Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κοσμόπουλου «Pixels» (εκδ. Κέδρος). Κεντρική εικόνα: Στρατιώτης στο πεδίο της μάχης, 1918.
Της Άννας Αφεντουλίδου
Στη συλλογή Pixels (Κέδρος, 2020) του Δημήτρη Κοσμόπουλου, συναριθμούνται τριάντα πέντε ποιήματα, με λατινική αρίθμηση, δύο εκ των οποίων επιμερίζονται σε περισσότερα, έξι και δύο, αριθμημένα τη φορά αυτή με τον αραβικό τρόπο. Τα 23 από τα 41 εν συνόλω ποιήματα έχουν τίτλους (ή στη θέση του τίτλου μία ημερομηνία), τα υπόλοιπα αναφέρονται στα Περιεχόμενα με τον πρώτο τους στίχο. Προτάσσεται στην αρχή του βιβλίου ένα τριπλό μότο που συναπαρτίζεται από στίχους της Κόλασης του Δάντη, της Ασπασίας του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού και στίχους ποιήματος του W.B Yeats. Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Φ. Ντοστογιέφσκι Έγκλημα και τιμωρία σε μετάφραση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη· χωρία που όλα σχετίζονται, το καθένα με τον τρόπο του, με συνθήκες απομόνωσης, ερημίας, θανάτου και συλλογικής ασθένειας (επιδημίας).
Αυτή η, κατά κάποιον τρόπο, συναρθρωτική διάταξη του βιβλίου, δείχνει με επιτατικότερο τρόπο πως η συλλογή αποτελεί δείγμα αλλά και αντιπροσωπευτικό μέρος ενός ενιαίου ποιητικού θεωρήματος που φτάνει σ’ εμάς ως μια εξελικτική κατάληξη των προηγουμένων και ιδίως του προτελευταίου, ένατου κατά σειρά, ποιητικού βιβλίου του Δημήτρη Κοσμόπουλου, με τίτλο Θέριστρον (2018).
Σχετικά με τον τίτλο της παρούσας συλλογής, ο όρος, Pixel (ή εικονοστοιχείο) σημαίνει το «σημείο» μιας εικόνας. Στις οθόνες των σύγχρονων υπολογιστικών συστημάτων η εικόνα αναπαρίσταται υπό τη μορφή «ψηφιδωτού», επομένως το εικονοστοιχείο θεωρείται ως «το μικρότερο πλήρες δείγμα της εικόνας».
Μέσα από τα στοιχειώδη μικροστοιχεία του υποκειμενικού κόσμου της ποιητικής οπτικής, όπως αυτά πραγματώνονται μέσα στα ποιητικά του κείμενα, επιδιώκει να συνθέσει τη μεγάλη εικόνα ενός κόσμου σε παρακμή...
Ερμηνεύοντας την επιλογή αυτής της τιτλοφόρησης θα λέγαμε πως ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, μέσα από τα στοιχειώδη μικροστοιχεία του υποκειμενικού κόσμου της ποιητικής οπτικής, όπως αυτά πραγματώνονται μέσα στα ποιητικά του κείμενα, επιδιώκει να συνθέσει τη μεγάλη εικόνα ενός κόσμου σε παρακμή· ενός κόσμου που μέσα στη χοάνη της τεχνολογικής απορρόφησης έρχεται αντιμέτωπος με μια άλλη δοκιμασία που τον οδηγεί στην ακροβασία μιας κόψης· στα όρια της ανθρωπιάς και των αξιών της: στην κρίση της σύγχρονης και ακόμη παρούσας πανδημίας, του εγκλεισμού, της απομόνωσης και όλων των υπόλοιπων παρεπομένων της.
Κυρίαρχο και σε προηγούμενες συλλογές του και ειδοποιό χαρακτηριστικό της ποίησης του Δημήτρη Κοσμόπουλου είναι πως, έχοντας, κατά το πλείστον, επιλέξει στιχουργικά σχήματα μιας πιο παραδοσιακής μετρικής τεχνικής (αρκετά είναι και στο βιβλίο αυτό τα σονέτα), ωστόσο δεν αρκείται στην πρόσδεσή του στην παράδοση με ένα τυπολατρικό τρόπο αλλά αναζητεί την επίταση της παγιωμένης εκφραστικής της δύναμης μέσα από τη διατάραξή της∙ χρησιμοποιεί δηλαδή και άλλους μορφικούς σχηματισμούς, όπου συχνά μάλιστα υποστασιοποιείται η συγκίνηση μιας πιο τραγικής έκφρασης. Και αυτό επιτυγχάνεται μέσω της ανάπτυξης μιας ποιητικής δεξιοτεχνίας που οδηγεί τις παραδοσιακές τεχνικές να φτάνουν στα αποτελεσματικά τους όρια[1].
Η ποιητική του γλώσσα κουβαλά το παρελθόν της παράδοσής της, λέξεις γεμάτες μελωδικούς απόηχους, οι στίχοι είναι πολλαπλά δοκιμασμένοι στο ρυθμό και στο μέτρο...
