
Για την ποιητική συλλογή της Ελένης Καρρά «Μετρό(ει) αυτή η λύπη» (εκδ. Μελάνι).
Της Έλενας Χουζούρη
Μέχρι την έκδοση της πρώτης ποιητικής της συλλογής Μετρό(ει) αυτή η λύπη, η Ελένη Καρρά, σύμφωνα και με το βιογραφικό της, ανάλωσε αρκετά χρόνια στη μάχιμη δημοσιογραφία και στη μετάφραση. Δεν ήταν όμως απούσα και από την ποίηση. Έστω και σποραδικά, ποιήματά της είχαν δει την έντυπη ή την ηλεκτρονική δημοσιότητα, ενώ δεν έλειψαν και οι λογοτεχνικές της μεταφράσεις. Το ότι αποφάσισε να προχωρήσει στην έκδοση της πρώτης ποιητικής της συλλογής είναι διπλό κέρδος και για την ίδια που καταθέτει ολοκληρωμένα την ποιητική της φωνή και για τους/τις αναγνώστες/στριες της ποίησης που γνωρίζουν ένα καινούργιο ποιητικό πρόσωπο.
Το ευαίσθητο ποιητικό βλέμμα της αποθηκεύει εικόνες, αναδεικνύει τις κρυμμένες όψεις τους, δεν πείθεται από προσχήματα κοινωνικής, αμφιλεγόμενης, ρητορικής ανεκτικότητας.
Η Καρρά υιοθετεί τη συνθήκη της μεταφοράς για να απελευθερώσει τη ματιά της και να την οδηγήσει σε τόπους όπου στο βάθος τους θάλλει η βιωμένη λύπη. Μετρό(ει) αυτή η λύπη διατείνεται στον τίτλο του πρώτου της βιβλίου. Όπως το μετρό κατατρώει τα σπλάχνα της πόλης. Μ’ άλλα λόγια, το μετρό για την ποιήτρια, από συλλογικό μέσο ανθρώπινης διακίνησης, μετατρέπεται σε ποιητικό όχημα έκφρασης ποικίλων αισθημάτων, που αφυπνίζονται και ενεργοποιούνται από τη συνεχή, σπάταλη, ανέξοδη, χωρίς έρμα, συχνότατη εναλλαγή παραστάσεων, καθώς και το ταχύτατο, στιγμιαίο, πέρασμα του χρόνου από το παρελθόν στο παρόν. Το ευαίσθητο ποιητικό βλέμμα της αποθηκεύει εικόνες, αναδεικνύει τις κρυμμένες όψεις τους, δεν πείθεται από προσχήματα κοινωνικής, αμφιλεγόμενης, ρητορικής ανεκτικότητας. Όσο περισσότερο το βλέμμα βυθίζεται στα σκιερά σημεία, τόσο οι εικόνες αποκαθαρμένες από τη λιπαρή, υποκριτική τους πραγματικότητα σκληραίνουν και βαραίνουν.
«Εντοπίστηκε περιπλανώμενη ηλικιωμένη με τατουάζ στην περιοχή του Κ., όποιος την έχασε μπορεί να την αναζητήσει. Μες στο βαγόνι, κρεμασμένοι από τις χειρολαβές, μάτια κενά, Dear passengers βουίζοντας κάτω από τα έγκατα των παγετώνων we inform you that Ένας γιγάντιος κύκνος έχει αποκοιμηθεί στο κάθισμα, το κεφάλι του γέρνει μπροστά, οι συνεπιβάτες μαζεύονται απειλητικά γύρω του temporarily out of order βασανιστικά στάζει η ντροπή Στην αποβάθρα ξεβράζονται σοβαροί φορώντας τα μαύρα τους γυαλιά, πούπουλα κάποιος κραδαίνει ένα ράμφος ο λαιμός μου ψηλώνει ψηλώνει».
Το μετρό είναι όμως μια μικρογραφία της πόλης, της Αθήνας στην προκειμένη περίπτωση. Μιας πόλης στην οποία φύονται όχι μόνον οπωροφόρα αλλά και καουτσουκόδεντρα, τα οποία συναντάς παντού, στο πρόσωπο του μελαμψού Ινδού, στο λιανό βρόμικο και λινό ανθρωπάκι που προσπαθεί να βολευτεί στο κάθισμά του, την ίδια στιγμή που η μαστίχα τρέχει από τους κορμούς τους στους δρόμους και παρασέρνει και την ίδια την ποιήτρια που μέσα στην ονειρική της παραζάλη ταυτίζεται με την Αθήνα. «Τα καουτσουκόδεντρα της Αθήνας» από τα πιο ισχυρά ποιήματα της συλλογής, με γερό αφηγηματικό ιστό, ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και στο φανταστικό στοιχείο.
Ωστόσο εκείνο που διαπερνά όλα τα ποιήματα της συλλογής, ακόμα και εκείνα που παίζουν ιδιαίτερα με το φανταστικό στοιχείο ή συνομιλούν με απόηχους από τον ανατρεπτικό και υπονομευτικό σαχτουρικό κόσμο, είναι η βαθιά βιωμένη λύπη. Μια λύπη που κουβαλά μέσα της εικόνες προσφιλών νεκρών, «πληθαίνουν οι νεκροί στον ύπνο μου / στήνουνε γεύματα, φοράνε τα καλά τους / με προσκαλούν με καρτ βιζίτ στις χοροεσπερίδες τους». Εμφανίζεται μια μνήμη με πολλαπλά τραύματα καθώς το παρόν δεν τα θεραπεύει αλλά τα επιδεινώνει. «Σχηματίζω τον αριθμό τηλεφώνου / του σπιτιού που παλιά κατοικούσα. / Δεν απαντώ / Και είναι η Μάννα / αγάπης φάντασμα / που από το χέρι με κρατά. / Τρύπιο το μάτι της / Ποτάμι λέξεις».
Έχει ήδη μια ωριμότητα ποιητική, το ποιητικό της πρόσωπο σχεδιάζεται με αδρές γραμμές και η φωνή της σαφώς δημιουργεί πολλές προσδοκίες για μια ακόμη πιο δυναμική μελλοντική εμφάνιση.
Η συλλογή ανοίγει με το προσκλητήριο των αγαπημένων νεκρών («Ψυχοπομπός Ι») και κλείνει με τον «Ψυχοπομπό ΙΙ». Μεσολαβούν οι προσπάθειες δραπέτευσης από τη μνήμη-λύπη είτε καθώς το μετρό διασχίζει μεταφορικά και πραγματικά το σώμα της πόλης, είτε με υπερπτήσεις ονειρικές όπως η «Ροζ Θάλεια και οι παπαγάλοι της». Η αναζήτηση της λήθης αποτυγχάνει. Οι ποικίλες δραπετεύσεις το ίδιο. Το μοτίβο της βιωμένης λύπης επανέρχεται. Οι νεκροί είναι εδώ.
«Στα όνειρα κατοικώ με τους νεκρούς μου / μια μαύρη ράπερ μού ρουφά το πρόσωπο / μες στην αχλή, ρίχνω το σουρωτήρι για τα μακαρόνια / τον εγκέφαλο-γλοιώδη-ανοίγω την βρύση / να ξεπλυθεί / η λ ή θ η ω η λ ή θ η.
Θείοι τεράστιοι μες στις κιτρινισμένες τους κορνίζες / μάς κερνάνε μπεζέδες από φοντανιέρες πορσελάνινες / ενώ καθόμαστε στις βελούδινες από τα τρωκτικά / τις φαγωμένες πολυθρόνες, με γέλια παιδιών να αντηχούν / σαν θραύσματα από βόμβες / και αρουραίους / να ροκανίζουν τέχνη / να γλείφουν όνειρα».
Στην πρώτη της συλλογή η Ελένη Καρρά εμφανίζεται να κατέχει ικανοποιητικά τα κλειδιά της ποιητικής γραφής. Έχει ήδη μια ωριμότητα ποιητική, το ποιητικό της πρόσωπο σχεδιάζεται με αδρές γραμμές και η φωνή της σαφώς δημιουργεί πολλές προσδοκίες για μια ακόμη πιο δυναμική μελλοντική εμφάνιση. Αναμένομεν…
→ Στην κεντρική εικόνα: Πίνακας της © Svetlana Kurmaz.
Μετρό(ει) αυτή η λύπη
Ελένη Καρρά
Μελάνι 2020
Σελ. 34, τιμή εκδότη €7,00