
Για το βιβλίο του Τζέιμς Γουντ [James Wood] «Πώς δουλεύει η λογοτεχνία» (μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης, εκδ. Αντίποδες). Στην κεντρική εικόνα, ο ζωγράφος André Martins De Barros καθώς δουλεύει στον πίνακά του «Ο βιβλιοπώλης».
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Εν μέσω άλλων, ο Μπόρχες είχε πει το εξής αμίμητο: «Ο αναγνώστης είναι ένα σπανιότερο είδος κύκνου από τον συγγραφέα». Μιλούσε προφανώς εκ του ασφαλούς, καθότι ο ίδιος δεινός αναγνώστης και μέγιστος μυθοπλάστης. Κι αν αυτά ισχύουν για τους Μεγάλους, εμείς οι λοιποί οφείλουμε να ακούμε και να διδασκόμαστε απ’ το παράδειγμά τους. Μπορεί από παιδιά να διδασκόμαστε ανάγνωση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτόματα γνωρίζουμε και να διαβάζουμε. Και μπορεί η συχνή επαφή μας με κάθε λογής κείμενα που άπτονται της καθημερινότητας (ειδήσεις, αναλύσεις, αλλά και βιβλία ιστορίας) να απαιτεί απλά την παρουσία μας ως αναγνώστες, πλην όμως τα λογοτεχνικά κείμενα δεν εμπίπτουν στον παραπάνω κανόνα, καθώς στις κορυφαίες στιγμές τους ως μη αναπαραστατικά έργα επινόησης θέτουν αισθητικές προκλήσεις που ο μη πεπαιδευμένος αναγνώστης συχνά αγνοεί. Στις περιπτώσεις αυτές, βιβλία όπως του Γουντ αποτελούν «μια κάποια λύσις».
Ένα προσιτό βιβλίο λογοτεχνίας
Για αρχή να τονίσω ότι αυτό το μικρό σχετικά βιβλίο απευθύνεται σε ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, το οποίο ενδιαφέρεται να προσεγγίσει τους μηχανισμούς της λογοτεχνίας. Και ως προς αυτό τα καταφέρνει περίφημα, καθώς εστιάζει σε κάποια βασικά ζητήματα που απασχολούν όλους όσοι ενδιαφέρονται για το αντικείμενο χωρίς να υπεισέρχεται σε σχολές, κριτικές θεωρίες κ.ο.κ. παρά μόνο ακροθιγώς και αποκλειστικά σε σχέση με το πώς ο σύγχρονος αναγνώστης θα κατανοήσει τη λογοτεχνία. Τουτέστιν δεν πάσχει από το κλασικό πρόβλημα των βιβλίων του είδους που μοιάζουν να έχουν γραφτεί ως αφορμή διαλόγου (και εντυπωσιασμού) μεταξύ scholars ή ομοτέχνων, με πολεμική διάθεση και χρήση τεχνικής ορολογίας και λεξιλογίου που αποκόπτει ευθύς εξαρχής το πλήθος εγγράμματων αναγνωστών που αδυνατούν να παρακολουθήσουν. Σε αυτό βεβαίως βοηθάει και η αγγλοσαξωνική παιδεία και θεώρηση (εμπειρισμός, πραγματισμός…) – δεν θέλω να σκέφτομαι πόσο επιδεικτικά απρόσιτο θα ήταν στα χέρια Γάλλου κριτικού λογοτεχνίας.
Και έπειτα προκύπτει το κλασικό πρόβλημα των βιβλίων του είδους: τι να συμπεριλάβεις και τι να αφήσεις απέξω. Όπου το δεύτερο τελικά θα καθορίσει και την όποια ποιότητα της εργασίας σου, καθότι το πεδίο είναι πλέον τεράστιο και όσα προστίθενται συν τω χρόνω μπορεί θεωρητικά να αποδειχθούν αναγκαία. Προφανώς δεν υπάρχει λύση ως προς αυτό, αφού ο καθείς θα εκφέρει και την άποψή του, οπότε θεωρώ ότι η λύση στο δίλημμα είναι μία κι αφορά εξίσου την κριτική αλλά και τη λογοτεχνία: ισορροπία. Τα πάντα είναι θέμα ύφους και το ύφος σου καθορίζει και το περιεχόμενό σου. Και η ισορροπία των επιμέρους δομικών στοιχείων που ως αποτέλεσμα έχει την αρμονική σύζευξη είναι στυλ, είναι ύφος.
