Για την ποιητική συλλογή του Ιωσήφ Βεντούρα «Τα ποιήματα του Πέτρου Αλώβητου» (εκδ. Νίκα). Κεντρική εικόνα: Πίνακας του François Flameng, έτερος πίνακας του οποίου δίνει τον τίτλο σε ένα ποίημα της συλλογής.
Του Γιώργου Βέη
«Χωρίς οσμές,
στα μάτια η φραγή
κι αιώνια, αιώνια σιωπή».
Τα ποιήματα του Πέτρου Αλώβητου
Υλικό εμφανώς εύφλεκτο: η ιδιαίτερα εύληπτη, αυτοελεγχόμενη, σαφώς δόκιμη ποιητική γλώσσα αποδίδει μεθοδικά και με αυστηρή υφολογική συνέπεια, μεταξύ άλλων, ένδον τριγμούς του λογιστικού, κομβικές ανακατατάξεις του θυμοειδούς, εντατικές κρίσεις του επιθυμητικού. Κύρια χαρακτηριστικά των εκφάνσεων: λελογισμένη χρήση των επιθέτων, λειτουργικές μεταφορές, πηγαίες ομοιοκαταληξίες όπου δει, έντιμος διάλογος με την παράδοση, χωρίς ανιαρές μιμήσεις ή δήθεν υπονομεύσεις και αδιέξοδες ανατροπές των δεδομένων αρχετύπων. Η παρακαταθήκη των φιλολογικών και άλλων πηγών, π.χ. η βιβλική ενδοχώρα, αξιοποιείται εντέχνως. Η γόνιμη επαφή με το παρελθόν του λόγου είναι ομολογουμένως ορατή σε όλη την έκταση των αποτυπώσεων. Τα γραμματικά συντάγματα υποστηρίζουν λυσιτελώς την πολιτική της κειμενικής διάρθρωσης. Η στροφή από το εγώ στο εκείνοι τελείται με τη δέουσα ρηματική φρόνηση. Το ζήτημα της επιθυμίας και ό,τι ο έρως διεκδικεί απασχολεί συστηματικά τον θίασο της ποιητικής σκηνής. Παρατηρώ ότι το όποιο απαραίτητο διακείμενο πιστοποιείται με την ανάλογη βιβλιογραφική τεκμηρίωση. Οι έξι έως σήμερα συλλογές του ποιητή καταδεικνύουν, εκτός των άλλων, τη συστηματική ένδειξη σεβασμού στην ποιητική αλήθεια.
«Κυλά το αίμα μου / από δαγκωματιές του χρόνου / σκάβει ο καιρός / σκάβει μέσα μου / γίνομαι ξερότοπος / αρσενικό της πέτρας / μαγνήτης σκουληκιών / σ’ ασπράδι αυγού κλεισμένος...
Συγκρατώ ότι το οντολογικό ερώτημα για τα αίτια και τα αιτιατά της υπαρξιακής απερήμωσης επανέρχεται τακτικά για να μας θυμίσει, μεταξύ άλλων, την κατίσχυση της ματαιότητας των πάντων ανεξαιρέτως. Εξού και η παρρησία της επιλογικής οιμωγής, η οποία συνοψίζει τις πολλαπλές, κατ’ ανάγκην αλυσιδωτές, οριακές εμπειρίες στην περιώνυμη κοιλάδα των παθών. Εννοώ κατά λέξη τα εξής:
«Κυλά το αίμα μου / από δαγκωματιές του χρόνου / σκάβει ο καιρός / σκάβει μέσα μου / γίνομαι ξερότοπος / αρσενικό της πέτρας / μαγνήτης σκουληκιών / σ’ ασπράδι αυγού κλεισμένος / φτύνω τους ψεύτες / τους κλέφτες / την αισθητική τους / τον καβαλάρη τον ερχόμενο / τον κρόκο που χρυσίζει και με τρέφει / σπέρμα ανεκμετάλλευτο / κάποιο αστέρι καίει τα σπλάχνα μου / Ουρλιάζω».
Συγκρατώ μάλιστα ότι το ύστατο ρήμα της ποιητικής αυτής συλλογής επιτείνει τα «ουρλιαχτά» της πρώτης σελίδας. Ρήμα και ουσιαστικό στον πληθυντικό ισχυρίζομαι ότι παραπέμπουν εμμέσως πλην σαφώς στο εμβληματικό Ουρλιαχτό («Howl») του Άλεν Γκίνσμπεργκ (1926-1997), που γράφτηκε στο διάστημα των ετών 1954-1955 και κυκλοφορήθηκε το 1956. Αντιλαμβάνομαι ότι η έντονη αισθησιαρχία προκαθορίζει το πλαίσιο των αναφορών και αυτοαναφορών. Έτσι επιβεβαιώνεται άλλη μια φορά η πρόβλεψη του Αντρέ Μπρετόν, ότι δηλαδή «δεν θα ξεμπλέξομε ποτέ με την αίσθηση. Όλα τα ορθολογιστικά συστήματα θα αποδειχθούν μια μέρα ανυποστήρικτα στο μέτρο που προσπαθούν, αν όχι να την περιορίσουν στο έσχατο, τουλάχιστον να μην την αξιολογήσουν στις φαινομενικές της υπερβολές» (βλ. Ο τρελός έρως, μτφρ. Στ. Ν. Κουμανούδης, εκδ. Ύψιλον, σ. 12).
Όσον αφορά δε την αυστηρή αρχή της ανταπόδοσης, δηλαδή τη σκοτεινή lex talionis, είναι αυτή που υπαγορεύει το μεγαλύτερο μέρος των ποιημάτων. Κοντολογίς, τίποτα δεν μένει αναπάντητο, δηλαδή ατιμώρητο. Η ζωή είναι αντιπαράθεση ύβρεων, οι οποίες προκαλούν μαθηματικά τους αντίστοιχους κολάφους των. Ό,τι δηλαδή εντοπίζεται φέρ’ ειπείν στο ποίημα, με το οποίο ανοίγει η συλλογή, τιτλοφορούμενο «Η άγνωστη μορφή του Πέτρου Αλώβητου». Δεν πρόκειται, εν ολίγοις, για οριστική επιβίωση του φαντασιακού εις βάρος του πραγματικού: η εξ αντικειμένου πραγματικότητα είναι εκείνη που επιβάλλει τους αδήριτους νόμους της. Το φαντασιακό απλώς υφίσταται ως προπομπός του συνολικού ρηματικού διάκοσμου. Έστω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής ενδεικτικά των συγκεκριμένων θεματικών επιλογών:
«Επαίτης στο παρόν / το χέρι απλώνω στο κενό / γιατί εκάθησε μόνη η πόλις / κατέστη ως χήρα / έγινε υποτελής / Α πολιτεία σκοτεινή / μες στην καπνιά πνιγμένη / Νάρκισσος είναι η ομορφιά / πόρνη στα καφενεία / και σάπισε η σάρκα της / στα έντονα φκιασίδια» ή
«Τότε δεν θα υπάρχει χρόνος / θα έχουν σβήσει οι αριθμοί / μονάχα το μηδέν θα βασιλεύει / και τ’ όνομά του στ’ άπειρο / θα εκταθεί […] Γεύση πικραμύγδαλου θα είναι / και πόση χαρά μπορεί να δίνει / όταν σε οδύνη και οργή / συστρέφεται η στιγμή / και μοιάζει με φλύκταινα, / σπείρα κωνική, δείχνει το παρελθόν. / Και δεν θα υπάρχει χρόνος / όταν ταχυόνια εξορμούν / και μηδενίζουν τις αποστάσεις».
Η ποίηση δεν συνιστά στην προκειμένη περίπτωση ανάμνηση, αλλά έμπρακτη αντίσταση. Η επαπειλούμενη εξάλειψη του προσώπου αντιμετωπίζεται με ό,τι διαθέτει εν προκειμένω το ποιητικό υποκείμενο. Βεβαίως κατά νου υπάρχει πάντα ένας δυναμικός αντίλαλος: είναι ο ομόηχος πασίγνωστος, ο ιστορικός Άλλος. Αυτός, ο οποίος διαθέτει το προνόμιο να παρέχει και μάλιστα εκ του ασφαλούς ακόμη και τη βεβαιότητα ενός θαύματος. Παραθέτω τα εξής συναφή από την Καινή Διαθήκη: «Κἀγώ δε σοι λέγω ὅτι σύ εἶ ὁ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν, καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (βλ. Κατά Ματθαίον, ιστ΄18). Το επίθετο Αλώβητος ανάγεται με τη σειρά του στην πάγια εμμονή των όντων, ήτοι σε ό,τι αφορά στην ίδια την αθανασία τους. Αυτό θέλει να μας τονίσει η ανάγνωση π.χ. των ποιημάτων «Ο ταχυδρόμος», «Λύντια» και «Low Profile». Η αγωνία του Πέτρου Αλώβητου παρά ταύτα είναι αλώβητη κι εκείνη. Συνίσταται στο να εξορκίσει εδώ και τώρα, ει δυνατόν ανέκκλητα, το μηδέν. Ο εφιάλτης του τίποτα είναι άλλωστε αυτός που κυριεύει και τον άλλον Ιώβ, εκείνον της δημιουργικής γραφής, την οποία υπηρετεί υποδειγματικά ο Ιωσήφ Βεντούρας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Βράχια» (εκδ. Ύψιλον).
Η άγνωστη μορφή του Πέτρου Αλώβητου
[… Αυτή είναι η Ελλάδα, είπε ο δάσκαλος…]
[… Εμείς καταστρέφουμε τους κήπους με τις ορχιδέες μας…]
Από το «Η δύσκολη τέχνη» του Δημήτρη Ελευθεράκη
Ήταν ημέρες που ο Πέτρος Αλώβητος* γονάτιζε στη χλόη, τραγουδούσε: / Αξέχαστέ μου ποιητή / της χώρας μας λυράρη / η λευτεριά που ύμνησες / με άρμα σ’ έχει πάρει. / Ξύπνησε σαν έρωτας / νεραΐδα ονειρεμένη / κι ήταν σαν ερωμένη / στο θάνατο και στη ζωή. / Φαύλοι χρόνοι ήρθανε, πιες το κρασί μας Πέτρο. / Γύπας απ’ άνοιγμα λερό / αφέντεψε το μίσος / φθόνε φθοράς σπορά / πού ’ναι το γιασεμί / πού τα τριαντάφυλλα; / Τώρα αφέντης ο φονιάς / και γκρίζα τέφρα η χώρα / σπασμένα γύρω μάρμαρα / η λύκαινα χορεύει / και είναι θρήνοι και στριγκλιές / του πόνου λόγια, ουρλιαχτά / και απ’ αδελφών το στόμα / ξεχύνεται χολή. // Ξεστράτισε το φως Απλώνει γύρω καταχνιά / Πού ’ναι η αγάπη; πού η αδελφοσύνη; / Όποιος φτερά δεν έχει ψηλά ν’ ανέβει / την ανημποριά με μνήμες την παλεύει / κι όταν λιχνίζει ο στίχος τον καρπό / με μιας η λαμπηδόνα ασπαίρει / Στέρεψε το κρασί μας, πιες ουίσκι Πέτρο / στις ράχες των βουνών λάμπει ακόμη ο ήλιος / με χέρι δυνατό γράψε σε βράχο τη ζωή σου.
* Ο Πέτρος Αλώβητος, άγνωστος δάσκαλος, σκιά που χάθηκε, ούτε μία πρόταση γι’ αυτόν στα σχολικά βιβλία, ούτε μια λέξη γι’ αυτόν τον ποιητή που αγαπούσε τη μορφή, διότι όπως έλεγε, ταίριαζε στη σκοτεινή εποχή που υπήρξε.