Για την ποιητική συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη «Θάνατος ο Δεύτερος» (εκδ. Καστανιώτη). Στην κεντρική εικόνα, πορτρέτο του ποιητή από τον Γιάννη Ψυχοπαίδη.
Του Γιώργου Βέη
«Καλύτερα το καλό όνομα παρά πολύτιμο μύρο·
και η ημέρα του θανάτου παρά η ημέρα της γέννησης».
Εκκλησιαστής, 7
Από το ποίημα βγαίνεις πάντα ζωντανός.
Αντώνης Φωστιέρης
«Τι φρίκη. / Ολόκληρη ζωή / Με την ανάσα / χυμούς / Τη σάρκα της - / Σκόνη και στάχτη / Τώρα διαπαντός / Στην τεφροδόχο / Ενός βιβλίου»: διαβάζω το ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής. Φέρει τον απολύτως σημαίνοντα τίτλο «Η τεφροδόχος». Κι εδώ, όπως σε όλα ακριβώς τα ποιήματα που προηγούνται, τηρούνται μαθηματικά οι κανόνες της συγκεκριμένης στρατηγικής, την οποία υιοθετεί διαχρονικά, ως γνωστόν, ο Αντώνης Φωστιέρης. Στο κειμενικό πεδίο των ομολογουμένως απαιτητικών εμπεδώσεών του, ο απολεπισμένος στίχος εστιάζεται αποκλειστικά στην καίρια δήλωση, στην ικανή και αναγκαία συνδήλωση. Συναισθηματικές εκτονώσεις, τρέχοντα ζητήματα της αγοράς, δήθεν διάλογοι με την παράδοση, προσκόλληση σε εκκωφαντικά ή μη γεγονότα, αφελείς ή σφόδρα επιτηδευμένες ομοιοκαταληξίες και τα συναφή δεν αφορούν την εν λόγω γραφή. Κατηγορηματική αποχή από το προφανές, το αναμενόμενο και το περιττό: η γραφή ανάγεται σε αυτεξούσιο, αυτάρκες, ανυπόκριτο σώμα.
Η νεοτερική ποιητική έκφραση υποστηρίζεται δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση από τη συλλαβική ευρυθμία, την ελεγχόμενη εξομολόγηση, τον απρόοπτο αυτοσαρκασμό, την πάλλουσα ad hoc ειρωνεία, τις πρόσφορες εννοιολογικές αναδιπλώσεις, τις αντονομασίες, τις απαραίτητες παλινδρομήσεις, τις πρόσφορες μετωνυμίες, τις συνεκδοχές, τους αντι-λυρικούς αφορισμούς, τις δημιουργικές εντέλει καταχρήσεις, τις μεταφορές-κλείδες και βεβαίως τις καθ’ όλα αρμόζουσες συνδηλώσεις. Τα εννοούμενα συμφραζόμενα, στα οποία δύναται να προσέλθει ο φίλεργος αναγνώστης, συνεργούν αφ’ εαυτών να προκύψει ένα δίδυμο παράγωγο, ήτοι ο δεύτερος Θάνατος ο δεύτερος. Τόσο γόνιμο εν ολίγοις είναι το λεκτικό έδαφος που μας παραχωρεί και σήμερα ποιητής.
Συγκρατώ ότι, εκτός των άλλων, η τελική εκφορά του ποιήματος μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «αφενός, μπορεί να θεωρηθεί μια μαγική επωδός, θεμελιωδώς ένα θέμα ήχου και της δύναμης του ήχου να δένει τις αντιλήψεις του σώματος και του νου μας σ’ ένα ακουστικό πλέγμα˙ αφετέρου, να συνιστά την απόδοση σοφών και αληθινών νοημάτων που καθοδηγούν τη συναισθηματική μας επιβεβαίωση με την ευφυή διάταξη και εξέταση της ανθρώπινης εμπειρίας». (Παραβάλλω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής από: Seamus Heaney, Η κυβέρνηση της γλώσσας, μτφρ. Ερωτόκριτος Μωραΐτης, εκδ. Πατάκη, 2008, σ. 258).
«Τι φρίκη. / Ολόκληρη ζωή / Με την ανάσα / χυμούς / Τη σάρκα της - / Σκόνη και στάχτη / Τώρα διαπαντός / Στην τεφροδόχο / Ενός βιβλίου»
Έχω υποστηρίξει και παλαιότερα ότι ο δικαίως πολυβραβευμένος Αντώνης Φωστιέρης, ο οποίος συγκαταλέγεται δικαιωματικά στα ισχυρότερα στελέχη της ειδολογικά πολύτροπης γενιάς του ’70, φρονεί ότι η ρηξικέλευθη εκείνη πρόταση του Φρειδερίκου Σλέγκελ, ότι δηλαδή «ποίηση και φιλοσοφία οφείλουν να συναντηθούν», όπως διατυπώθηκε το 1797, μπορεί να υλοποιηθεί συναινετικά, υπό τον απαράβατο όμως όρο ότι ο ποιητικός λόγος θα παραμείνει ακέραιος. Δεν θα παραιτηθεί δηλαδή από το πανάρχαιο προνόμιό του να αντιλαμβάνεται τόσο το σύμπαν της καθημερινότητας όσο και το άπαν των ορατών και των νοουμένων, κατά τρόπο πρωτογενή και μάλιστα οραματικό. Θυμίζω εδώ την αντίστοιχη προγραμματική διακήρυξη του ποιητή: «η ποίηση είναι μια θέαση των πάντων, ένα προσωπικό σύστημα για να μπει σε τάξη, μέσα μας, να συναρθρωθεί και να αποκτήσει νόημα το ασύνδετο και ακατάληπτο των πραγμάτων» (βλ. τον διάλογό του με τον Θανάση Θ. Νιάρχο, δεκαετίες πριν, στην Κιβωτό, εκδόσεις Εγνατία, 1980).
Ο δε διάλογος με τους Πατέρες της σκέψης, φέρ’ ειπείν, Ηράκλειτο, Μέλισσο, Δημόκριτο, Αναξαγόρα και Πρωταγόρα (βλ. ενδεικτικά τις σελίδες 16 και 17) παρέχει εντέλει τα αίτια και τα αιτιατά ενός καθ’ όλα άρτιου αισθητικού μορφώματος μέσα στο πλαίσιο πάντα της καθαρής ποιητικής εκφοράς. Εδώ έγκειται η επιτυχία του λεκτικού συντάγματος: στοιχίζεται με ό,τι ακριβώς εννοεί και λέγει. Σύμφωνα μάλιστα με τον περιώνυμο αριστοτελικό ορισμό: «ο δε νους ου πας, αλλ’ ο του τί εστι κατά το τι ην είναι αληθής, και ου τι κατά τινός», ήτοι «ο νους είναι αληθής όχι πάντοτε, αλλ’ όταν σκέπτεται αυτό που είναι, σύμφωνα μ’ αυτό που ήταν να είναι, και όχι όταν σκέπτεται κάτι άλλο για κάτι άλλο» (βλ. Περί Ψυχής, 430 b 27-31). Έτσι το κύριο θέμα, ο θάνατος, δείχνει αποκλειστικά δομή: δηλαδή έργο τέχνης. Ο θάνατος δημιουργός προοπτικής. Κάθε άλλο παρά μοιρολατρική επωδός. Ή δακρύβρεκτη ανορεξία για το αύριο. Συμπεραίνω: ο Θάνατος ο Δεύτερος, αφού ανακεφαλαιώσει τις ποιητικές μαρτυρίες, οι οποίες προηγήθηκαν, πιστοποιεί τη βεβαιότητα του δημιουργού του στη Φυσική του άνω - θανάτου, ήτοι στη Φυσική της υπέρβασης. Έτσι το πραγματικό και το φαντασιακό συνεργάζονται. Η λογική του ζώντος δεν κάμπτεται από τον σολοικισμό του θανάτου. Ο δε τίτλος προεξοφλεί με τη διπλή άρνηση στη ζωή, το πείσμα μιας ολοκληρωτικής κατάφασης στην τέχνη της ζωής. Ο βίος του ποιήματος επιβεβαιώνει την προσήλωση στα άνθη της προαναφερομένης, ζωοφόρου εν τέλει «Τεφροδόχου». Για να θυμηθούμε εν προκειμένω τη συνεπαγωγή από τα παλιά τετράδια εκείνου του σκυθρωπού στοχαστή, του Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ: «η ζωή του πνεύματος δεν φοβάται τον θάνατο, μήτε είναι απαλλαγμένη από αυτόν. Ζει μαζί του και διατηρείται ολόκληρη μέσα του» (βλ. Φιλοσοφία του Νου, πρόλογος – μετάφραση - σχόλια: Γιώργος Φαράκλας, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας, 2007).
«Ένα πνεύμα ολόγυμνο / Να κολυμπάει στα χάη διαρκώς, / Χωρίς την άχαρη / Φροντίδα ενός κορμιού / Χωρίς τ’ αγκάθια του έρωτα / Χωρίς το δέος / Ή το δέλεαρ / Μιας Κρίσης που εκκρεμεί…»
Επισημαίνω ότι η κάθε αναφορά και αυτοαναφορά μέσα στον δεδομένο χωροχρόνο της παρούσας συλλογής εγκολπώνεται ουσία, ενώ σε πλείστες περιπτώσεις συνδιαλέγεται με την ευρύτερη παρακαταθήκη του μηδενός. Έστω ένα πρόχειρο, χρηστικό παράδειγμα:
«Πόσο στ’ αλήθεια βαρετή
Ολόκληρη αιωνιότητα.
Και πόση πλήξη
Ένα πνεύμα ολόγυμνο
Να κολυμπάει στα χάη διαρκώς,
Χωρίς την άχαρη
Φροντίδα ενός κορμιού
Χωρίς τ’ αγκάθια του έρωτα
Χωρίς το δέος
Ή το δέλεαρ
Μιας Κρίσης που εκκρεμεί,
Χωρίς τον φόβο
Ενός ανέκκλητου θανάτου».
Πρόκειται για το τέταρτο, οιονεί προλογικό ποίημα. Τίτλος: «Η αιωνιότητα». Η έμμεση, καθ’ όλα υπαρκτή παραπομπή στον Χόρχε Λουίς Μπόρχες έχει ως εξής: «Την πραγματικότητα την δεχόμαστε εύκολα, ίσως γιατί αισθανόμαστε ότι τίποτα δεν είναι πραγματικό. Η αθανασία είναι κάτι κοινότοπο. Αν εξαιρέσεις τον άνθρωπο, όλα τα υπόλοιπα πλάσματα είναι αθάνατα, αφού αγνοούν τον θάνατο. Εκείνο που είναι θείο, τρομερό, αδιανόητο, είναι η επίγνωση της αθανασίας» (βλ. «Ο Αθάνατος»). Παραθέτω αυτούσιο ένα ακόμη ποίημα:
«Ποια Τύχη τότε ποιος Θεός
Που ακούραστα
Σ’ εννέα μήνες να τελειώσει αρμόζοντας
Με τόσο ζήλο εκεί στη μήτρα
Μόριο μόριο
Το τεράστιο παζλ
Των εκατό
Τρισεκατομμυρίων
Κυττάρων –
Και άξαφνα
Να τιναχτείς εσύ μέσ’ απ’ το αίμα
Κλαίγοντας,
Μην σε τραβήξει
Πίσω το
Μηδέν».
Ο Αντώνης Φωστιέρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Κατάγεται από την Αμοργό. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και Ιστορία Δικαίου στο Παρίσι. Εκδότης και διευθυντής του περιοδικού Η Νέα Ποίηση (1974-1976), συνδιευθυντής της ετήσιας έκδοσης Ποίηση (1975-1981), συνεκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Η Λέξη (1981-2010). Του έχουν απονεμηθεί το Διεθνές Βραβείο Καβάφη (1993), το Βραβείο Βρεττάκου του Δήμου Αθηναίων (1998), το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (2004), το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού Διαβάζω (2004) και, για το σύνολο του έργου του, το Βραβείο Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Ουράνη, 2010). |
Πρόκειται για το δέκατο τρίτο ποίημα. Φέρει τον τίτλο «Παζλ». Παραβάλλω τα εξής συγγενικά δεδομένα: «…να διαλύσουμε τη σκοτεινή εντύπωση που μας δημιουργεί το μηδέν, αυτό το μηδέν που φοβόμαστε, όπως τα παιδιά φοβούνται τα σκοτάδια: αυτό αξίζει καλλίτερα απ’ το ν’ απατάμε το φόβο μας, σαν τους Ινδούς, με μύθους και με λέξεις που δεν έχουν έννοια, τέτοιες όπως η απορρόφηση του Βράχμα ή η νιρβάνα των βουδιστών. Εμείς, πάμε τολμηρά ως το άκρο: για κείνους που η Βούληση εμψυχώνει ακόμα, αυτό που μένει ύστερ’ απ’ την ολική εξαφάνιση της Βούλησης, είναι πραγματικά το μηδέν. Αλλά, αντίστροφα, για κείνους, που έχουν αλλάξει και καταργήσει τη Βούληση, είναι ο παρών κόσμος μας, αυτός ο κόσμος ο τόσο πραγματικός μ’ όλους τους ήλιους του κι όλους τους γαλαξίες του, που είναι το μηδέν» (βλ. Άρτουρ Σοπενχάουερ: την τελευταία παράγραφο του πρώτου τόμου, Ο Κόσμος σαν Βούληση και σαν Παράσταση, σε μετάφραση Αχιλλέα Α. Βαγενά κι επιμέλεια: Κ. Μετρινού, χ.χ.).
Ο διάλογος μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις είναι εμφανώς ενδο-δια–κειμενικός. Ποιήματα κομβικά από κάθε άποψη του αυστηρά ατομικού παρελθόντος ανακαλούνται. Ένα αρχετυπικό τοπίο αρκεί για να συναιρέσει de facto αφορμές, αίτια κι αιτιατά. Παράδειγμα το εξής:
«Και βέβαια μπορείς να γράψεις “ο αφρός της θάλασσας”,
“Ο φλοίσβος”, “η βουή απ’ το πέλαγος”,
Όμως κανένας φθόγγος δεν νοτίζει τον αέρα
Καμιά υγρασία, βλέπεις, δεν ζαρώνει
Το χαρτί.
Όπως παιδί στη φαντασία σου κάποτε
Ζωσμένος άρματα παλάσκες και άτρωτος
Να διασπάς τις τάξεις του αντιπάλου χύνοντας
Κρουνούς ποτάμια πίδακες
Το ανύπαρκτο αίμα».
Παρέθεσα το πέμπτο ποίημα από το τέλος. Φέρει τον τίτλο «Όπως». Ανταποκρίνεται με ό,τι παρακάτω παρατίθεται σε μια από τις παλαιότερες συλλογές του Αντώνη Φωστιέρη με τίτλο Πολύτιμη Λήθη, η οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 2004: «Σε θάλασσα καλοκαιριού που ανάσκελα / Λυμένα πια τα μέλη και ανασαίνοντας / Αλμύρα ήλιου, ολόκληρος / Στο δαχτυλάκι το μικρό της άνωσης / Λιώνει το βάρος του μυαλού / Mε απέραντο / Πορτοκαλί σκοτάδι που όρμησε / Ώς τις κλειδώσεις / Tι εύκολα / Καθώς αδειάζει κάθε ιδέα / Kι ανάστροφα / Ρουφάει την άφατη ευφροσύνη / τού –να– μην / Ώσπου ολοκάθαρα: “Δεν σκέφτομαι – άρα υπάρχω” / αστράφτοντας / καρφώθηκε στη σκέψη μου / η σκέψη» (βλ. «Δεν σκέφτομαι – άρα υπάρχω», στον τόμο Ποίηση 1970-2005, σελ. 296).
Το φυσικό περιβάλλον τροφοδοτεί το έναυσμα. Η Φύση υφίσταται ως διάκοσμος του σκέπτεσθαι. Δεν απορροφά, δεν εξουδετερώνει το ποιητικό εγώ, διότι υπάρχει, διότι προσφέρεται να δρα ως λύτης μυστικών. Δεν διαβάζουμε δηλαδή την κοσμική ενότητα ως να ήταν ένας ακόμη εφιάλτης, αλλά ως να ήταν φίλιο παράρτημα της σκέψης μας. Άρα, το γυμνό δίποδο παραμένει σθένος. Η οντολογία, επίσης, φαίνεται ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός Πανοπτικού τίποτα. Το όποιο οξύμωρον ακυρώνεται στους κόλπους του λυσιτελούς στίχου. Εξού και η παρατεταμένη γοητεία της ποίησης του Αντώνη Φωστιέρη.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Βράχια» (εκδ. Ύψιλον).
Εκ του μη όντος
«Κι ας επιμένουν φορτικά
Δημόκριτος κι Αναξαγόρας –
Τάχαμου ανήκουστο
Εκ του μη όντος γίγνεσθαι
Ή φθείρεσθαι εις το μη ον.
Nihil ex nihilo.
Τότε, πώς λέει ο Πλάτων ότι ποίηση
Είν’ ακριβώς η ανάβαση
Του ανύπαρκτου στο υπαρκτό;
(Που πάει να πει πως το υπαρκτό
Γυρνάει κι εκείνο μια χαρά σε ανύπαρκτο).
Και πώς με τόση επιμονή
Με φορτικότητα
Ψάχνουν οι αιώνες να γνωρίσουν τον
Ποιητή
Πίσω απ’ το πιο συμπαντικό
Ερμητικό του
Ποίημα;»
Θάνατος ο Δεύτερος
ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2020
Σελ. 64, τιμή εκδότη €8,00