνούμαι απ’ τη φυλακή του χρόνου
ν’ αποδράσω –καλοδεχούμενη η καταιγίδα–
Η ζωή του καθενός μια στιγμή
–σύντομη αγγελία σε εφημερίδα–
που εντέλει παραδίνεται στη λήθη
Βλέπω τα πράγματα ως θνητό πλάσμα:
“μηδέν περιμένων μηδέ φεύγων”»
[«ε’», Μάθημα πρώτο, 2004]
Έχει σημασία να παραθέταμε ένα απόσπασμα από μια παλαιότερη δημοσίευσή μας για το έργο του ποιητή. Εκεί («Εμβόλιμον», τχ. 91-92, σελ. 96-99) λέγαμε πως η «πίστη» του ποιητή στο κάλλος του κόσμου έχει σφραγίδα ελληνική, γιατί οι Έλληνες πρώτοι και μοναδικά ταύτισαν τον κόσμο με την ωραιότητα και τον θεό. Γράφαμε τότε:
«Κληρονομεί την ευαισθησία των αρχαίων λυρικών, κομίζοντας κάτι από τη θεληματικότητα της ιταλικής αναγέννησης και το εγκωμιαστικό ήθος των τροβαδούρων της Προβηγκίας. Το ασκητικό πνεύμα του χριστιανισμού απουσιάζει αλλά ο ερωτικός του λόγος βρίσκεται πολύ κοντά στην ευαισθησία των Νεκρώσιμων Ιδιόμελων του Ιωάννου Μοναχού και στους ύμνους για τη δόξα του σώματος του Χριστού του Συμεώνος (του Νέου Θεολόγου). Η ελληνική ερωτική δόξα δίνει το τέμπο στα ποιήματά του, και οδηγεί τελικά στο Εγκώμιο».
Και αναζητώντας τα αίτια πίσω από αυτή την οπτική του ποιητή, προσθέταμε τα εξής που συμπληρώνουν τη φιλοσοφική πλαισίωση της ποίησής του:
«“Bonum est diffusivum Sui” (Το Αγαθόν εστί διαχυτικόν Εαυτού) λέει μια μεσαιωνική αξιωματική ρήση… Ενώ ο Γιαχβέ “φτιάχνει” και “δημιουργεί” ως πηλοπλάστης τον άνθρωπο και τα άλλα κτίσματα εκ του μηδενός, ο ελληνικός θεός, ως συστάτης, “συνίστησι Κόσμον” εντός της ενεργείας του Είναι, κόσμημα και χάρμα ιδέσθαι αθάνατον! Άλλωστε ο Ελωχίμιος όποτε θελήσει μπορεί να τον χαλάσει τον Κόσμο, ανάλογα με τις διαθέσεις του. “Ο ουρανός και η Γη παρελεύσονται, η δε δόξα του Ελωχίμιου διαμένει εις τον αιώνα”, λέει ο Ψαλμός. Αλλά όμως λέγει ο Ηράκλειτος: “Ως σάρμα εική και ως έτυχε ο κάλλιστος των Κόσμων”. Ο Κόσμος είναι κόσμημα για τους Έλληνες και είναι αιώνιος. Και ο Ξενοφάνης: “Εις θεός, εν τε θεοίσι και ανθρώποισι μέγιστος”».
Η ελληνική πίστη στο θαύμα του κόσμου στηρίζει λοιπόν τη συνείδηση της ποίησης του Λάνταβου. Για αυτό άλλωστε και η ποίησή του, καθώς ρίχνεται με άφατη μελαγχολία στο κατατεμαχισμένο σώμα της πραγματικότητας, δεν καταθλίβεται τόσο ώστε να παραδώσει στο τέλος τα όπλα και να εγκαταλείψει την ελπίδα και το όνειρο:
«Μας έδωσες Κύριε
Πικραμύγδαλο και χαλασμό
Κι ένα περίγραμμα της Άλλης Όχθης,
Ευλόγησες τη φονική γαλήνη του βουνού
Και το φιλί που ζωγραφίζει
Στο μέτωπο του μέλλοντος ρυτίδες.
Δώσε μας Κύριε τον ήλιο που βασίλεψε
Και το σκοτάδι που θυμάται
Για να σκορπίσει ο θυμός
Και η πηγή να τραγουδήσει,
Δώσε μας σήμερα –μην αναβάλεις γι’ αύριο–
Ένα καινούργιο πρόσωπο
Για να ανασάνει η σιωπή
Και ν’ αντηχήσει ο κόσμος καλοσύνη».
