Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Κοσμόπουλου «Θέριστρον» (εκδ. Κέδρος).
Της Άννας Αφεντουλίδου
Θερίζοντας όσα ο ίδρωτας ωρίμασεν στάχυα1
Το Θέριστρον, το ένατο ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Κοσμόπουλου, περιλαμβάνει 73 ποιήματα, τα οποία συγκροτούν τέσσερις ενότητες: «Προοιμιακά», «Τα κόμιστρα», «Βιβλίον του Ιουνίου μηνός» και «Expressis Verbis». Παρ’ όλη αυτή τη διαχωριστική, κατά κάποιον τρόπο, αρθρωτική διάταξη του βιβλίου, τα ποιήματα συγκροτούν ένα ενιαίο ποιητικό θεώρημα που φαίνεται να φτάνει σ’ εμάς ως μια εξελικτική ολοκλήρωση των προηγούμενων οκτώ ποιητικών του βιβλίων σε ένα χρονικό διάστημα δεκαπέντε περίπου ετών. Ίσως ο χαρακτηρισμός φανεί κάπως ιδιόρρυθμος, αλλά θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα μεταμοντερνιστικό λυρικό έπος. Δηλαδή, ένα έργο μεταλυρικό αλλά και μεταδραματικό, που αφηγείται την περιπέτεια του σημερινού ανθρώπου σε ένα περιβάλλον άξενο και σκληρό, το οποίο, παρόλο που ο ίδιος το δημιούργησε, τον αντιμάχεται πολεμώντας τη βαθύτερη φύση του∙ υπό αυτή την οπτική ένα τέτοιο έργο δεν μπορεί παρά, σε κάποιες τουλάχιστον στιγμές του, να είναι και ειρωνικό. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, καθώς η ποιητική αφήγηση προοδεύει, πως συναιρούνται τόσο στοιχεία τραγικότητας, μέσα από την επίγνωση του θανάτου ως αναπόφευκτης ανθρώπινης μοίρας, όσο και στοιχεία μιας μεταφυσικής αγωνίας που σταδιακά μεταβάλλεται σε βεβαιότητα∙ όλα βρίσκουν τη θέση και την παραμυθία τους σε έναν κόσμο που εν τέλει ισοζυγίζεται με τη σοφία και την εγκαρτέρηση και όπου οι ανθρώπινες αδυναμίες ή τα τρωτά ενός αδηφάγου τεχνοκρατικού συστήματος μπορούν να ανα-γνωριστούν με έναν επιεική αλλά και σαρκαστικό τρόπο.
Μετρική παραμετροποίηση
Γνωστό στην κριτική όσο και ειδοποιό χαρακτηριστικό της ποίησης του Δημήτρη Κοσμόπουλου είναι πως παρόλο που έχει επιλέξει, κατά το πλείστον, στιχουργικά σχήματα μιας πιο παραδοσιακής μετρικής τεχνικής, ωστόσο δεν αρκείται στην πρόσδεση στα στέρεα μορφικά σχήματα ή στον σταθερό βηματισμό μιας λυρικής παράδοσης, αλλά αναζητεί την επίταση της εκφραστικής τους δύναμης μέσα από τη διατάραξή τους∙ χρησιμοποιεί δηλαδή και άλλους μορφικούς σχηματισμούς, όπου υποστασιοποιείται η συγκίνηση μιας πιο δραματικής έκφρασης.2
Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος γεννήθηκε στο Κοντογόνι
(Παπαφλέσσα) Πυλίας στη Μεσσηνία, το 1964.
Μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Σπούδασε Νομικά και Θεολογία.
Είναι ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής.