Εξάλλου, σταθερά διαπλέκονται στα ποιήματά του οι διακειμενικές αναφορές από διαφορετικά μεταξύ τους πνευματικά πεδία: δημοτικό τραγούδι και λόγια ποιητική παράδοση, εκκλησιαστική υμνογραφία, ευαγγελικά κείμενα, νεότερη ποίηση αλλά και πεζογραφικές αναγωγές. Υπάρχουν και οι ονομαστικές μνείες, όσο και οι λεκτικές αναφορές με οπτικές και ακουστικές εικόνες. Η ποιητική του γλώσσα κουβαλά το παρελθόν της παράδοσής της, λέξεις γεμάτες μελωδικούς απόηχους, οι στίχοι είναι πολλαπλά δοκιμασμένοι στο ρυθμό και στο μέτρο, αλλά και νεολογισμοί και λεκτικό προερχόμενο από τις σύγχρονες ιδιολέκτους και κοινωνικές ποικιλίες. Ωστόσο αποφεύγεται η μονοτροπία καθώς παρατηρούμε ένα είδος πρωτεϊκής συμπεριφοράς που εκδηλώνεται άλλοτε με την αποκάλυψη μιας υπονόμευσης και άλλοτε μέσω μιας λυρικής έκφρασης που δοκιμάζοντας δραματικά προσωπεία διαμεσολαβεί την τραγική της αγωνία, ενώ συχνά-πυκνά εμφανίζεται με απόηχους σαρκασμού και ειρωνείας.
Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος γεννήθηκε το 1964 στο Κοντογόνι (Παπαφλέσσα) Πυλίας στην Μεσσηνία. Μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Έχει εκδώσει έντεκα ποιητικά βιβλία και τρία βιβλία δοκιμίων για θέματα λογοτεχνίας και κριτικής. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Ευθύνη». Από το 2001 είναι μέλος της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών και από το 2004 είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Τον Ιούνιο του 2020 κυκλοφόρησε στο Παρίσι τόμος με ποιήματά του, στην σειρά ποίησης των εκδόσεων Miel des Αnges, με τίτλο “Ce vin qui embaume”, σε μετάφραση Michel Volkovitch. Το Pixels είναι το ενδέκατο ποιητικό βιβλίο του. Zει και εργάζεται στην Αθήνα. |
Ο Κοσμόπουλος συνεχίζει στο βιβλίο αυτό να αναπτύσσει το ποιητικό του θεώρημα, με όρους μεταλυρισμού και μεταδραματικής αφήγησης, θεώρημα που ιστορεί την περιπέτεια του σημερινού ανθρώπου σε ένα περιβάλλον εχθρικό, το οποίο, παρόλο που ο ίδιος το δημιούργησε, τον αντιμάχεται πολεμώντας τον. Διαπιστώνουμε λοιπόν, πως συναιρούνται τα στοιχεία τραγικότητας, μέσα από την επίγνωση του θανάτου ως αναπόφευκτης ανθρώπινης μοίρας με τα πρόσφατα εκείνα στοιχεία που έχει σωρεύσει η νέα κοινωνική συνθήκη του εγκλεισμού και της απομόνωσης λόγω της πανδημίας.
Πανδημία που προβάλλει ως αιτία αλλά και σαν αφορμή, για να αναδειχθούν τα βαθύτερα πάθη ενός κόσμου σε κρίση. Και παρόλο που η άδεια πόλη προσομοιάζει κοιμητηρίου και η ανθρώπινη απομάκρυνση με έλλειψη κάθε διάθεσης ουμανιστικής προσέγγισης, παρόλο τον πόνο, τη θλίψη και τον φόβο του θανάτου, η εγκαρτέρηση, η ελπίδα και ένας ανανεούμενος πυρήνας αισιοδοξίας, που απορρέει από μια βαθύτερη πίστη στη δύναμη και την αξία του ανθρώπου ως όντος μιας ευλογημένης δημιουργίας, δεν εγκαταλείπει τον ποιητικό κόσμο των Pixels.
...σε τραύματα που παραμένουν παρόντα όχι για να διχάζουν ή να εκδικούνται αλλά για να θυμίζουν, να διδάσκουν και να ενδυναμώνουν.
Διόλου τυχαίος, εξάλλου, δεν είναι ο τρόπος που η ποιητική ματιά στρέφεται στο ιστορικό παρελθόν, για να συνθέσει τους αρμούς της με το παρόν και να αποκαλύψει τη δύναμη της γεφύρωσης με το μέλλον, εμβαπτίζοντας σε πληγές που δεν λησμονιούνται: σε τραύματα που παραμένουν παρόντα όχι για να διχάζουν ή να εκδικούνται αλλά για να θυμίζουν, να διδάσκουν και να ενδυναμώνουν:
XXXIII
Ἀνιόντες
1
«Στρατιώτης τὸν Ἰούνιο, 1918.
“Ἀναρρωτήριο τάγματος”. Θεσσαλονίκη.
Μὲ γράμματα δικά σου στὸ πίσω τῆς φωτογραφίας.
Μέσα ἀπ’ τοῦ χρόνου τὸ θολό βερνίκι
πάλλεται ἡ μορφή σου. Στοῦ πυθμένα τὰ ἀρχεῖα.
“Ἀπὸ κρυολόγημα” λέγανε στὸ σπίτι
ὅταν χαρτὶ τούς ἦρθε στὸ χωριό.
Θέριζε ἡ ἱσπανικὴ γρίππη.
Δὲν γύρισες. Μονάχος. Ρημαδιό».
2
«Ὁ ἀδερφός σου. Μάϊο τοῦ ’22. Σμύρνη.
Δίπλα του ἡ νοσοκόμα τρυφερή. Ἡ ἄσπρη κλίνη.
Ὅσοι γυρίσατε μὲ αἱμοπτύσεις.
Κηδεύτηκε τὸ ’35. “Μὴν μέ φιλήσεις”
τῆς εἶπε – εἶχε τρέξει νὰ τόν δεῖ.
Τοῦ πλέξανε καλύβα ἀπὸ ψαθί».
3
«Σεπτέμβριος τοῦ ’49. Κρύβεσαι στὸ βουνό.
Ἔχεις τὸ φυλαχτὸ μὲ τίμιο ξύλο.
Σέ κυνηγοῦν. Σὰν τὸ κουνάβι μὲ καπνό.
Θὰ σέ προδώσει ἀδερφὸς καὶ φίλος.
Κι ἔχεις στὰ σωθικά σου τὸ σαράκι.
Ψάχνεις πηγὴ νὰ βρεῖς, νεράκι.
Φτύνεις τὸ αἷμα σου. Μουσκεύει τὸ χορτάρι.
Θά ’ρθεῖ καιρός, παιδὶ μ’ ἕνα φανάρι
νύχτα νὰ φέξει τὸν μεγάλο δρῦ
ποὺ φύτρωσε, βελανιδιὰ ἁδρὴ
στοῦ αἵματός σου μελανὴ τὴν λίμνη.
Θά ’ρθει καιρός, στὸ ἄγουρο φεγγάρι
ἡ φυλλωσιά της κόκκινη, στυγνὴ
νὰ λάμψει. Νά ’παγκιάσουνε οἱ σκύμνοι». (σσ. 49-51)
Όλα βρίσκουν την παραμυθία τους σ’ αυτόν τον κόσμο της εγκαρτέρησης, όπου οι ανθρώπινες αδυναμίες ή τα τρωτά ενός αδηφάγου τεχνοκρατικού συστήματος δεν είναι ακόμη ικανά να κάνουν τον ποιητή να απωλέσει την ελπίδα.
Χαρακτηριστικός, ως προς το προαναφερόμενο, είναι ο τρόπος που το 35ο κείμενο με τον τίτλο «Commonitorium» και με την πεζόμορφη εκδοχή ενός υπομνηματιστικού σημειώματος σφραγίζει το βιβλίο, προσφέροντας και την επίγευσή του:
«Ἰδοῦ, ἡ τέφρα τοῦ θανατικοῦ, τὸ πολύχρωμο χιόνι. Μεγάλα δάση βλέπω νὰ πετάγονται σὲ μυστικὴ ἀνθοφορία μέσα ἀπὸ τὶς ὀθόνες καὶ τὰ διαμερίσματα. Μέσα ἀπὸ τὰ γιγάντια κτήρια τοῦ γυαλιοῦ καὶ τοῦ τσιμέντου.
Πέρασε ἕνας ξένος. Ζητιάνος κουρελὴς μὲ διάφανα μάτια. Εἶπε: […]
Μετὰ «εἶμαι ἡ πέτρα», εἶπε, «Γίνετε ποτάμια, φάτε τὸ κορμί μου. Πάνω στὴν στάχτη σας, ἀφήνω ὁδηγίες. Νὰ βρεῖτε τὸ ἀσανσὲρ γιὰ οὐρανό». Χάθηκε μὲς στὴν χλαλοή. Τώρα ποὺ τίποτε δὲν ἔχουμε, μπροστὰ στὰ κρεματόρια τοῦ κεντρικοῦ ὑπολογιστή. Τώρα ποὺ τίποτε δὲν ἔχουμε, ἡ μόνη λύση εἶναι τὸ ἀσανσέρ. Νὰ κατεβάσουμε τὸν οὐρανό. Ἐδῶ καὶ τώρα». (σ.57)
[1] Βλ. και Άννα Αφεντουλίδου, Ένα ελληνικό μεταλυρικό κοσμοθεώρημα: για το «Θέριστρον» του Δημήτρη Κοσμόπουλου, bookpress.gr, 6 Νοεμβρίου 2019
* Η ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ είναι ποιήτρια και φιλόλογος. Τελευταίο βιβλίο της, η μελέτη «Η οδυνηρή μνήμη της σάρκας – Ερωτικά ιχνηλατώντας την ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη» (Εκδόσεις του Φοίνικα).