(«Κύριε», Καλημέρα, 2018)
Ο Κώστας Λάνταβος γεννήθηκε στη Λάρισα το 1949 από ηπειρώτες γονείς. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε ως ιατρός-παθολόγος στη Λάρισα από το 1981. Διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος και αντιδήμαρχος Πολιτισμού του Δήμου Λαρισαίων και πρόεδρος του ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας (Θεσσαλικό Θέατρο). Ήταν ο ιδρυτής και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού «Γραφή» από το 1989 έως το 2004. |
Για τον ίδιο λόγο ο χρόνος και ο θάνατος στο έργο του δεν λειτουργούν εκμηδενιστικά για τις αξίες της ζωής αλλά μόνον διαλυτικά, γεγονός που ξεχωρίζει τον Λάνταβο από τους περισσότερους έλληνες ποιητές, παλαιότερους και νεότερους, ιδίως από τους ποιητές της επονομαζόμενης γενιάς του ’70, όπου η συνομιλία με τον θάνατο δεν δοκιμάζει την υπέρβαση του σκότους του αλλά εμμένει στην περιγραφή της εξοντωτικής «ατμόσφαιράς» του (βλ. την ποίηση ενός εκ των σπουδαιότερων εκπροσώπων της γενιάς αυτής, του Αντώνη Φωστιέρη, ή και εκείνη των Γιάννη Κοντού και Κώστα Παπαγεωργίου). Ο θάνατος όμως για τον ποιητή μας είναι το άλλο όνομα της αντεστραμμένης πληρότητας του κόσμου, δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη διαλυτική δύναμη της φύσης. Αλλά είναι και εκείνη η δύναμη που όταν δεν μεσολαβεί η ενεργητική ανθρώπινη συνείδηση, η οποία διαχωρίζει την αλήθεια σε καλή και καλή ανάλογα με τα συμφέροντά της, εξασφαλίζει στα πράγματα τη γαλήνη τους. Επί παραδείγματος χάριν, στη φύση το ψυχρό δεν προαναγγέλλει την έλευση του θερμού, αλλά και τα δύο συνυπάρχουν, το ένα εν ενεργεία και το άλλο εν δυνάμει, μέσα στα πράγματα. Το ένα δεν έρχεται μετά το άλλο. Απλώς συμβαίνουν. Η φύση σιωπά ή, πράγμα που είναι το ίδιο, αγαπάει να κρύβεται, κατά τον σκοτεινό Εφέσιο.
Αυτή η «ιωνική γραμμή», η «συμπαντική», «καθαρή» και «ολοφώτεινη» πορεία του πνεύματος, είναι ο ορίζοντας για να αγκαλιάσει κανείς το ποιητικό έργο του Λάνταβου. Είναι η γραμμή της ησυχίας. Που μεταπλάθεται σε στοιχείο και όργανο της ομιλίας του ποιητή. Που δεν είναι (ακόμα) σιωπή γιατί γέμει χυμών και ολοφυρμών. Που παντού και πάντοτε επιστρέφει, αιωνίως. Και συνάμα συντελεί εντός μας τον ρυθμό της ανυπαρξίας. Που δεν αναχαιτίζει τον λόγο μα αντιθέτως τον θρέφει σαν μητρικό γάλα. Που προσφέρει την υπεράσπιση του ονόματός μας. Που ο ποιητής την εύχεται και συνάμα τη αποδιώχνει, με τον τρόπο του οιστρηλατημένου από έρωτα ανθρώπου:
«Μείναμε μόνοι, μια ανύπαρκτη συνομιλία./ Δεν φταίει ο Ουρανός/ που κρατηθήκαμε μακρυά του./ Δεν είναι σπίτι του μονάχα οι εκκλησιές/ στους ναούς υποκλίνεται ο κόσμος,/ τις Κυριακές ξοδεύει/ μέσα του όμως αναβλύζει/ η αείζωη παρηγοριά.// Γιατί αργοπορεί –παρά τις τόσες προσευχές–/ το φλογισμένο πέταγμα;/ Ποια ενθρονίζει το Θεά αμαρτία/ για ν’ αποδώσει τα οφειλόμενα–// Όχι καλό ταξίδι/// Μέρες μόνον λευκές, υποταγής.// Όλα είναι εδώ. Όλα μαραίνονται/ κάτω απ’ το φως του ήλιου/ Όλα έχουν ένα όνομα/ κι εντός αυτού ανθοφορούνε.// Μέρες,/ Θα έρθουν κι άλλες μέρες–»
(«Η επιστροφή της απουσίας», Καλημέρα, 2018)
«Σκοτάδι και φως με ορίζουν/ με την ίδια δύναμη και τα δύο.// Γέρνω στην πλευρά του Ενός/ εξεγείρεται το Άλλο».
Και αλλού,
«“Θεέ της γης και του θυσιαστηρίου”,//…// κάνε να γίνει η κόλαση/ μύρο λησμονιάς/
και η οδύνη θαλπωρή/ μέσα στο άδειο μας το στήθος».