Σκοπός του Γουντ στο «Πώς δουλεύει η λογοτεχνία» είναι να μιλήσει για τους μηχανισμούς της.
Ο Γουντ σε αυτό το βιβλίο το πετυχαίνει, ισορροπώντας έξυπνα μεταξύ των αμιγώς τεχνικών στοιχείων, των παραδειγμάτων και, εξίσου σημαντικό, ενός ύφους που δεν αφήνεται στην εκλαΐκευση (την οποία θεωρώ ασύγγνωστο αμάρτημα στα της τέχνης, αλλά όχι στα της επιστήμης) αλλά στην εύληπτη επεξήγηση, στον εντοπισμό των καίριων σημείων και στην παράθεση επεξηγήσεων όπου απαιτείται. Προφανώς ο Γουντ δεν είναι Μπλουμ, Στάινερ ή Ναμπόκοφ (οι δύο εξ αυτών αναφέρονται στο βιβλίο), πολλώ δε μάλλον Αντόρνο, με συνέπεια να λείπει η τρομακτική διεισδυτικότητα και η πρωτότυπη σκέψη, αλλά δεν νομίζω ότι ήθελε να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο.
O Τζέιμς Γουντ [James Wood], κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και μυθιστοριογράφος, γεννήθηκε το 1965. Υπήρξε συνεργάτης του Guardian, του The New Republic, και από το 2014 τακτικός συνεργάτης του New Yorker, ενώ διδάσκει Θεωρία λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Τα κυριότερα έργα του είναι: The broken estate: essays on literature and belief (1999), The irresponsible self: Οn laughter and the novel (2004) [ένα τμήμα του οποίου έχει εκδοθεί ως επίμετρο στη Συνείδηση του Ζήνωνα του Ίταλο Σβέβο, Αντίποδες 2018], Πώς δουλεύει η πεζογραφία (2008), The fun stuff (2012), The nearest thing to life (2015), Upstate (2018). |
Σκοπός του Γουντ στο Πώς δουλεύει η λογοτεχνία είναι να μιλήσει για τους μηχανισμούς της. Κι όσο απλό ακούγεται τόσο σύνθετο μπορεί να είναι. Ας σκεφτούμε καταρχάς ότι οι περισσότεροι αναγνώστες δεν απασχολούνται με αυτού του είδους τα προβλήματα. Τους αρκεί συνήθως η αναγνωστική απόλαυση, προερχόμενη από ένα πρώτο, συνήθως επιφανειακό, στάδιο ταύτισης με τους χαρακτήρες και την πλοκή. Ρόλος του κριτικού είναι να πάρει τον αναγνώστη από το χέρι και να του δείξει όσο πιο κατανοητά μπορεί, πάντα με αγάπη και ταπεινότητα, ότι στην τέχνη η «απόλαυση» οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους (το αφηγηματικό ύφος, ο ιδιαίτερος τρόπος θέασης του θέματος από τον δημιουργό) κι ότι μπορεί να γίνει ακόμα πιο πλήρης εφόσον κάποιος περάσει σε ένα δεύτερο, βαθύτερο επίπεδο ανάγνωσης του λογοτεχνικού έργου. Ο ρόλος του κριτικού είναι, εν τέλει, να σπάσει το καλούπι του αναγνώστη και να φέρει στο φως τον κριτικό εντός του. Όχι βέβαια τον επαγγελματία, τον σχολαστικιστή, τον αιρετικό και τον εμμονικό, αλλά εκείνον που διαθέτει ταυτόχρονα δύο ιδιότητες: είναι καχύποπτος, παραμένοντας ενθουσιώδης. Και αυτό μας οδηγεί στο επόμενο στάδιο.