Επί σειρά ετών είναι παραγωγός λογοτεχνικών εκπομπών
στο ραδιόφωνο. Το Θέριστρον είναι το ένατο
ποιητικό του έργο.
|
Από τη μία, κυρίαρχο πυρήνα αποτελεί η αναζήτηση της παρηγοριάς και της γαλήνης που συνοδεύει τον μεταφυσικό οραματισμό και, από την άλλη, ο ελεγειακός τόνος μιας θλίψης που φαίνεται να απορρέει από τη βαθύτερη αίσθηση μιας ανεπίτευκτης παρηγοριάς για τον μάταιο αγώνα του ανθρώπου με τον χρόνο, για την αδυναμία μας μπροστά στον πόνο ή και στον θάνατο. Πρόκειται για μια ποίηση που διαμορφώνει με ιδιαίτερους όρους έναν κόσμο χαρακτηριστικά δικό της. Συνυπάρχουν το συλλογικό με το ατομικό, η φύση και ο αστικός χώρος, τα οντολογικά ερωτήματα, η αγάπη, η απώλεια, το όραμα, η φθορά, ο λόγος της ποίησης ως χώρος αναβάπτισης της γλώσσας∙ ένας κόσμος ολόκληρος, όπου ανανοηματοδοτούνται οι πράξεις και οι λέξεις, όπου αποκαλύπτονται αλλά και παραμένουν δυσερμήνευτα όλα τα μυστικά και τα μυστήριά του.
Στην πρώτη ενότητα του βιβλίου, τα τρία προοιμιακά ποιήματα δίνουν το στίγμα του βιβλίου αλλά αποτελούν και γέφυρες με όσα προηγήθηκαν ποιητικά, ατομικά και συλλογικά ως βιωματικοί πυρήνες της προηγούμενης πορείας του ποιητή. Στο πρώτο ποίημα δίνεται το στίγμα της διασύνδεσης του παρόντος με το ποιητικό παρελθόν (βλ. και τις χρονολογίες που αναφέρονται: 1895, 1906, 2017). «Να μέλψεις πάλι το τραγούδι του Αλεξάνδρου […] Με τρόπο ενός κυπαρισσιού να καταβάλλεις φόρο/στις φωτεινές ρεκλάμες, ως αλλοδαπός παρίας». Στο δεύτερο ποίημα επισημαίνεται η διασύνδεση του ατομικού βιωματικού παρόντος με τις πηγές του, την παιδική ηλικία αλλά και την προβολή ενός αβέβαιου μέλλοντος από την πλευρά ενός παθημένου ενήλικα: «Να φεύγεις κούτσα-κούτσα απ’ τα πενήντα / σκοντάφτοντας στου χρόνου σου τις πέτρες […] Έτσι να φεύγεις. Καθώς έφευγες παιδάκι […] – και τώρα στο στήθος σου ανάβει ένα καντήλι, / ποια προσευχή κομμάτια, ποιο μαντήλι». Και στο τρίτο ποίημα η πορεία διασύνδεσης του ατομικού και του συλλογικού βιώματος: «Αλλά παιδί να κουβαλάει τραυματία, / να κρύβει σε σπηλιά τον τολμητία […] Έπειτα –όπως ιστορεί ο μύθος− / Νεράκι κρυσταλλένιο τον ποτίζει. / Κι η πέτρα η φλεγόμενη ανθίζει».
Η αλληλουχία των γεγονότων δίνει την αυθεντία του βιωμένου νοήματος στην ατομική καταβύθιση εντός της συλλογικής ιστορίας, όπου διακυβεύεται το αίσθημα του δικαίου και η αξία της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. Η μέθεξη με αυτό που ορίζει τις συντεταγμένες ενός τέτοιου κόσμου, δεν μπορεί, μας λέει ο ποιητής, παρά να είναι η ουσιωδέστερη σχέση με τη ζωή και την ύπαρξη∙ η τέχνη δηλαδή που μπορεί να προσφέρει την παραμυθία της αυτοσυνειδησίας της θνητότητάς μας.
Στην επόμενη ενότητα «Τα κόμιστρα» τα έξι ποιήματα αφιερώνονται οργανικά σε απόντες αγαπημένους ή/και αδικημένους: τον Ηλία Λάγιο (1958-2005), τον Σάββα Παύλου (1951-2016), τον Δημήτρη Μητροπάνο (1948-2012), τον Γιάννη Κοντό (1943-2015), τον Βαγγέλη Γιακουμάκη.3
Εδώ ο ποιητής κατορθώνει να μεταδώσει σε κύματα συμπυκνωμένης θλίψης όλη την επίγνωση μιας αυτοσυνειδησίας που χαρακτηρίζεται από την ωριμότητα της βιωμένης εμπειρίας: η νεότητα έχει φύγει, οι άνθρωποι που αγαπήσαμε μας αφήνουν την αύρα της μνήμης τους, η ίδια η τραγικότητα της ύπαρξης χτυπάει την πόρτα όσων ακούν όχι μόνο αυτά που λέγονται αλλά και αυτά που παραλείπονται ή υπονοούνται.
