Για την ποιητική συλλογή της Χάρις Κοντού «Η θηλή της λήθης» (εκδ. Γαβριηλίδης).
Του Σωκράτη Καμπουρόπουλου
Ταξιδεύοντας πρόσφατα στη Γαλλία συντροφιά με ποίηση του Henri Michaux και του Francis Ponge (που καμιά μετάφραση δεν έχει καταφέρει να μεταφέρει ανέπαφη τη μαγεία της στη γλώσσα μας), συλλογίζομαι ότι η ποίηση γεννιέται στη συνάντηση δύο ρευμάτων: της γλώσσας και του ασυνείδητου. Δύο ρευμάτων όμως τα οποία συγκλίνουν σε ένα, αν δεχτούμε τη θεμελιώδη αρχή της λακανικής ψυχανάλυσης ότι το «ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα».
Η θεωρία του Λακάν είναι αλληλένδετη με την αναλυτική πρακτική. Η φύση της ψυχαναλυτικής συνεδρίας είναι κατεξοχήν λεκτική/αφηγηματική. To κυριότερο ακούσιο συμβάν της, η εμφάνιση δηλαδή του σημείου κρίσης ή αλλιώς «συμπτώματος», είναι το γλωσσικό ολίσθημα του αναλυόμενου.
Η θεωρία του Λακάν είναι αλληλένδετη με την αναλυτική πρακτική. Η φύση της ψυχαναλυτικής συνεδρίας είναι κατεξοχήν λεκτική/αφηγηματική. To κυριότερο ακούσιο συμβάν της, η εμφάνιση δηλαδή του σημείου κρίσης ή αλλιώς «συμπτώματος», είναι το γλωσσικό ολίσθημα του αναλυόμενου: το σημείο στο οποίο ο αφηγούμενος ξαφνικά αρχίζει να μην ξέρει τι λέει, η ομιλία του να σκοντάφτει, να τον εγκαταλείπει ή να γλιστράει σε απροσδόκητους συνδυασμούς – όταν πάει να μιλήσει για την πηγή προέλευσης της οδύνης του. Το γλωσσικό ολίσθημα αποτελεί έκφανση ψυχικού περιεχομένου, εκδήλωση του ασυνείδητου που συγκεκριμενοποιείται σ’ ένα αδιαμφισβήτητο γλωσσικό σημείο, που ενεργοποιεί στη συνέχεια αυτό το ίδιο, ως σύμπτωμα, την ερμηνευτική διαδρομή ανάδυσης του αναλυόμενου στο πλαίσιο της αναλυτικής διαδικασίας (εξού και η διαπίστωση ότι «ο ψυχαναλυτής είναι μέρος του συμπτώματος»).
Η ποιήτρια, διδάκτορας ψυχολογίας και ψυχαναλύτρια Χάρις Κοντού είναι ενήμερη για όλα αυτά. Η ποίησή της είναι σε πολλά σημεία προϊόν έρευνας και διερεύνησης, με την έννοια της αποκάλυψης ασυνείδητων ροών και της μελέτης του «συμπτώματος» (χωρίς να φτάνει, βέβαια, ως την υιοθέτηση του αφασικού λόγου, όπως ο Γ. Χειμωνάς). Στο πλαίσιο αυτό, όχι μόνο δεν αποφεύγει, αλλά αντίθετα επιδιώκει την καταγραφή «αυθόρμητων» γλωσσικών ολισθημάτων –όπως κάποιος που περπατώντας ανύποπτος σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι σκοντάφτει πάνω σ’ ένα χαλίκι και χαίρεται γι’ αυτό–, όπως λ.χ. λέξεων που η ύπαρξή τους μας φαίνεται αταίριαστη έως ψυχικά ανυπόφορη (Τη μέρα αυτή την νιώθω κάρδινη, στο ποίημα «Μεγάλη Δευτέρα»· Το χυμόδετο περιστεράκι του κήπου μας στο ποίημα «Φίλησα το ακρινό σημείο του μετώπου σου»· Το κυκλωτό του κήπου μας, Οι κυματίσιες ορδές στο ποίημα «Της καρδιάς, του ζωτικού οργάνου»· κ.ο.κ.).
Αλλού το ολίσθημα παίρνει τη μορφή συντακτικής αταξίας, όπως λ.χ. στο παρακάτω ποίημα «Τα τριαντάφυλλα».
Στο ακόλουθο ποίημα, «Bole και Joki», η γλωσσική ανοικείωση ενσωματώνει στη «φαρέτρα» της μια σειρά από λέξεις-εισβολείς:
Σ’ ένα από τα ποιήματά της («Άστρος, Πλησίβιτσα») που δεν «χώρεσαν» στη συλλογή, αλλά που η ποιήτρια είχε ήδη παρουσιάσει σε δημόσιες και ιδιωτικές αναγνώσεις και είχε δημοσιεύσει ηλεκτρονικά, δύο αινιγματικά τοπωνύμια (που αναφέρονται σε τι;), γίνονται γεωμετρικοί τόποι της γλωσσικής ανοικείωσης.
Οι περισσότερες συνθέσεις της Χάρις Κοντού είναι ποιήματα ροής και «πηγαίας» αφηγηματικής κατάβασης, τα οποία η ποιήτρια φαίνεται να παρατηρεί/ανασυνθέτει χωρίς να παρεμβαίνει, παρά μόνο ανεπαίσθητα, λογικά.
Από τα παραθέματα αυτά, γίνεται ήδη φανερό ότι οι περισσότερες συνθέσεις της Χάρις Κοντού είναι ποιήματα ροής και «πηγαίας» αφηγηματικής κατάβασης, τα οποία η ποιήτρια φαίνεται να παρατηρεί/ανασυνθέτει χωρίς να παρεμβαίνει, παρά μόνο ανεπαίσθητα, λογικά. Το ίδιο ισχύει για το ποίημα «Κυβέλης 3».
Ο βασικός άξονας του βιβλίου, τον οποίο η ποιήτρια χειρίζεται με ταλέντο και λεπτότητα, είναι η παιδική ηλικία (επομένως, η ενηλικίωση). Η μνήμη. Αναπόφευκτα, και η ερωτική επιθυμία. Ως σύνθεση, το βιβλίο της αναπτύσσεται από μια άποψη, με ομόηχους κύκλους, γύρω από το ακόλουθο ποίημα «Τα στήθη της ΑΒ».
Στο πρώτο επίπεδο ανάγνωσης του ποιήματος βρίσκεται ο ανταγωνισμός της ερωτικής επιθυμίας. Αυτός δίνει τη θέση του, σε δεύτερο επίπεδο, στη διαλεκτική σχέση της μνήμης με τη λήθη. Σύμφωνα μ’ αυτή, η μνήμη, η ανάκλησή της και η συνειδητοποίησή της είναι ψυχική ανάγκη, ως μια θηλή από την οποία αναβλύζουν το γάλα της ζωής και της ποίησης. Άλλο τόσο, όμως, ψυχική ανάγκη είναι και η λήθη, η οποία προκύπτει από τη λέξη θηλή ενδογλωσσικά, μ’ έναν απλό αναγραμματισμό –όπως η ΑΒ γεννιέται από την Α και από τη Β– σύμφωνα με το αλάνθαστο εύρημα της ποιήτριας.
Το αδύνατο της γλωσσικής έκφρασης είναι, επίσης, το θέμα του ακόλουθου ποιήματος «Η γλώσσα μας με αυτόν που αγαπώ».
Δημιουργείται έτσι άλλος ένας νοηματικός αναδιπλασιασμός: η γλώσσα της ποιήτριας με τον αγαπημένο της ισχυρίζεται ότι είναι προ-γλωσσική και περα-γλωσσική, είναι «όλη σώματα», το δε σώμα είναι μια γλώσσα που δεν λέγεται. Σύμφωνα με το δεύτερο σημαντικότερο αξίωμα του Λακάν, όμως, η απόλυτη διάφυλη σχέση (raport sexuel) δεν υπάρχει, καθώς δεν υπάρχει σημαίνον που να τη σημαίνει. O άλλος (είτε ορίζεται ως μια εικόνα του εαυτού μου, είτε ως ένα σώμα που προεκτείνει το σώμα μου, είτε ως το κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των αγαπημένων μου προσώπων), δεν είναι παρά άλλος με α-μικρό, το περίφημο «αντικείμενο α», ένα alter ego του οποίου απολαμβάνω μόνο μέρη του σώματός του – η δε «απόλαυση-Άλλος» (jouissance-Autre) με Α-κεφαλαίο, παραμένει αρνητικός ορισμός. Το σώμα του άλλου ως γλώσσα δεν ομιλείται κυριολεκτικά, όπως άλλωστε ούτε η ίδια η γλώσσα, μας προειδοποιεί εδώ η ποιήτρια μ’ έναν ευφυή αντικατοπτρισμό.
Η επιδραστική συλλογή της (όπως και ολόκληρο το έργο της) αποτελείται από ποιήματα ροής που δεν δέχονται διορθώσεις. Η λέξη «ροή» με οδηγεί συνειρμικά στη λεκτική αλυσίδα: Ροή – Fluid – Faucet – Flux – Fluxus.
Από εκεί, στη ρήση του Αντρέ Μπρετόν, «Η ύστατη κίνηση –η δωρεάν πράξη– οφείλει να ισοδυναμεί μ’ έναν τυχαίο πυροβολισμό στο δρόμο». Στον ορισμό του Michel Collet, πρωτεργάτη του μεταπολεμικού κινήματος fluxus (που ιδρύεται με τη δράση Κοντσέρτο, το 1962, στο Βισμπάντεν στην οποία οι μουσικοί καταστρέφουν μπροστά στο κοινό με όλα τα μέσα που διαθέτουν ένα πιάνο), «το fluxus είναι παραγωγός εικοκλαστικών πράξεων, ποιητικών κινήσεων, φεστιβαλικών εκδηλώσεων που απευθύνονται στο ασήμαντο». Στην αναποφασιστικότητα του John Cage, εμψυχωτή του Black Mountain Concert, οκτώ χρόνια πριν, το 1954, τη στιγμή της εκτέλεσης. Στη δήλωση των υποστηρικτών του fluxus στο περιοδικό Postface, το 1964, πως «τίποτα δεν μας εξουσιοδοτεί να δίνουμε αξία στην ευγένεια και στη λεπτότητα στις τέχνες».
Κλείνω αυτό το σημείωμα, παραθέτοντας μερικές απόψεις του Λακάν για τη λογοτεχνία (της οποίας υπήρξε συστηματικός μελετητής, αναζητώντας πληροφορίες για το ψυχαναλυτικό σύμπτωμα στο έργο του Τζόις, του Προυστ, κ.ά. συγγραφέων), από το κείμενό του «C’est à la lecture de Freud…» του 1977 (πρόλογος στο βιβλίο Lacan του Robert Georgin).
Το λογοτεχνικό έργο δημιουργεί ένα ισοδύναμο του Ασυνείδητου, ένα ισοδύναμο όχι λιγότερο πραγματικό απ’ αυτό, καθώς σφυρηλατεί το Ασυνείδητο στην καμπυλότητά του […]
Το λογοτεχνικό έργο επιτυγχάνει ή αποτυγχάνει, αλλά αυτή η αποτυχία δεν οφείλεται στη μίμηση των αποτελεσμάτων του Ασυνείδητου. […] Το λογοτεχνικό έργο είναι αληθινό και, μ’ αυτή την έννοια, δε μιμείται τίποτα. Είναι, ως μυθοπλασία (fiction), μια ειλικρινής δομή (la vérité a une structure de fiction).
* Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.
→ Επεξεργασμένη μορφή της παρουσίασης του βιβλίου, που έγινε στον χώρο Poems & Crimes των εκδόσεων Γαβριηλίδη, στις 27.3.2019.