Ο συγγραφέας κινείται με άνεση και αμεσότητα στα θέματα που αποτελούν τις βασικές αρχές και τα μείζονα διακυβεύματα της λογοτεχνίας.
Αν ο κριτικός οφείλει να είναι καχύποπτος, ο αναγνώστης οφείλει να είναι ενθουσιώδης. Φυσικά ο διαχωρισμός δεν είναι απόλυτος, καθώς τελικά και οι δύο ιδιότητες συνυπάρχουν, απλά κάποια από αυτές προηγείται χρονικά. Και ο Γουντ δείχνει να το γνωρίζει καλά αυτό και να το συμπεριλαμβάνει σε όλη την έκταση του βιβλίου του, ορίζοντάς το ως εξής: η πλοκή του έργου είναι για τον αναγνώστη και το ύφος για τον κριτικό, χωρίς βεβαίως να το αποδέχεται ως κάτι θέσφατο ή στατικό. Εντούτοις, όντας κριτικός ο ίδιος και ταυτόχρονα αναγνώστης, επιχειρεί να μεταφέρει… ενθουσιωδώς τον κριτικό λόγο στον ενθουσιώδη αναγνώστη. Και όπως πάντα και σε όλα, επαναλαμβάνω ότι το ύφος μετράει, ιδίως στον γραπτό λόγο. Καθότι αλήθειες πολλές, αλλά ουδείς κέρδισε την ψυχή και τα αυτιά των ακροατών του κραδαίνοντας ως σπάθη την αλήθεια του. Όταν μάλιστα το αντικείμενό σου είναι η τέχνη, η μυθοπλασία, τότε η προσέγγισή σου δεν μπορεί να είναι απόλυτη, δογματική και επιθετική. Αναδεικνύοντας επομένως ένα προσωπικό ύφος τέτοιο που να διαπλάθει ενώ ταυτόχρονα προσελκύει, ουσιαστικά διδάσκεις στον αναγνώστη πώς να διαβάζει τη λογοτεχνία.
Στη λογική αυτή ο Γουντ χωρίζει το μικρό σε έκταση βιβλίο σε κεφάλαια, προς διευκόλυνση του αναγνώστη, ο οποίος μπορεί να επανέλθει στα σημεία εκείνα που τον ενδιαφέρουν άμεσα ή είναι κάπως αμφιλεγόμενα. Ο συγγραφέας κινείται με άνεση και αμεσότητα στα θέματα που αποτελούν τις βασικές αρχές και τα μείζονα διακυβεύματα της λογοτεχνίας. Είναι προς τιμήν του το γεγονός ότι επιχειρεί να εξηγήσει κάποια από τα βασικά με τρόπο που δεν φαίνεται στεγνός, προσφέροντας και συγκεκριμένα λογοτεχνικά παραδείγματα από καταξιωμένους συγγραφείς του παρελθόντος και του παρόντος, καταδεικνύοντας τη συνέχεια της λογοτεχνίας – φωτίζοντας τις γέφυρες που καλύπτουν τα χάσματα παρά το αντίθετο.
Επιστροφή στις βάσεις
Εντούτοις, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την ικανοποίησή μου, αφού όταν χρειάζεται να επεξηγήσει αμφιλεγόμενα θέματα του ύφους στη λογοτεχνία, για παράδειγμα, εστιάζει στις βάσεις. Και οι βάσεις είναι ο Φλομπέρ, συγκεκριμένα, και η επανάσταση που έφερε στο λογοτεχνικό στερέωμα ως ο ακριβολόγος, ο χειρουργικής ακρίβειας χειριστής της λέξης, εκείνος που απώτερο στόχο του είχε να γράψει «ένα βιβλίο για το τίποτα». Και στη συνέχεια βέβαια όταν χρειάζεται θα ανατρέξει στον Τολστόι, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τζόυς, τον Τζέιμς και όλους τους κλασικούς, ως και τους σύγχρονους κλασικούς όπως ο Μπέλοου, ίσως ο ιδιοφυέστερος (αν και όχι απαραίτητα ο κορυφαίος) της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, φτάνοντας στους μεταμοντέρνους Πύντσον και DFW. Βεβαίως, μια ολοκληρωμένη παρουσίαση δεν αποκλείει ποτέ τις προσωπικές και αμφιλεγόμενες προτιμήσεις, όπως η Σπαρκ και η Φερράντε, μεταξύ άλλων.