Στην τρίτη ενότητα με τίτλο «Βιβλίον του Ιουνίου μηνός» υπάρχουν είκοσι εννιά ποιήματα όπου η ποιητική φωνή διαλέγεται συχνά με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, αλλού πιο άμεσα αλλού πιο έμμεσα και αλλού σε ένα εν δυνάμει διαλεκτικό φόντο. Οι αναφορές διακειμενικές, λεξιλογικές αλλά και εικονιστικές από την ευαγγελική παράδοση είναι πυκνότερες και εντατικότερες, ταυτοχρόνως δηλώνεται η οργανική σχέση με το σονέτο: «Μισοθαμμένε μου ρυθμέ, τρικλίζεις προς σονέττο», ενώ οι ελεύθερες αποδόσεις κειμένων αναφοράς του Κέβιν-Ίαν Μακφέρσον4 προσδίδουν και μια άλλη διάσταση διαλεκτικότητας με την ξένη ποίηση σε ένα θεώρημα, στο μεγαλύτερο μέρος του, ελληνοκεντρικό. Εδώ προεξέχει πιο έντονα ο προσανατολισμός της ποιητικής πορείας στην αναζήτηση ενός συνθετικού οράματος, όχι με έναν μηχανιστικό εξωτερικό τρόπο, αλλά με μια ενδότερη όσο και καλά επεξεργασμένη δομή ενός λυρικού όσο και δραματικού ολοκληρώματος.
Αναφέρω το τέλος του ποιήματος «Έκτη Σεπτεμβρίου» (σ. 44) και την αρχή του αμέσως επόμενου (σ. 45) με τίτλο «Άχρονο», σημείο όπου φαίνεται πιο έντονα η διασύνδεση στην οποία αναφέρθηκα.
Καθώς γίνονται συνεκδοχικές προβολές υπαρξιακών συναισθημάτων και συλλογισμών με διαχρονικές διαστάσεις, διαμορφώνεται ένα φυσικό κυρίως περιβάλλον το οποίο όμως δεν είναι ο ιστορικά προσδιορισμένος τόπος αλλά ο χώρος της υπαρξιακής αγωνίας.
Η τελευταία ενότητα «Expressis Verbis» με είκοσι τέσσερα ποιήματα ξεκινά με ελεύθερη απόδοση τριών ποιημάτων, αυτή τη φορά του Γεβγκένι Βοροσίλοβ,5 ενώ η παρουσία του θανάτου ως ενός αναπότρεπτου τέλους που συνοδεύεται από τον πόνο και τη θλίψη, από την αδυναμία και το εύθραυστο του ανθρώπου μπροστά του, επαναλαμβάνεται πολύ συχνά. Το ελεγειακό κλίμα σπάει ενδιάμεσα με στιγμές μιας ιδιότυπης ειρωνείας, σαρκασμού για μορφές και στρεβλώσεις του σύγχρονου πολιτισμού:
Ο ειρωνικός χαρακτήρας είναι έντονος, χωρίς ωστόσο να υπάρχει αινιγματική εκκρεμότητα, αλλά μάλλον ένας σαρκαστικός σκεπτικισμός. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο περιβάλλων χώρος του ποιήματος είναι κυρίως ο αστικός. Ο ποιητής υιοθετώντας τον ρόλο ενός ωτακουστή αναπαράγει έναν αλλότριο «σύγχρονο» λόγο, για να τον υπονομεύσει.
Διαπλέκονται συχνά διακειμενικές αναφορές από διάφορα και διαφορετικά μεταξύ τους πνευματικά πεδία: δημοτικό τραγούδι αλλά και λόγια ποιητική παράδοση, εκκλησιαστική υμνογραφία και ευαγγελικά κείμενα. Υπάρχουν τόσο ονομαστικές μνείες, όσο και λεκτικές αναφορές με οπτικές και ακουστικές εικόνες.
