Για την ποιητική συλλογή της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου «Αντιγόνη – Μια κόρη, μια χώρα» (εκδ. Άγρα).
Του Θάνου Κάππα
Το ποιητικό κείμενο της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου ξεκινά να επιβάλλει τον ρυθμό του ήδη από το εξώφυλλο. Τίτλος και υπότιτλος δίνουν τον τόνο: Αντιγόνη – Μια κόρη, μια χώρα. Το εικαστικό ανάγλυφο της Έρσης Χατζηαργυρού, μια σύνθεση πυκνή, κρυπτική και γεωμετρημένη, μοιάζει να συγκρατεί, κάτω από το πλέγμα του από χαλκό και μπρούτζο, την εμποδισμένη, την καταργημένη φωνή της Αντιγόνης. Κανείς δεν φτάνει στην Αντιγόνη εντελώς ανειδοποίητος, αθώος, κανείς δεν ακούει το όνομά της δίχως μια σειρά αόριστων συνειρμών που αφορούν τον χαρακτήρα και τη στάση της, τα δεινά της και τα πάθη της: μια κόρη – μια στάση / ένα βλέμμα – μια χώρα. Η Ευαγγελία Ανδριτσάνου παραλαμβάνει την Αντιγόνη του μύθου, κατάκοπη, ταλαιπωρημένη, φιμωμένη, για να της δώσει νέα φωνή και πρόσωπο, να την αποσπάσει από το αρχετυπικό της βάθρο, να την καθαρίσει από τη σκόνη της Ιστορίας, να την ακούσει προσεκτικά· να την ακούσουμε.
Είναι το τρίτο ποιητικό βιβλίο της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου και μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πια πως στο κέντρο της ποιητικής της βρίσκεται πάντα η γυναίκα. Η γυναίκα ως τρόπος και βλέμμα και αίσθημα του ζην και του σχετίζεσθαι, η γυναίκα πνεύμα φυλακισμένο και πνεύμα ελεύθερο, σώμα πάσχον και σώμα εκστατικό, σώμα που φέρει πάνω του ανάγλυφα τα σημάδια μιας αέναης μάχης, μιας διαρκούς αναμέτρησης: η γυναίκα απέναντι στην κοινωνική συμμόρφωση (Καλές γυναίκες – Κακές γυναίκες), η γυναίκα απέναντι στους ποικίλους εξαναγκασμούς του έρωτα (Η δηλητηριώδης), η γυναίκα απέναντι στη βία της Ιστορίας (Αντιγόνη).
Η Αντιγόνη το ξεκαθαρίζει:
«Θα είμαι
και θα είμαι πάντα
γυναίκα
πάνω στη γη ανασαίνοντας
ή βαθιά μέσα
στα σωθικά της σφηνωμένη»
Από εκείνη την πρώτη εκδίπλωση, το 2008, στις Καλές γυναίκες – Κακές γυναίκες, μιας ποιητικής φωνής μαχητικής που διεκδικούσε το οξυγόνο της ζωής με μια γλώσσα διαμελισμένη, κομματιασμένη, αποσαθρωμένη και γι’ αυτόν τον λόγο καθαρμένη και ξανακερδισμένη, πέρασαν δεκατρία χρόνια. Ο ποιητικός λόγος της Ανδριτσάνου διατηρεί σήμερα το ίδιο κέντρο, τα ίδια αιτήματα, τα ίδια έμφυλα χαρακτηριστικά του αλλά με μια νέα γλωσσική αυτοπεποίθηση, ας μου επιτραπεί η έκφραση, μια υφολογική και εκφραστική ωριμότητα που τη σπρώχνουν προς τη μεγάλη κλίμακα, την πανοπτική θεώρηση της ζωής. Γιατί θα ήταν λάθος να σκεφτεί κανείς πως η οπτική του φύλου περιορίζει την ευρεία θέαση του κόσμου – ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Καθώς το ποιητικό κείμενο αρδεύεται διαρκώς από το βίωμα του προσώπου, οι λέξεις δεν στεγνώνουν, δεν εκπίπτουν σε διανοητικό σχήμα και άσκηση ύφους – άλλη μια ναρκισσιστική ακολουθία λέξεων όμορφων ή σπάνιων ή και εξαιρετικών. Αυτή η έλλειψη προσποίησης, άλλωστε, η φυσικότητα και η δύναμη και η χάρη των ελληνικών της, χαρακτηρίζει την ποίηση της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου στο σύνολό της, καθώς και το σύνολο της μεταφραστικής της δουλειάς.
Αυτή η έλλειψη προσποίησης, άλλωστε, η φυσικότητα και η δύναμη και η χάρη των ελληνικών της, χαρακτηρίζει την ποίηση της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου στο σύνολό της, καθώς και το σύνολο της μεταφραστικής της δουλειάς.
Η σκηνή ανοίγει, το βιβλίο ανοίγει, δυο φωνές αντικριστές, με μερικούς αιώνες διαφορά ανάμεσά τους, σαν μέρη του ίδιου προσώπου, μας συστήνονται με τα πρώτα τους λόγια. Η κόρη τού σήμερα, παραδομένη στην αδράνεια και την πλήξη, με την πικρή γεύση της ψυχικής παράλυσης στο στόμα, βυθισμένη στα υπαρξιακά, στα δημιουργικά της αδιέξοδα. Απέναντί της η αρχαία κόρη, φυλακισμένη, ανήμπορη αλλά φλεγόμενη: αρθρώνει την πρώτη της (και κατά μία έννοια την τελευταία της) λέξη: Η αγάπη! Δεν χορταίνει την αγάπη η Αντιγόνη, και τον έρωτά της για τον Αίμονα. Τον ανεπαρκή Αίμονα, των πρωτοκόλλων και των συνετών πράξεων, των λελογισμένων ενεργειών ώστε «να μην θιγούν τα καλώς κείμενα» – τον αιώνιο άντρα-παιδί, που έλκεται από τη λάμψη της στολής και τη φαντασμαγορία του πολέμου.
Ακόμα κι όταν ο Κρέοντας, ο πατέρας του και θείος της, θα ρίξει πάνω της την οργή του, όταν θα τη μαστιγώσει με τις λέξεις του περί του Κράτους και του Καθήκοντος και του Νόμου και της Τάξης, εκείνη ξανά στην αγάπη θα καταφύγει. Καθόλου από αδυναμία. Αλλά ως τη μόνη δυνατή αντίσταση απέναντι στην αλλοτρίωση της ζωής.
«Οι κόμποι των δαχτύλων μου ασπρισμένοι
έσφιγγα μ’ όλη μου τη δύναμη την αρετή
θέλω να πω την αγάπη».
Ποιο είναι το μοναδικό ασυγχώρητο λάθος που μπορώ να διαπράξω στη ζωή μου; αναρωτιέται ο Λακάν, στο τέλος του σχολιασμού του στην Αντιγόνη: Είναι να μην έχεις ενεργήσει σύμφωνα με την επιθυμία σου, είναι το να υποχωρήσεις μπροστά στην επιθυμία σου! απαντάει.[1] Η βαθιά επιθυμία της να αναλάβει την επιθυμία της με κάθε κόστος, «αυτή που ονομάζουν μοιραία πράξη μου», όπως θα σχολιάσει η ίδια διά στόματος της Ευαγγελίας, την εξορίζει αυτόματα στην απόλυτη, την οριστική της μοναξιά, μέσα σε μια πατρίδα ήδη αλλοιωμένη, αγνώριστη και ακατανόητη, πατρίδα παραδομένη σε ενάντιους ανέμους που σαρώνουν όλες τις παλιές, ευτυχισμένες εικόνες της ζωής.
«Πού είναι οι γιαγιάδες με τα λίγα λόγια
σκυμμένες να μετρούν πόντους στο βελονάκι
Χάθηκε η λευκή πατρίδα»
Η Αντιγόνη πενθεί και πάσχει και θρηνεί βαθιά για όσα συνέβησαν τότε στη χώρα και όσα συμβαίνουν ξανά τώρα, και ίσως να συμβαίνουν πάντα στις πόλεις των ανθρώπων:
«Και φυσούσε
διαολεμένα
σήκωνε
του φτωχού το σπίτι
φράχτες καλαμωτές σκεπές
τους μουσαμάδες
στων ξένων τους καταυλισμούς
χαστούκιζε τα πυρετικά μάγουλα των γυναικών
θρυμμάτιζε τον φυματικό
ρόγχο των παιδιών»
Γιατί η Μόρια, όπως κάθε στρατόπεδο στην Ιστορία, πρώτα εξαφανίζει το πρόσωπο κι ύστερα αφαιρεί και τη ζωή, κάθε ζωή.
Η χώρα βρίσκεται στη δίνη βαθιάς, παρατεταμένης κρίσης. Κύματα ανθρώπων ξεριζωμένων επιχειρούν να εγκατασταθούν στην εχθρική, στη νέα τους μη-πατρίδα, έναν τόπο-αποθήκη δεμάτων, ανθρώπινων δεμάτων, ανεπίδοτων, χωρίς αποστολέα και παραλήπτη. Απ’ έξω ένας άλλος κόσμος, τυφλός κι αγριεμένος, προσπαθεί να τους σπρώξει στην παγωμένη θάλασσα ξανά, αυτούς τους απελπισμένους, μωλωπισμένους, πισώπλατα μαχαιρωμένους ανθρώπους από τα μαύρα παλικάρια του αίματος και της τιμής.
«Ναι, είπες μια μέρα,
αυτό κάνει ο άνθρωπος όταν δεν έχει
για τίποτα άλλο να περηφανευτεί στη ζωή του
ρίχνεται στον εχθρό».
Η Κόρη, συνεχίζει να καταγράφει, να παρατηρεί: «Δεν μοιάζουν με ανθρώπους. Το βλέπεις στο βλέμμα τους. Δεν υπάρχει γι’ αυτούς θέση στη γη. MORIA KILLS ALL LIFE». Γιατί η Μόρια, όπως κάθε στρατόπεδο στην Ιστορία, πρώτα εξαφανίζει το πρόσωπο κι ύστερα αφαιρεί και τη ζωή, κάθε ζωή.
Η Ευαγγελία Ανδριτσάνου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ελληνική φιλολογία, γλωσσολογία και θέατρο και είναι ψυχοθεραπεύτρια. Το 1999 ίδρυσε τη Θεατρική Ομάδα Αρμαδίλλος. Συνεργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτης και ηθοποιός με τον Αμερικανό σκηνοθέτη Λη Μπρούερ (Χοηφόροι- Εργαστήριο Ι και Εργαστήριο ΙΙ, 2000-2005). Για το θέατρο έχει γράψει τα έργα «Ο καθαρός Έλιοτ» (Θέατρο Τόπος Αλλού, 2001) και «Ωραία μήλα!» (Θέατρο Εντροπία, 2005). Έχει μεταφράσει ποίηση των Seamus Heaney, Adrienne Rich, Pierre Reverdy, κ.ά. και το σύνολο του έργου του Irvin D. Yalom για τις Εκδόσεις Άγρα (με τον Γ. Ζέρβα και την Δ. Κακατσάκη). Η Αντιγόνη είναι η τρίτη της ποιητική συλλογή. |
Η Ευαγγελία, στο σημείωμά της για το βιβλίο, γράφει: «Φαίνεται πως οδηγείται κανείς τελικά στο μυθικό αρχέτυπο για να μπορέσει να συλλάβει το αδιανόητο, πως αναγκάζεται “…να αναζητήσει ένα προηγούμενο / να ανακαλύψει μια αναλογία / να εντοπίσει ένα παράδειγμα από το παρελθόν / για να μπορέσει να πει / ότι το τρομερό που ζούμε τώρα δεν είναι / μοναδικό ξέρετε έχει ξανασυμβεί / ή έστω κάτι πολύ παρόμοιο / δεν είμαστε ανίκανοι να το συλλάβουμε / δεν είμαστε χωρίς πυξίδα / είναι μοτίβο που επαναλαμβάνεται”». (Anne Carson, Antigonick, 2012)
Αλλά, αν η χώρα πληγώνει την Αντιγόνη, η οικογένειά της την έχει κυριολεκτικά εξουθενώσει. Ο πατέρας αποσυρμένος, βυθισμένος στο προσωπικό του μαρτύριο, επιτίθεται, δαγκώνει όποιον τολμά να τον πλησιάσει. Η μητέρα –η διαρκώς απούσα μητέρα, η πάντα οργισμένη μητέρα–, λιγότερο γονιός κι απ’ τον πατέρα. Μόνο τα αδέλφια της ίσως υπήρξαν κάποτε, στις ηλιόλουστες ημέρες, μικρή παρηγοριά με τη συντροφιά τους – όταν φυσικά η μητέρα δεν παρενέβαινε με τη μεροληψία της ή τη συσκοτισμένη κρίση της, να κάνει τα πράγματα χειρότερα.
«Τον πατέρα μου τον τσάκισε ο χρόνος – όχι
όχι ο χρόνος, η ζωή – όχι
όχι η ζωή, η μητέρα μου – όχι, όχι
όχι η μητέρα μου, η μητέρα του – όχι, όχι –
ο πατέρας του πρώτα που κι αυτόν –
όχι όχι»
Αν η οικογένεια αποτελεί το πρώτο και το βασικό πεδίο των τραυμάτων της ζωής, από πού να κρατηθεί κανείς, πού να στραφεί; Στους θεσμούς μήπως; Στον ανεκδιήγητο εκείνον Μάντη, τον διάμεσο του θείου, με τα χέρια που «κρέμονταν στα γόνατα σαν του πιθήκου / κίτρινη γενειάδα / πάνω της φλούδια / μασημένα φρούτα / ψίχουλα / κουκούτσια» – πώς να εμπνευστείς, πώς να υψωθείς λιγάκι προς τα αστέρια δίπλα σ’ ένα τόσο φαιδρό και μοχθηρό πρόσωπο που συνεχίζει να τραυλίζει τα-τα-τα-τα-τω-τω-τω-τει;
Μήπως προς την εκπαίδευση, τότε; Στον φοβερό, γοητευτικό Παιδαγωγό που στρογγυλεύει και μεθοδεύει και αποκρύπτει, μέσα στο ίδιο πάντα σχολικό μαρτύριο της αποσιώπησης των πιο ουσιαστικών, των πιο κρίσιμων θεμάτων της ζωής; Προπάντων βέβαια η Αριστεία, τα βραβεία και οι έπαινοι και οι υποσχέσεις μιας άλλης ζωής, καλύτερης, ευρύτερης, πλημμυρισμένης από το Ωραίο και το Υψηλό.
«Λόγια. Σκοντάφτω συνεχώς – λέει η Κόρη
Όλα ένα προσωπείο. Δεν είχες μέρος να κρυφτείς – αντιφωνεί η Αντιγόνη
Κι αν μιλήσεις, η φωνή σου θα ακουστεί; – αναρωτιέται η Κόρη»
Αυτή είναι η κεντρική αγωνία των προσώπων, της συγχωνευμένης Κόρης-Αντιγόνης, αυτό είναι το αίτημα όλης της ζωής. Καθώς όλα μοιάζουν σκέτα λόγια, σχήματα νεκρά και άδεια κελύφη, ποιος θα βρεθεί να παραμερίσει για λίγο τη ναρκισσιστική εμμονή με τον εαυτό του, δημιουργώντας τον ελάχιστο χώρο και για τη δική σου φωνή; Ποιος θα καταφέρει να διακόψει για λίγο τη διαρροή;
Το κείμενό της λάμπει με μια λιτή αλλά ζωντανή και ανάγλυφη εικονοποιία.
Το ποιητικό ποτάμι της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου έχει φουσκώσει και κατεβάζει διαρκώς αντικείμενα, πρόσωπα, γεγονότα, μνήμες, σπαράγματα του πολιτισμού – η φωνή της κυλάει κι αυτή, ανυπόκριτη και φυσική, πλούσια και αυθεντική στην αγωνία της, θερμή όταν χρειάζεται, σκληρή όταν απαιτείται. Το κείμενό της λάμπει με μια λιτή αλλά ζωντανή και ανάγλυφη εικονοποιία. Ο λυρικός, ελεγειακός του τόνος νοτίζει τις λέξεις – ακούμε συγκινημένοι τον ήχο τους, τη μουσική τους, διαβάζουμε παραδομένοι τον αντικριστό χορό τους.
«Το πένθος τρέχει
άμμος
ανάμεσα στα δάχτυλα
Η μνήμη γδέρνει
Το σώμα. Εκεί χαράζονται τα αυλάκια της Ιστορίας. Να θάψεις το σώμα. Να μη θάψεις την πράξη. Να ορθώσεις τη μνήμη της πράξης. Να μην μπορεί κανείς να προσποιηθεί πως δεν είδε».
Και ξανά:
«Το σώμα. Εκεί χαράζονται τα αυλάκια της Ιστορίας».
Σ’ αυτή την τελευταία φράση συνοψίζεται κατά τη γνώμη μου το εγχείρημα της Ανδριτσάνου. Σ’ αυτή τη διασταύρωση του προσωπικού με το συλλογικό, σ’ αυτή την επώδυνη εγγραφή της Ιστορίας πάνω στο κάθε σώμα ξεχωριστά. Η Ιστορία ως διαρκής καταναγκασμός και βίαιη επιβολή πάνω στα πρόσωπα κι από την άλλη το αίτημα ενός εκάστου να εισακουστεί, να μην πάρει τη φωνή του ο αέρας, να μην να την αφανίσει ο καιρός. Ο φακός της εστιάζει τρυφερά, αποκαλυπτικά στο πρόσωπο αλλά καθώς το κάδρο ανοίγει και η κάμερα στρέφεται προς τα παράθυρα βλέπουμε το αγριεμένο πλήθος να πλησιάζει – ο Νόμος απαιτεί την καθολικότητά του, ζητά να ακυρώσει την παρέκκλιση, να αφανίσει τη ζωή.
Nα σηκωθεί λίγο πάνω και έξω από το ιστορικό συγκείμενο, να απαλλαγεί από την τυραννία του ετεροκαθορισμού, από τη μοίρα που του επιφύλαξαν οι θεοί.
Αυτή την εξαίρεση διεκδικεί με τη στάση της η Αντιγόνη αλλά και η Κόρη, η σύγχρονη αντανάκλασή της στο παρόν, όπως και κάθε άνθρωπος που ξεδιπλώνει το βασικό αίτημα ελευθερίας και χειραφέτησής του στη ζωή: να σηκωθεί λίγο πάνω και έξω από το ιστορικό συγκείμενο, να απαλλαγεί από την τυραννία του ετεροκαθορισμού, από τη μοίρα που του επιφύλαξαν οι θεοί. Και, κατά έναν περίεργο τρόπο, κάθε φορά που ένας από εμάς οδηγείται σε μια τέτοια πράξη γενναιότητας, το πλήθος φαίνεται να παραμερίζει και η ανθρωπότητα κρατάει για λίγο την ανάσα της. Η έκβαση είναι συνήθως δραματική. Αλλά το πρόσωπο βγαίνει πια από τη λήθη του οριστικά, εισπνέει βαθιά και «αληθεύει». Κι ίσως, καμιά φορά, να αποκτά ένα όνομα τόσο σημαντικό και διάσημο όπως αυτό της Αντιγόνης.
Και σ’ εμάς; Τι μένει σ’ εμάς; Όπως γράφει ο Ερίκ Bυϊγιάρ, στον Πόλεμο των φτωχών[2] που κυκλοφόρησε πρόσφατα, σ’ εμάς μένουν οι λέξεις. Οι λέξεις που είναι ένας άλλος σπασμός των πραγμάτων.
* Ο ΘΑΝΟΣ ΚΑΠΠΑΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Πώς πάνε τα πράγματα» (εκδ. Εστία).
1. Massimo Recalcati: Πορτρέτα της επιθυμίας, Κέλευθος 2018, σελ. 121, σχόλιο πάνω στο 7ο σεμινάριο του Λακάν (Η ηθική της ψυχανάλυσης, 1959-1960)
2. Ερίκ Bυϊγιάρ: Ο πόλεμος των φτωχών (μτφρ. Γιώργος Φαράκλας), Πόλις 2021, σελ. 71.
Αντιγόνη
Μια κόρη, μια χώρα
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΝΔΡΙΤΣΑΝΟΥ
ΑΓΡΑ 2021
Σελ. 120, τιμή εκδότη €11,50