Από την άλλη πλευρά, θα σταθεί στο παράδοξο της τέχνης όπου ο συγγραφέας επιλέγει αυτό που θα περιγράψει για χάρη του αναγνώστη, μέσα όμως από το ιδιαίτερο φως που ρίχνει σε όσα περιγράφει: ο ρεαλισμός αυτός καταλήγει να είναι ταυτόχρονα αληθής και τεχνητός, δεδομένου ότι σε τελική ανάλυση η αντίληψη της πράξης, ενός αντικειμένου δεν μπορεί να είναι κοινή. Ο τρόπος που ο δημιουργός αρχικά επιλέγει το θέμα του και στη συνέχεια το ανοικειώνει αποσπώντας το από το καθημερινό, ευρέως αποδεκτό του πλαίσιο αναγάγοντάς το συχνά σε σύμβολο, αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Το έργο τέχνης δεν αντιμετωπίζει τη «ζωή» ως ενότητα με αρχή μέση και τέλος, μια γραμμική ακολουθία από την κούνια στον τάφο.
Γράφει χαρακτηριστικά: «Η λογοτεχνία διαφέρει από τη ζωή επειδή η ζωή είναι γεμάτη από αταξινόμητες και άμορφες λεπτομέρειες και πολύ σπάνια μας κατευθύνει προς αυτές, ενώ η λογοτεχνία μας διδάσκει να τις παρατηρούμε. Αυτή η διδασκαλία είναι διαλεκτική. Η λογοτεχνία μας κάνει να παρατηρούμε καλύτερα τη ζωή· στην πορεία ασκούμαστε στην ίδια τη ζωή· πράγμα που με τη σειρά του μας κάνει να διαβάζουμε καλύτερα τη λεπτομέρεια στη λογοτεχνία· που με τη σειρά του μας κάνει καλύτερους αναγνώστες της ζωής, και ούτω καθεξής».
Αυτή η λιτή καλλιτεχνική διακήρυξη, επαναφέρει με επεξηγηματικό τρόπο όσα ο Ρωσικός Φορμαλισμός, η Νέα Κριτική και βέβαια ο Ναμπόκοφ υποστήριζαν περί της σημασίας της λεπτομέρειας στην τέχνη. Ακόμα μια αντίφαση εδώ ή καλύτερα ένα δίπολο: καθημερινότητα και όλον από τη μία, τέχνη και λεπτομέρεια από την άλλη. Το έργο τέχνης δεν αντιμετωπίζει τη «ζωή» ως ενότητα με αρχή μέση και τέλος, μια γραμμική ακολουθία από την κούνια στον τάφο. Διακόπτει, απομονώνει, σκιάζει, φωτίζει, διαλύει το παζλ για να εξετάσει εις βάθος τις ψηφίδες και καθιστά την ίδια στιγμή το μερικό ολικό, αναγορεύοντας μια χειρονομία, ένα βλέμμα σε σύμβολο που εμπεριέχει όλη τη ζωή.
Αυτό εννοεί ο Γουντ ότι στη συνέχεια μπορούμε να διαβάζουμε καλύτερα τη ζωή: παύουμε να τη βλέπουμε σαν τον συρμό που περιμένει να επιβιβαστούμε, παρατηρώντας αδιάφορα το ίδιο τοπίο να περνά απέξω. Αντ’ αυτού κάνουμε μικρές στάσεις, βγάζοντας το κεφάλι από το παράθυρο για να απολαύσουμε τις μυρωδιές και τα χρώματα. Η κατεύθυνση παραμένει η ίδια, ο χρόνος όμως διαστέλλεται καθώς διασπάται η ομοιομορφία. Κι αυτό είναι κάτι που μόνο η τέχνη (και ο σύντροφός της, το ταξίδι) μπορεί να προσφέρει.
