Για την ποιητική συλλογή του Διονύση Μαρίνου «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
Του Νίκου Ξένιου
Η ποιητική συλλογή Ποτέ πια εμείς (εκδ. Μελάνι) του Διονύση Μαρίνου είναι αφιερωμένη στο απόν πρόσωπο, στο αγαπημένο πρόσωπο που δεν θα ξαναδούμε. Ο ποιητής δίνει ένα κλώτσο στην ανέμη της εσωτερικής πάλης που, όταν ξεκινήσει, μας παρασύρει σ’ ένα τέλμα συναισθηματικό και ανοίγει από κάτω μας αβύσσους αβεβαιότητας, ενώ παράλληλα χρωματίζει κάθε δραστηριότητά μας με την αίσθηση της απόλυτης ματαιότητας. Ο στίχος του Βαρβέρη στο μότο και η δαμόκλειος σπάθη του ξένου στίχου δίνουν το απειλητικό στίγμα μιας ζοφερής στιγμής που έφτασε. Το πένθος μοιάζει με άλμα σε κενό που διενεργείται σε στάδια. Η ανασύνθεση της εκλιπούσης παρουσίας είναι, πάνω απ’ όλα, το μοτίβο που διατρέχει την όλη σύνθεση. Ο θάνατος ο φυσικός και η απομάκρυνση ως θάνατος υπαρξιακός. Η λύπη, όπως θα ’λεγε ο Χειμωνάς, ως φυσική κατάσταση του ανθρώπου.
Η ανασύνθεση της εκλιπούσης παρουσίας είναι, πάνω απ’ όλα, το μοτίβο που διατρέχει την όλη σύνθεση. Ο θάνατος ο φυσικός και η απομάκρυνση ως θάνατος υπαρξιακός. Η λύπη, όπως θα ’λεγε ο Χειμωνάς, ως φυσική κατάσταση του ανθρώπου.
Poème en prose
Υπογείως η ποίηση αυτή τηρεί τον ρυθμό του βαδίσματος, χωρίς να πεζολογεί. Ένα πρόσωπο που απουσιάζει στοιχειώνει τον ποιητή στην πρώτη φάση βιώματος της απώλειας, όπου κυριαρχεί ο θυμός και μια μεγάλη αιτίαση:
«όχι που λείπεις,
μα που μου έκρυψες ζωή».
Το γνωστό ανατρίχιασμα στο κάτω μέρος των εντέρων, η αηδία προς τον ύπνο και το φαγητό, το κενό όπου κυκλοφορεί η απουσία του αγαπημένου προσώπου, όλα αυτά τα βιώματα «κοινά ανθρώπηισιν» δεν είναι παρά ένα στάδιο αρχικό αυτής της κατωφέρειας. Τα ονόματα κάποιων απολεσθέντων ποιητών μαζί με τα χρονολόγια του ανύσματος της ζωής τους (Άρης Κυριαζής, Μιλτιάδης Παπαγεωργίου και λοιποί) συνθέτουν μια νεκρολογία κατάλληλη στο να εισαγάγει στον ελεγειακό τόνο που χρειάζεται η σύνθεση.
Τα βιώματα μιας μη επιτελεσθείσας συνύπαρξης στις αισθητηριακές της συντεταγμένες (μέρες και νύχτες συνεύρεσης, επίπλωση κλειστών χώρων, ερμητικά, περίκλειστα δωμάτια ξενοδοχείων, κάδρα που γέρνουν, κουρτίνες που αντιστέκονται, πόρτες που βγάζουν δόντια, ρούχα που τρέμουν απ’ το κρύο, αλλά και ένας σκύλος που κλαίει αλυχτώντας και η αναμονή που εκκρεμεί σ’ ένα σταθμό του τραίνου) τώρα συνιστούν παράγοντες μεταμόρφωσης: ο ποιητής αντικρίζει μιαν άλλη μορφή να αναδύεται στη θέση της παλιάς, ενώ μένει κενή η θέση της πρότερης μορφής.
Όσο για τον «στριφνό επίλογο», την απότομη διακοπή και την αίσθηση του ανολοκλήρωτου που βιώνει ο ποιητής στο τέλος, αυτή γεμίζει με πικρία το παρόν του, ως βίωμα πολλών μικρών διαδοχικών «θανάτων» που θα μπορούσαν να είναι και υπαρξιακοί, αλλά θα μπορούσαν να είναι και μικρές αποστερήσεις από τους ζωτικούς χυμούς της ζωής. Μια περφόρμανς θανάτου.
«Τα μάτια κλείστε μη χαθεί»
Η γήρανση δεν έχει θέση σε αυτήν τη συλλογή, που ακινητοποιεί το απείκασμα μιας ιδεώδους στιγμής συνάντησης, με τη χρονικότητα ακινητοποιημένη σε μια διαρκή παροντικότητα, πριν η συνάντηση δύο ανθρώπων φθαρεί από το «δηλητήριο της συνήθειας» και εκπέσει σ’ ένα κακέκτυπό της.
Πλατωνική ποίηση, ποίηση του ανέφικτου, του ιδεώδους, ποίηση μελαγχολική, με όλα τα αριστοκρατικά γνωρίσματα που συγκεντρώνει αυτό το αισθητικό ιδεώδες. Η «εικόνα 16» συνδέεται άρρηκτα με το βίωμα του θανάτου, τουλάχιστον σε επίπεδο στερητικού συνδρόμου, συνοδευόμενο από το «ύπουλο τσίμπημα του πόνου». Οι καρυωτακικές κάργιες που παρεπιδημούν σαν κοράκια του Πόε και κρώζουν στη μικρή αυτοκαταστροφική «Πρέβεζα» της «εικόνας 17» είναι μια ακόμη αναφορά σε πεσσιμιστικά πρότερα. Η γήρανση δεν έχει θέση σε αυτήν τη συλλογή, που ακινητοποιεί το απείκασμα μιας ιδεώδους στιγμής συνάντησης, με τη χρονικότητα ακινητοποιημένη σε μια διαρκή παροντικότητα, πριν η συνάντηση δύο ανθρώπων φθαρεί από το «δηλητήριο της συνήθειας» και εκπέσει σ’ ένα κακέκτυπό της.
«να είναι χθες
που θα σε περίμενα
Να είναι αύριο που ήτανε να’ ρθεις»
Η «εικόνα 19» είναι καβαφικής έμπνευσης. Παραπέμποντας στο «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», ο Μαρίνος γράφει:
«μόνο μη στείλεις μήνυμα
ότι έφυγες
πως τάχα σε πήρε η ώρα
και θ’ αργήσεις».
Φυσικά, ο ειρμός της σκέψης οδηγεί απαρεγκλίτως στην αριστοκρατικήν αξιοπρέπεια που συνοδεύει την αποδοχή του όποιου τέλους. Μιαν αξιοπρέπεια της οποίας η πεισιθάνατη τραγικότητα εξισορροπείται από τον ιδεαλισμό που διαπνέει την ποίηση του Διονύση Μαρίνου, και που διαφαίνεται σε όλα τα σημεία που γι’ αυτόν συνιστούν την ουσία της ζωής και που παραμένουν ανεκπλήρωτα. Σαν σε απότιση τιμής στον λαϊκό βάρδο, η εικόνα κλείνει με ένα δημωδών αποχρώσεων στίχο:
«πέτρα που δεν ταξίδεψε
πληγή που δεν σε βρήκε».
Ο Διονύσης Μαρίνος, αν και τα καταλογογραφημένος ως πεζογράφος (Χαμένα κορμιά, Ουρανός κάτω, Όπως κι αν έρθει αυτό το βράδυ), είναι η δεύτερη φορά που εκδίδει μια ποιητική συλλογή, με πρώτη το Αναμνέζα. |
“Each man kills the thing he loves”
Μπορεί κανείς να ισχυρισθεί –με αρκετή βεβαιότητα– πως ο Μαρίνος φιλοτεχνεί μια ποιητική σύνθεση για τα στάδια της απώλειας, χωρίς να φιλοδοξεί να δώσει απάντηση σε θεμελιώδη ερωτήματα: Tι άραγε μένει πίσω όταν ένας άνθρωπος χάνεται; Διατυπώνεται αυτό σε λέξεις; Μοιρολογούμε σε στίχο, αλλά όντως μπορούμε «κάτι» να κρατήσουμε στα χέρια μας όταν τελειώνει η φυσική παρουσία του άλλου (αυτού που κάποτε αγγίζαμε) και αρχίζει η αναμέτρηση με τη μοναξιά μας και την α-δυνατότητα επαφής;
Από το αρχικό σοκ της απώλειας έως την αποδοχή της και την επιστροφή στον ρυθμό του «βαδίσματος» μιας καθημερινότητας, το ποιητικό υποκείμενο έχει διέλθει το στάδιο της άρνησης, του θυμού, της συντριβής, του θρήνου, της απομόνωσης, της ανάπλασης των εικόνων που χάθηκαν, της ελπίδας για κάποια αθανασία («τάχα σε Λάζαρο σ’ έχει μετατρέψει;») κατόπιν δε της υποκατάστασης, της αποστασιοποίησης, της απώλειας της μνήμης, της εκλογίκευσης, και τέλος του συμβιβασμού:
«θα πνίγομαι δίχως νερό,
αδιάκοπο νερό που τους βυθούς
αγάπησε
θα πω ήταν θέλημα Θεού
κι ας μην πιστεύω».
Ένα παρελθοντικό ανολοκλήρωτο «εμείς» τείνει να υποκαταστήσει το ελλειπτικό παρόν του «ποτέ πια εμείς», σαν ο ποιητής να τελεσιδικεί, σαν να θανατώνει τη δυνατότητα πληθυντικής συνύπαρξης.
Ένα παρελθοντικό ανολοκλήρωτο «εμείς» τείνει να υποκαταστήσει το ελλειπτικό παρόν του «ποτέ πια εμείς», σαν ο ποιητής να τελεσιδικεί, σαν να θανατώνει τη δυνατότητα πληθυντικής συνύπαρξης. Στο τέλος όμως την προσδοκά αυτήν την (πληθυντική) συνύπαρξη με διαφορετικό τρόπο: σαν μια φωτεινή δεσμίδα στο βάθος μιας ιδιότυπης παροντικότητας, σαν αχλύς μιας πρότερης ύπαρξης που έχει προσλάβει τις ποιότητες της ύπαρξής μας της τωρινής.
Μα, στ’ αλήθεια, αναρωτιέται κανείς: τι είναι ο άνθρωπος, αν όχι μια διαρκής έλλειψη; Αν όχι μια στέρηση στο διηνεκές; Ει μη η νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου; Ο άνθρωπος καθορίζεται από απονενοημένες απολήξεις νευρώνων που, με συνεχείς εκρήξεις πόνου και ταλαιπωρίας, οδηγούν σ’ ένα περίπλοκο δίκτυο νευρικών ινών, που με τη σειρά τους τον χαστουκίζουν, τον μαστιγώνουν, τον ποδηγετούν, τον υποτάσσουν, τον κάνουν να σκύβει το κεφάλι και να βογγά, να βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε, ενώ παράλληλα και σταθερά τον οδηγούν σε μια πύλη ανοιχτή: από το κατώφλι αυτό και το μπροστόθυρο μπορεί κανείς στο βάθος να διακρίνει έναν εγκέφαλο ανοιχτό στα ερεθίσματα της Τέχνης και της ζωής. Κι αυτό, όπως θα ’λεγε ο Διονύσης Μαρίνος, «ακούγεται μελό, είναι όμως πραγματικό».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
→ Στην κεντρική εικόνα: Η Nathalie Baye και ο Sergi Lopez από την ταινία «Μια πορνογραφική σχέση» (1999) σε σκηνοθεσία του Frédéric Fonteyne.
Ποτέ πια εμείς
Διονύσης Μαρίνος
Μελάνι 2019
Σελ. 42, τιμή εκδότη €8,00