Η ποιητική γλώσσα κουβαλά το παρελθόν της παράδοσής της, λέξεις γεμάτες μνήμες κειμενικές αλλά και μελωδικούς απόηχους, οι στίχοι είναι πολλαπλά δοκιμασμένοι στον ρυθμό και στο μέτρο. Ωστόσο όχι μόνο αποφεύγεται η μονοτροπία αλλά παρατηρείται και ένα είδος πρωτεϊκής συμπεριφοράς που εκδηλώνεται άλλοτε με την αποκάλυψη της ειρωνικής ταυτότητας άλλοτε με την επικάλυψη της μετρικής μεταμόρφωσης και άλλοτε μέσω μιας λυρικής προσώπου που αγωνίζεται με δραματικά προσωπεία να κρύψει την τραγική της μορφή. Γενικότερα, συγχέονται τα όρια προσώπου και προσωπείου, δραματικής υπόκρισης και ανυπόκριτου λυρισμού, όπως συμβαίνει και στο τελευταίο ποίημα της συλλογής:
Εδώ ο μύθος της αφήγησης συντίθεται μέσα από τη διαλογική σχέση του ποιητή με πίνακα του Μουσείου Πωλ Βαλερύ6, χρησιμοποιώνας παραμυθικά διδακτικά στοιχεία, ενώ συγχρόνως φιλοξενεί μια φανταστική αλλά και άκρως ρεαλιστική μορφή και συμπεριφορά. Αναλόγως περιπλέκεται και το κυρίαρχο θέμα της ανθρώπινης αξίας που διχοτομείται εξαρχής στη θετική και αρνητική εκδοχή του (ελευθερία και δουλεία) ενώ στο ενδιάμεσο αναπτύσσονται τα επί μέρους θέματα: της επιθυμίας για κυριαρχία, του ψυχικού σθένους και της ανθρώπινης αδυναμίας.
Απόλογος δεξιοτεχνίας
Με αυτούς τους εκφραστικούς τρόπους, ο Δημήτρης Κοσμόπουλος διευρύνει και περιπλέκει τη θεολογική με την ανθρωπολογική αλλά και την κοινωνική ή ηθική διάσταση της ποίησής του. Οι αντίθετοι όροι των παραπάνω διαστάσεων δεν παραμένουν διακεκριμένοι και άμεικτοι αλλά συμβάλλονται δημιουργώντας αλλεπάλληλα μείγματα ποιητικής έκφρασης. Κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται μέσω της ανάπτυξης μιας ποιητικής δεξιοτεχνίας που οδηγεί τις παραδοσιακές τεχνικές να φτάνουν στα αποτελεσματικά τους όρια αποκαλύπτοντας όλους τους δυνατούς συνδυασμούς της αφηγηματικής ενορχήστρωσης. Πολλές από τις κατακλείδες των ποιημάτων απηχούν με σπασμένη μετρικά φωνή το βαθύτερο συναίσθημα που πάλλεται αγωνιζόμενο να μετρηθεί ή ελευθερωμένο να κραυγάσει.
Το Θέριστρον λοιπόν ως όργανο συγκομιδής και εργαλείο σωτηρίας είναι αυτό που μας δείχνει ό,τι πολύτιμο έχει θεριστεί μετά από έναν αγώνα αγωνίας∙ αλλά και κάτι τόσο πολύτιμο, ώστε να είναι το μόνο που μπορεί να μας σώσει, καθώς παλεύουμε με την αδηφάγο χρονομηχανή της απουσίας.
* Η ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ είναι ποιήτρια και φιλόλογος.
Τελευταίο βιβλίο της, η μελέτη «Η οδυνηρή μνήμη της σάρκας – Ερωτικά ιχνηλατώντας την ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη» (Εκδόσεις του Φοίνικα).
1. Παραφράζω στίχους από την «Ωδή ογδόη» του Ανδρέα Κάλβου. (Βλ.http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=190&author_id=13)
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΥ