Για την ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Ιωαννίδη «Ρινόκερως» (εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: Πίνακας της Lucy Pulvers «Μετά τον ρινόκερω του Ντύρερ».
Της Άννας Λυδάκη
Για τριακόσια χρόνια όλοι νόμιζαν πως ο Ντύρερ είχε απεικονίσει σωστά τον Ρινόκερω, «μα εγώ δεν του μοιάζω». Και μετά τον είδαν στην «πιστότερη ξυλογραφία του Χανς Μπούργκμαϊρ· ούτε που έκανε τον κόπο να μου βγάλει την αλυσίδα από τα πόδια, ο ατάλαντος – ένα αντίγραφο όλο κι όλο απομένει απ’ το επαίσχυντο έργο του».
Μια εικόνα ψευδής γίνεται πιστευτή γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται να μάθει ποιος είναι ο ρινόκερως στην πραγματικότητα, πώς και γιατί βρέθηκε να περιφέρεται ανά τον κόσμο ως αξιοθέατο ακόμη και μετά τον θάνατό του, ξεριζωμένος, ξένος ανάμεσα σε ξένους. Τώρα, μέσα από το έργο του Παναγιώτη Ιωαννίδη, ο Ρινόκερως «μιλά» με πικρία αλλά και με μια κρυφή, ίσως, απαξίωση του ανθρώπινου είδους, για την απονιά και την άγνοιά του. Ο Ιωαννίδης συνομιλεί με πλάσματα ανθρώπινα και μη ανθρώπινα που, όμοια με τον Ρινόκερω, πέρασαν και χάθηκαν χωρίς κανείς να καταλάβει την αλήθειά τους, με ζώντες και τεθνεώτες, με μοναχικούς μέσα στο πλήθος, με απάτριδες… με δημιουργούς που άφησαν σπουδαία έργα: «Στο μέλλον αναρωτηθείτε / για τα έργα που φαίνονται / να αιωρούνται μεσούρανα / Συχνά τα έχουν οργώσει / ερέβη».
«Στο μέλλον αναρωτηθείτε / για τα έργα που φαίνονται / να αιωρούνται μεσούρανα / Συχνά τα έχουν οργώσει / ερέβη».
Ανάμεσά τους ο Ανρί Ματίς είναι «σαν ακροβάτης που ξεχνά το δίχτυ / Τα χρώματα του θόλωσαν τα μάτια / Δηλητηρίαση επικίνδυνη / μα πόσο θεσπέσια». Η Βιρτζίνια, που δεν απαντά στην ερώτηση: «και για ποιον άφησες / καπέλο και ραβδί στην όχθη;» Η Σιμόν Βέιλ με «φόρεμα σμαραγδί / χρυσά βραχιόλια / στα χέρια που σταυρώνει τώρα / κάτω από την κοιλιά / Αν τα σηκώσει θα φανεί ο αριθμός / εβδομήντα οκτώ έξι πενήντα ένα». Και άλλοι, γνώριμοι και ξένοι, αναγνωρίσιμοι και ανώνυμοι, των οποίων τις σιωπηλές «φωνές» ακούει ο Ιωαννίδης και καταλαβαίνει τις σκέψεις που κρύβονται πίσω από τα λόγια. Όλα αυτά γίνονται ποιήματα που αποπνέουν μια βαθιά ευαισθησία και φανερώνουν δυνατές κεραίες, θυμίζοντάς μας πως «κακοί μάρτυρες ανθρώποισιν οφθαλμοί».
Ο ποιητής «αγγίζει» απαλά ανθρώπους, ζώα, τόπους… καιρών αλλοτινών και τωρινών και στην ποίησή του διαφαίνονται οι λαβωματιές της φύσης και η ανθρώπινη ερημία: «Λίγα μέτρα μετά τις θηριώδεις / πλαστικές κατοικίες / εξορισμένη / αρχίζει πάλι / η απάτητη φύση…», «Μικρά χρυσά λάμα / στις Άνδεις αναρίθμητα / φυλαχτά για κάθε κακό / Ώσπου να τα μαζέψουν όλα / οι κονκισταδόρες και να τα λυώσουν / για νομίσματα…», «Μα χάθηκε ο μικρόσωμος ρινόκερως / Stephanorhinus kirchbergensis / απ’ τις όχθες του Λούρου / Χάθηκε το κόκκινο ελάφι…», «… οι γάτες ξεγελιούνται / Έχουν ξεχάσει τις σαβάνες πια / και τις ερήμους».
Κυρίως, όμως, διακρίνεται η ευάλωτη ζωή («όμως το ψάθινο καπέλο μου / είναι γεμάτο / τρύπες»), η μοναξιά του ανθρώπου που δεν έχει έναν τόπο («Ώρες τώρα σκεφτόμουν να αρχίσω / Αυτός δεν είναι ο χώρος / Πουθενά δεν είναι ο χώρος») και μια απουσία, εκείνη «της σταθεράς παρηγόρησης», που είναι πάντα παρούσα και οδηγεί σε δρόμους γνώριμους από παλιά. Όμως, «μιλώντας για σένα έκανα λάθος…» Και τότε «Τι να κάνεις αν δεν μπορείς να κλάψεις».
Ο Ιωαννίδης αναγνωρίζει τις ζωές εκείνες που κυλούν με πληγές αόρατες, κρυμμένες πίσω από τους μανδύες της καθημερινότητας, πίσω από μικρά χαμόγελα που ξεγελούν. Και μιλά αντ’ αυτών: με γλώσσα απέριττη αλλά μεστή, με λέξεις προσεκτικά διαλεγμένες, χαμηλόφωνες, ανακαλύπτει και εκφράζει στα εξαιρετικά ποιήματά του καταστάσεις και συναισθήματα που υπόγεια, χωρίς να φαίνονται, πάντα ταλανίζουν.
* Η ΑΝΝΑ ΛΥΔΑΚΗ είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τελευταίο βιβλίο της, η μελέτη «Αναζητώντας το χαμένο παράδειγμα: Επιτόπια έρευνα, κατανόηση, ερμηνεία» (εκδ. Παπαζήση).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μπαρκάραμε ξανά Δεκέμβριο. Περνάγαμε κοντά στη Μασσαλία, όταν ο Γάλλος βασιλιάς Φρανσουά Α΄ ζήτησε να με δει. Αράξαμε σ’ ένα νησί και του παρουσιάστηκα στις 24 Ιανουαρίου του 1516. Μα παρακάτω, στα στενά του Πόρτο Βένερε –ζήλεψε, φαίνεται, η θεά την ομορφιά μου–, μας πέτυχε φουρτούνα. Αλυσοδεμένος καθώς ήμουν στο κατάστρωμα, πνίγηκα κι εγώ, ο δεινός κολυμβητής. Με ανέσυραν νεκρό κοντά στην Βιλλφράνς και στείλαν το τομάρι μου πίσω στη Λισσαβώνα, να το παραγεμίσουν μ’ άχερα…».