Και αλλού,
«Θέλω ν’ ακούσω τον ήλιο να βελάζει/ καθώς θα κατεβαίνει την πλαγιά/ να σέρνεται κοκκινομάλλης προς τη δύση//…// Οι τελευταίες αχτίδες του να ξεψυχούν/ καθώς τρυπούν λιπόθυμες/ τις φυλλωσιές των δέντρων/ και η μέρα που ξόδεψε αλόγιστα το φως/ να σκαρφαλώνει ξέπνοη/ στους κήπους της σελήνης,// Θέλω να δω τον ήλιο να αιμορραγεί/ ν’ αδειάζει από το φως του/ αδύναμος να γέρνει πάνω στις βουνοκορφές/ να σβήνει νυσταγμένος κάποιο δείλι,// Φως ξανά στον κόσμο να μη δίνει».
(«Αίρεση δημιουργίας», «Προσευχή, «Η πληρωμή του ήλιου», ibid)
Είναι, αυτή η ησυχία, η λυδία λίθος για την κατάφαση στη ζωή, αλλά αυτή καθ’ εαυτή πόρρω απέχει από τη σιωπή του κατακερματισμένου μετα-αναγεννησιακού λόγου που πορεύεται, τεθλιμμένος και πένης, μεταξύ μνημάτων και δύσοσμων νεκρικών σχημάτων. Αν ο έρωτας και ο στοχασμός του κάλλους είναι οι δύο πυλώνες της ποίησης του Λάνταβου, ο θάνατος είναι δίχως καμία αμφιβολία το κέντρο που ορίζει την ποιότητα της κίνησης μεταξύ αυτών των δύο καταστάσεων. Ο αναγνώστης, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του έργου του, και όσο επιδρά επάνω του η θέληση να μη το διαβάσει τμηματικά αλλά εποπτικά, δεν οδηγείται παρά μόνο σε ένα συμπέρασμα: ο ποιητής μας είναι ένας σύγχρονος προσωκρατικός που βλέπει στον θάνατο τον πρώτο και τον έσχατο όρο της ελευθερίας του βλέμματος. Και εξαιτίας αυτής της ευθύβολης σκοπιάς, ο ποιητής μας γίνεται κάτι περισσότερο από δημιουργός ποιημάτων, γίνεται, καταπώς είπαμε, ένας ποιητής της ποίησης.
Αν ο έρωτας και ο στοχασμός του κάλλους είναι οι δύο πυλώνες της ποίησης του Λάνταβου, ο θάνατος είναι δίχως καμία αμφιβολία το κέντρο που ορίζει την ποιότητα της κίνησης μεταξύ αυτών των δύο καταστάσεων.
Mα ακριβώς ποια είναι η δωρεά του θανάτου; Αρκεί να αισθανθούμε βαθέως ότι η ποίηση που δεν φέρει μέσα της τη σφραγίδα της πίστης στη δυνατότητα του ανθρώπου για αναγέννηση, αργά ή γρήγορα τρεκλίζει ασθμαίνοντας και πεθαίνει μέσα στον ίδιο της τον εαυτό. Ο άνθρωπος ως μια διαρκής εκκρεμότητας, ο άνθρωπος ως μια συνεχής και ατελεύτητη δυνατότητα εξύψωσης. Αυτή είναι η δωρεά του θανάτου, που μας χαρίζει την ελευθερία του βλέμματος, γιατί δια μέσου αυτού, του θανάτου, ο ορίζοντας του ανθρώπου ωθείται διαρκώς έξω και πέρα από τον στενό ορίζοντα της ασφυξίας, της υποκρισίας και του τέλματος:
«Οι μέρες είν’ όλες όμορφες
Συχνά οι άνθρωποι δεν το βλέπουν
Και η ζωή δεν είναι μόνο μόχθος
Είναι η αταραξία των βουνών
Και ο παφλασμός της θάλασσας
Το ζείδωρο νερό κι ο ανθισμένος κήπος
Είναι οι ήχοι της χαράς πίσω απ’ τον βηματισμό του ήλιου
Η καλοσύνη του φωτός
Και η μυρωμένη νιότη
Οι μέρες όλες είναι όμορφες–
Ώσπου να ΄ρθεί του Χρόνου η εσπέρα
…
Αλλά ας αγωνιστούμε μαζί
Εγώ κι εσύ εν εσμέν
Ώστε ο φόβος να γίνει θάρρος
Σάρκα παλλόμενη
Έτοιμη για το θαύμα
Αποκρίσου Άνθρωπε»
(Τα μάτια του μικρού θεού, 2015)
Έτσι, ο ποιητής μας δύο πράγματα καταφέρνει:
Πρώτον, να μην εγκλωβίζεται στην κοινωνική εμπειρία, που ενώ για άλλους είναι η «γη της αφθονίας» («Άνθρωπος χαμαιλέων», Χαμαιλέοντες και Σαλτιμπάγκοι, 1985), γι' αυτόν είναι το πεδίο μιας «ανίερης μάχης» («Σαλτιμπάγκοι», ibid), νοιώθοντας, ακόμα και μέσα στη σφοδρή δίνη αυτής της «μάχης», τη «χρυσαφένια θάλασσα», μα και προσπαθώντας, πάντα προσπαθώντας, «να κρατηθεί(ς)/ κι ας βλέπει(ς) τις μέρες τις σαρκοβόρες/ με γέλιο μισό/ κι ας μιλά(ς) στους ανθρώπους/ με κραυγές και νοήματα/ κι ας κλείνει(ς) τα όνειρα/ σε παρήγορους στίχους («Το σεργιάνι» Ι&V, ibid). Η άρνηση του ποιητή μας να παρακολουθήσει στενά τον κοινωνικό περίγυρο, επαγρυπνώντας με τη σκέψη πως ο άνθρωπος είναι ανέκαθεν μια δυνατότητα εξύψωσης, είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό που τον ξεχωρίζει από τους περισσότερους ποιητές της γενιάς του ‘70.
Δεύτερον, καταφέρνει να μην κλείνει την αδιέξοδη ευκτική του έρωτα στο (παρα-κείμενο) πρόσωπο του έρωτα. Ακόμα και όταν η συνάντηση μαζί του επιφέρει τη ματαίωση και τη διάψευση, το πρόσωπο αυτό κοινωνείται στον αναγνώστη μέσω της ανθρώπινης αδυναμίας του να (συν)υπάρξει με τον ερωμένο άλλον ως πρόσωπο απέναντι στο αίνιγμα. Κατά βάση, οι πράξεις που οδήγησαν στη ματαίωση της «συνάντησης», συγχωρούνται πάντα, αφήνοντας αλώβητη, παρά τα ανοικτά τραύματα πάνω «σε ψυχές ταραγμένες», την υπόσχεση της ευτυχίας.
«Τα χάδια σου… λησμόνησα την αφή τους· κι όμως
θέλω να σου μιλήσω
απόψε όχι να σου ματώσω τις πληγές, αλλά
για ν’ απαλύνω τον πόνο το δικό μου·
θ΄ ανακαλέσω μνήμες βολικές
όχι τα σύννεφα
μήτε τις γκρίζες ώρες
αλλ’ ότι μας χάρισε ανάλαφρες στιγμές,
παροδική ευτυχία…»
(«Συνομιλία», γ’, Χαμαιλέοντες και Σαλτιμπάγκοι, 1985)
Και άλλου:
«Τι μπορούσες να ξέρεις, τι μπορούσα να ξέρω
για τον παρελθόντα καιρό.
Ο καθείς έσερνε τη δική του υπόσχεση
να κρυπτογραφήσει τη ζωή
μέσα στις λέξεις.
Μετέωρα πλάσματα, εκτεθειμένα…»
(«Η πολιορκία των αισθημάτων», α’, Νυκτόβιος συλλέκτης, 1989)
Έτσι ο έρωτας στο έργο του ποιητή μας συμπλέκεται με τον δοξασμό και τη συμπόνια. Δεν συρρικνώνεται από το προσωπικό αίσθημα της ματαίωσης μέσα στη δυσχέρεια του εγώ, όσο κι αν αυτό το αίσθημα ποδηγετεί συχνά τη διαδικασία της γραφής:
«Γιατί μπορώ να κοιτάζω τα μάτια σου
–ω, τα μάτια σου στο χρώμα της ομίχλης–
κι αυτό το μέτωπο που μοιάζει ουρανός.
Μετρώ τις ρυτίδες σου, κάθε μια κι ένα αυλάκι εγκώμιο
στον επερχόμενο θρίαμβο της φθοράς.
Προσέχω τα χέρια σου, αυτά τα λιπόσαρκα που μπερδεύονται
διαρκώς, σα να ξετυλίγουν οράματα
και μελλοντικά αμαρτήματα.
Θέλω να σου μιλήσω απόψε…»
(«Εσωτερικός μονόλογος του ποιητή», β’, ibid)
Και αλλού:
«Aπόψε σε γνώρισα –σε ήξερα τόσα χρόνια–
τα μάτια σου κοινά, μα φοβισμένα
το πλατύ σου χαμόγελο κομμάτι μελαγχολικό
και το προφίλ σου
εκμαγείο ανθρώπου που του λείπει ο έρωτας»
(«Εσωτερικός μονόλογος του ποιητή», γ’, ibid)
Με άλλα λόγια, επειδή ο θάνατος, ως διαλυτικός της φύσεως ρυθμός και θαυμασία αρχή ανανέωσης της ύλης, είναι η της ζωής πρώτη ελευθερώτρια δύναμη, και επειδή αυτή η ισχύς του επί των πραγμάτων σημαίνει απλώς πως η αρνητική του εξουσία, που καταστρέφει την ολότητα του προσώπου, αντισταθμίζεται με το γεγονός, ότι το ίδιο το είναι του ανθρώπου συνεπάγεται και το έχειν (του ίδιου του κόσμου), αλλά και με το αναφαίρετο δικαίωμα (του ανθρώπου) να υπερασπίζεται το όνομά του πάση θυσία, το ερωτικό συμβάν στην ποίηση του Λάνταβου δεν γίνεται η αφορμή για την περιχαράκωση του εραστή μέσα στο ερωμένο πρόσωπο και την «ατμόσφαιρά» του – ακόμα και στην κατ’ εξοχήν ερωτική σύνθεση Αντίνοος εν Κασσιώπη, η περιχαράκωση αυτή αποτρέπεται με την αναπόληση του ερωμένου που μας τον παρουσιάζει περίπου σαν κινούμενο άγαλμα. Αντιθέτως, ο έρωτας προσφέρεται ως το πεδίο εκείνο όπου δοκιμάζεται η εμπειρία του άλλου ως «γεγονός συνομιλίας» με την ενθαδικότητα της ύπαρξης, με τις αδυναμίες και τα σκότη της.
Ο ερωτικός λόγος του Κώστα Λάνταβου, όντας πέρα από τη σεξουαλικότητα και την επιθυμία, (χωρίς αυτό να σημαίνει πως η επιθυμία παραγκωνίζεται, αντιθέτως σε πολλά ποιήματα είναι αυτή που διαδραματίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο), εκφράζει τόσο την πληγή του ανθρωπίνου όσο και τη δύναμη της συγχώρεσης.
Ο ερωτικός λόγος του Κώστα Λάνταβου, όντας πέρα από τη σεξουαλικότητα και την επιθυμία, (χωρίς αυτό να σημαίνει πως η επιθυμία παραγκωνίζεται, αντιθέτως σε πολλά ποιήματα είναι αυτή που διαδραματίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο), εκφράζει τόσο την πληγή του ανθρωπίνου (ίσως μάλιστα να το κάνει αυτό και πιο βαθιά από έναν ποιητή της καθαρής σαρκικής επιθυμίας), όσο και τη δύναμη της συγχώρεσης.
Η θέση λοιπόν της προοπτικής του ποιητή μας δεν είναι άλλη από την ίδια την ανοικτότητα του ανοικτού. Σε κανέναν άλλον ποιητή, εξαιρέσει του μεγάλου και παραγνωρισμένου Άγγελου Σικελιανού, ο θάνατος δεν έχει γίνει αντικείμενο μελέτης όσο στο έργο του Κώστα Λάνταβου. Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι στα ποιήματα του Λάνταβου, ο θάνατος γίνεται σχεδόν φίλος του ανθρώπου μα όχι με πεισιθάνατο τρόπο. Δυστυχώς οι λογοτέχνες και οι κριτικοί που μέχρι τώρα έχουν προσεγγίσει το έργο του, δεν μπορούν να συνδέσουν την άυλη στοχαστικότητα του ποιητή με τη σημασία και το νόημα που αποδίδει ο ίδιος ο δημιουργός στον θάνατο, γιατί το νόημα αυτό, που ταυτίζει περίπου τη ζωή με τον θάνατο, και συγχρόνως διαχωρίζει το ένα από το άλλο, είναι κι εκείνο που μεταθέτει το βλέμμα του διαρκώς από το ιστορικό-κοινωνικό παρόν στο αιώνιο παρόν του κόσμου.
Έτσι, οι ελάχιστες αναφορές στην ποίησή του σε υλικά αντικείμενα – διακρίνουμε εδώ την «αυτοβιογραφική» συλλογή Η δωρεά του κάμπου (2006), δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχουμε να κάνουμε με μια «πνευματική» ποίηση (που άλλωστε δεν υπάρχει, αφού η ποίηση αφορά τη ζωή, δηλαδή την ιστορία του σώματος). Μάλλον θα έπρεπε να μας οδηγήσουν στο αντίθετο συμπέρασμα. Ότι έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση έμπλεου υλισμού. Συμπερασματικά, ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ένα –εκεί κείμενο– πάσχον. Είναι, στον νου του ποιητή, μια, καταπώς είπαμε, συνεχής και ατελεύτητη δυνατότητα εξύψωσης (και συντριβής). Δεν είναι ότι ο ποιητής μας δεν βλέπει γύρω του, είναι που βλέπει πολύ καλά γύρω του! Γι’ αυτό άλλωστε και η γλώσσα των ποιημάτων του κομίζει τόσα υφολογικά στολίδια από τον αρχαίο λυρισμό και τη βυζαντινή υμνωδία. Η σελήνη στον Λάνταβο είναι η σελήνη της Σαπφούς, τα δέντρα του είναι τα δέντρα του Αλκμάνα, και ο θεός του είναι ο άαπτος των ιερών κειμένων, που υπάρχει, πέρα από την ενδεχόμενη ανυπαρξία του, ως «δρόσος εξ ουρανού», «λαχτάρα του ανέφικτου», αλλά και «κλινήρης αποδημία».
Η μετριοπάθεια στον λυρισμό του Κώστα Λάνταβου δεν έχει να κάνει με μια ισχνή και μονόχνωτη διάθεση, αλλά με το ίδιο το θέμα του θανάτου. Αυτός δε ο λυρισμός χαρακτηρίζεται από μια θαυμάσια οικονομια, ήτοι εκφραστική ακρίβεια, που είναι και το ζητούμενο της ποίησης ανά τους αιώνες.
Με μεγάλη ευθυβολία, ο Νάσος Βαγενάς γράφει στο περιοδικό «Εμβόλιμον» («Μια ανάγνωση της ποίησης του Κώστα Λάνταβου», τχ 91-92): «Δεν γνωρίζω σημερινό ποιητή που να μιλά στα ποιήματά του με φωνή τόσο άμεση. Και δεν εννοώ το γεγονός ότι σε όλα τα ποιήματά του η φωνή αυτή εκφέρεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο, αλλά ότι είναι απαλλαγμένη από στοιχεία με τα οποία συντίθεται ο τρέχων σήμερα ποιητικός λόγος». Και πώς διαφορετικά, αφού η μετάθεση του βλέμματος του ποιητή στο «αιώνιο παρόν του κόσμου», διαλύει όλα τα πέπλα της νοησιαρχικής διαμεσολάβησης. Και όπου συμβαίνει να εισρέει το συναίσθημα, το αίσθημα του ποιητή είναι πέρα για πέρα ειλικρινές γιατί δεν ξεπερνά σε ένταση το εύρος και τον χαρακτήρα του γεγονότος που το προκάλεσε. Όλα αυτά ισχύουν υπό το φως ενός λυρισμού μάλλον μετριοπαθούς, που αποφεύγει τις συνεγέρσεις και την πολυπρισματικότητα του «υψηλού» λυρισμού, μπορώντας έτσι να περνάει εύκολα στην αντίπερα όχθη, της πιο καθημερινής ομιλίας. Η μετριοπάθεια στον λυρισμό του Κώστα Λάνταβου δεν έχει να κάνει με μια ισχνή και μονόχνωτη διάθεση, αλλά με το ίδιο το θέμα του θανάτου. Αυτός δε ο λυρισμός χαρακτηρίζεται από μια θαυμάσια οικονομια, ήτοι εκφραστική ακρίβεια, που είναι και το ζητούμενο της ποίησης ανά τους αιώνες.
Ιχνηλατήσαμε τα βασικά σημεία της ποίησης του Κώστα Λάνταβου με άξονα τη σύλληψη μιας ιδέας. Την ονομάσαμε «ιωνική γραμμή». Όμως μια από τις καλύτερες ποιητικές συλλογές του ποιητή, η Εκ θεού αντιμισθία (1997) αφιερώνεται στη μελέτη του θανάτου, που είναι και το κέντρο της ποίησής του. Στίχοι λαμπεροί, μεστοί, στίχοι γεμάτη βάθος και μαγεία την κατακλύζουν. Σ’ αυτό το βιβλίο, ο αναγνώστης της ποίησης του Κώστα Λάνταβου, έρχεται αντιμέτωπος με έναν στίχο τόσο καλογυμνασμένο, από τις παλαιότερες ποιητικές δοκιμασίες, ώστε να μπορεί να βουτήξει δίχως αποκοτιά στα σκοτεινότερα νερά της ύπαρξης.
«Κρόκοι κι ασφόδελοι ήρθαν/ στα όνειρά μου/ γιρλάντα στο λαιμό// κρόκοι κι ασφόδελοι/ άνθη του κάτω κόσμου/ αμφίρροπο σημάδι»
Και αλλού,
«Διαλεκτός των εικόνων/ χωρίς υπότιτλο και ήχο// μια ομιλούσα σιωπή/ αγχωτική αναπνοή/ και ένας κόμπο στο λαιμό/ σημαίνει εγερτήριο/ όταν στομώνει η αφήγηση/ και επωδό δεν έχει// έργο σπονδυλωτό/ περικοπές ασύνδετες, ασθενικοί κυματισμοί/ σχήματα που δεν τελεσφορούν// όταν του σώματος οι αρμοί/ τρίζουν ανησυχία// να του φωνάξεις “φίλε γράμματα”/ έρχεται η αφύπνιση// και τ’ όνειρο μεταναστεύει»
(Εκ θεού αντιμισθία,10 & Λιτανείες,10)
Οι λεκτικοί πλεονασμοί του παρελθόντος έχουν αποδυναμωθεί πλήρως, ο στίχος αναδύεται στην επιφάνεια με μεγαλύτερη αυτοτέλεια, η ποικιλία και η φυσική τραχύτητα των ερεθισμάτων συντονίζεται με τη μουσικότητα του στίχου. Θαρρείς πως και ακούγεται μια μουσική δίχως μεταπτώσεις, μια μουσική ατονική, μια μουσική που υπερθεματίζει το περιεχόμενο στο οποίο μας υποβάλλει η «γραμμή της ησυχίας». Ο ποιητής μας, σαν θαλερό της άνοιξης φύλλο, εγγίζει το ζητούμενο, το πρόσωπο και την αιωνιότητά του, μαζί με αυτό και τις αμφίρροπες δίνες του, που άλλωστε διά αυτών εκφράζει ο άνθρωπος την ύπαρξή του προσκρούοντας διαρκώς πάνω στην αντίφαση, με τον ποιητή αλλού να λέει πως η εκδρομή αυτή έχει τέλος και αλλού να λέει το ακριβώς αντίθετο. Γίνεται αληθώς ένα ερωτικός ποιητής, με την ευρεία έννοια. Κι αν η ερωτική επιθυμία ορίζει μοναδικά τα πρώτα του ερωτικά «σκιρτήματα» (βλ. χαρακτηριστικά το ποίημα «Η πολιορκία των αισθημάτων», στην ορμεμφυτική ποιητική συλλογή του 1989 Ο νυκτόβιος συλλέκτης), τώρα αυτή συμπλέκεται με το αληθές νόημα της μεταφυσικής του θνήσκοντος σώματος. Ο ποιητής μας προετοιμάζεται για τη νηφάλιο μέθη του με τον Αντίνοο εν Κασσιώπη (2000). Σε αυτή τη σύνθεση, ο ερωμένος είναι το μεταρσιωτικό σπάραγμα ενός θρυμματισμένου κόσμου. Ο ποιητής το ζωντανεύει στο χώρο και τον χρόνο, αφομοιώνοντάς το ποθητό ομοίωμα της ομορφιάς τόσο ως συγκεκριμένη σάρκα όσο και ως σύμβολο:
«Πρώτη φορά στο μπαρ τον συνάντησα,
του τρένου. Έπινε νες-καφέ
και κάπνιζε το ’να τσιγάρο πίσω
απ΄ τ’ άλλο. Το βλέμμα του,
σα να τρυπούσε το Κενό.
Αξύριστος τουλάχιστον δύο ημερών:
Κι αυτό προσέθετε στην ομορφιά του.
Ήταν λεπτός, καλοφτιαγμένος,
Τα πάντα απάνω του συνέθεταν
ένα υπερκόσμιο Κάλλος.
Ακόμα και το κομμένο χέρι του
στο ύψος του καρπού,
φάνταζε μια εξαίσια παραφωνία–
Σαν οι θεοί να ζήλεψαν
και θέλησαν ν΄ ακρωτηριάσουν
το θαυμαστό τους έργο…»
(«Ο Αδριανός εξομολογείται», Αντίνοος εν Κασσιώπη, 2000)
Μετά κι από δω, με τις συλλογές Felix culpa (2001) και Μάθημα πρώτο (2004), ο θάνατος πια έχει λαμπρύνει το δεδομένο τόσο που ο κόσμος αποκαλύπτεται μέσα από το πανάρχαιο φως «της υποταγής», εκείνης που ο άνθρωπος οφείλει στη ζωή, ακόμα κι αν το δάκρυ χύνεται «στυφό», σαν «κύκνειο άσμα μιας φλόγας ανερμάτιστης», ακόμα κι αν «το σχήμα της ζωής… μένει φτωχό και ατελές», «άθροισμα μακρόσυρτων σιωπών», όπου όμως «τα φυτά βλασταίνουν ακόμα». Ο ποιητής βιώνει την οντική ανεπάρκειά του, που τον μεταθέτει διαρκώς από την απουσία στην παρουσία, και τούμπαλιν:
«Είμαι – αλλά δεν είμαι εδώ.
Έγκλειστος βιώνω την πτώση μου,
Γυμνός από θέλγητρα
επιστρέφω στο σώμα,
Περνώ απ’ την Κόλαση ολομόναχος–
Θα επανέλθω ως κίνηση πόθου
στη σκέψη των άλλων,
Μου ξεφεύγει η εικόνα μου
πολλών φωνών άνθισμα
Δεν ήμουν έτοιμος για τον κόσμο
Και αλλού, ενστερνίζεται πλήρως τη διαφάνεια της ζωής εντός της ησυχία του θανάτου:
Στολισμένος τις νεκρές μέρες μου
Γυμνός περιφέρομαι
με το βλέμμα καρφωμένο
στο θαύμα»
(«Μάθημα πρώτο», θ΄ και ις’)
Aπό το Εγκώμιο (2009) και μετά, με επίκεντρο Τα μάτια του μικρού θεού (2015), o λόγος του ποιητή μας διαθλάται σαν απογευματινό φως μέσα από έναν λόγο κατεξοχήν παραινετικό με επίκεντρο την αγάπη και τον άνθρωπο, όπου η ποίηση φαίνεται να ουρανιοδρομεί με πυξίδα τη φιλοσοφική βιοσοφία του κάλους, εναλλάσσοντας συχνά πυκνά το λεκτικό «πνεύμα» της με εκείνο του φιλοσοφικού αποφθέγματος, όπου η ευλάβεια, κομμάτι αναπόσπαστο της ποίησης του Λάνταβου, μοιάζει να φανερώνεται απαλλαγμένη από κάθε -ισμό, και να διεκδικεί, αν και πολύ προβληματισμένη για την ανθρώπινη κωμικοτραγωδία, το δίκιο της σφύζουσα από τις φυσικές αντιδονήσεις της ωραιότητας εν μέσω πυρών και καταστροφών. Αν και δεν εκλείπει, το αντίθετο μάλιστα, εντείνεται η προσωπική αποκαθήλωση του Λάνταβου, που συχνά πυκνά γίνεται λυγμός, κι άλλοτε, «ψηλαφώντας ίσκιους», στο «φως ανθίζει», ο ποιητής καταφάσκει στο πληγωμένο φως, στην ατελή τελειότητα του κόσμου, όπου:
«Eίμαι θνητός–
Σημαίνει, παραδίνομαι στη ζωή άνευ όρων άνευ ορίων
γνέφοντας με συμπόνια στο θάνατο»
(«Είμαι θνητός», Καλημέρα, 2018)
Εν συνόψει θα λέγαμε πως ο ανθρωποκεντρισμός στην ποίηση του Κώστα Λάνταβου δεν μπορεί γίνει κατανοητός δίχως να λάβουμε υπόψη μας τη σκοπιά του ποιητή που είναι η ησυχία του θανάτου. Στην πραγματικότητα, ο ποιητής στοχεύει στην υπέρβαση του ανθρώπου, ήτοι της εγωκεντρικής δυσχέρειας. Στοχεύει στον από-ανθρωπισμό! «Να φύγω απ΄ την αιωνιότητα του Ανθρώπου/ να γίνω ο “αρχέγονος πηλός μου’’», λέει στην Καλημέρα ο ποιητής μας.
Ο άνθρωπος στο έργο του βρίσκεται διαρκώς μεταξύ απουσίας και παρουσίας. Είναι, ο ίδιος για τον εαυτό του, μια προσημείωση θανάτου. Μα αυτό δεν δίνει την αφορμή στον ποιητή μας να μιλάει για την ψυχή ξέχωρα από το σώμα, ούτε και του δίνει το δικαίωμα να εκχωρεί εδάφη στο μηδέν, ακόμα κι όταν η ασφυκτική κοινωνική περίσταση, μαζί και η ερωτική ένδεια, αλλά και η γενικευμένη δειλία του σύγχρονου κατακερματισμένου ανθρώπου απέναντι στη ζωή, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για το αντίθετο. Η ζωή ατίθαση, φυσική, κάλλιστη των καλλίστων, αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες, γιατί άκρες μέσες ο θάνατος τελικά δεν μας αφορά. Έτσι ο ιδανισμός του ποιητή έχει δύο αντιστύλια, από τη μια ακουμπά στην ενθαδικότητα της ύπαρξης και από την άλλη στην ανείπωτη τραγικότητά της, που για τον Λάνταβο είναι μόνο ηθικής φύσεως.
Εντύπωση προκαλεί η πληθώρα αναφορών στον Σατανά και στον ποιητή. Ο σατανάς, από την πρώτη κιόλας συλλογή, εκφράζει τη νοσταλγία του ανθρώπου για το κάλλος που γνωρίζει τον όλεθρό της όταν ο άνθρωπος δεν αφουγκράζεται την αλήθεια.
«Σύντροφε εωσφόρε πού βρίσκεσαι;
χαρμόσυνες φωνές αγγέλλουν
τη μετουσίωσή μου σε σταγόνες βροχής,
γιατί κλαίς; Θα τραγουδήσω επιτέλους
για τους κωφάλαλους της οικουμένης.
θα ψάλω την πολυσήμαντη σιωπή σου,
θα πω τον πόνο σου όταν πεθαίνει η άνοιξη».
(«Η “βασίλισσα’’ Ίσις», Πορεία,1980)
Από την άλλη, οι ποιητές «δεν είναι μόνον άνθρωποι… προσφέρουν την αλήθεια», και, «αν τους μιλήσεις χάνονται…» («Οι ποιητές», Νυκτόβιος συλλέκτης, 1989). «Μια τέχνη που κρατάει τρεις χιλιάδες χρόνια», η ποίηση έρχεται διαρκώς αντιμέτωπη με ένα δεδομένο που δεν φανερώνει «μεταμέλεια ή ένοχη σιωπή» («Εσωτερικός μονόλογος του ποιητή», ibid).
Στην αρχή αυτού του κειμένου διερωτηθήκαμε γύρω από το νόημα της «ηθικής» του υπαρκτού στο έργο του ποιητή. Αυτή δεν είναι άλλη από την ίδια την ανοικτότητα της ζωής, που είναι το άλλο όνομα για τον θάνατο, χωρίς να είναι η ίδια θάνατος. Η σύλληψη αυτής της κρυφής διάστασης είναι και ο λόγος που η ποίηση του Κώστα Λάνταβου θα λάμπει πάντα ως μια αγαθή και συνάμα μεγαλόπνοη προαίρεση στον κονιορτό των ημερών που έρχονται.
* Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΖΗΛΑΚΟΣ είναι ποιητής και εκδότης. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητικκή συλλογή «Βυθισμένη» (εκδ. Οδός Πανός).