Προφανώς πάντα υπάρχει τίμημα σε όλα και όπως ήδη τόνισα κάθε επιλογή είναι και ένας αποκλεισμός, οπότε ότι κερδίζεται σε ευκολία χάνεται πιθανότατα σε βάθος. Όποιος αναγνώστης επιζητά σχοινοτενείς και εμβριθείς αναλύσεις περί λογοτεχνίας, κινημάτων, καταστατικών αρχών και συναφών, δεν θα τα βρει εδώ. Δεν είναι ο σκοπός του Γουντ εξάλλου και θα αδικούσαμε το βιβλίο αν τον κατηγορούσαμε για αυτό. Σε τελική ανάλυση, αυτό που επιχειρείται εδώ δεν είναι η παρουσίαση μιας ακόμα ρηξικέλευθης θεωρίας λογοτεχνικής κριτικής, αλλά ένα καταληπτό συμπίλημα, με ξεκάθαρο σκοπό και αποδέκτες. Ως προς αυτό πρέπει να κριθεί. Και ως τέτοιο είναι σίγουρα απολαυστικό, καθώς θεωρώ ότι ανοίγει την όρεξη του βιβλιόφιλου να εισέλθει σταδιακά στον συχνά ακανθώδη κήπο της λογοτεχνικής κριτικής για να ανακαλύψει εκεί τα είδη των οπωροφόρων των οποίων τους καρπούς θα θελήσει να απολαύσει στον δικό του χρόνο με τον δικό του πλέον τρόπο.
Υ.Γ.
Ο κριτικός κρύβει εντός του έναν αναγνώστη, αλλά δεν είναι απαραίτητο να ισχύει και το αντίθετο. Το ότι όμως δεν είναι απαραίτητο δεν σημαίνει ότι είναι και ανέφικτο. Εκείνος που ανοίγει ένα βιβλίο και ξεκινάει να διαβάζει, έχει ήδη ανέβει σ’ έναν θρόνο. Μπροστά του βρίσκεται όχι μόνο το ανά χείρας αντίτυπο, αλλά κουβαλάει εντός του και όλα τα άλλα κείμενα που έχει διαβάσει και τον έχουν διαμορφώσει οδηγώντας τον εδώ, σε αυτό το βιβλίο. Συν τοις άλλοις, άλλοι αναγνώστες παραδίπλα τον συντροφεύουν, συνεισφέροντας συνειδητά ή όχι με την άποψή τους. Καθεμία και καθένας στέκεται κριτικά, συγκρίνει, επιβραβεύει και απορρίπτει. Και ας μην το κατανοεί εξαρχής, ας μην το παραδέχεται. Απλά το συχνότερο είναι να μην γνωρίζει επακριβώς τους λόγους που το κάνει και πώς το κάνει. Εκεί εμφανίζεται ο έτερος αναγνώστης, ο κριτικός, και ρίχνει λίγο από το φως που κρατάει στην κοινή τους διαδρομή, στη μεγάλη πορεία που η αρχή της προηγήθηκε και των δύο, ενώ το τέλος της παραμένει αόρατο.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η πλοκή στην πραγματικότητα είναι η εφαρμοσμένη μορφή – η μορφή που δημιουργεί ο συγγραφέας δημιουργώντας ένα λογοτεχνικό έργο (καθώς παίρνει τις συγγραφικές αποφάσεις που αφορούν το ποιος αφηγείται την ιστορία, πώς διατάσσονται τα επιμέρους στοιχεία της, με ποιο ρυθμό εξελίσσεται κ.ο.κ.). Η ηθική μορφή είναι το ολοκληρωμένο περίγραμμα, το σημασιοδιοτημένο σχήμα που διακρίνουμε σε μια πλοκή, το νόημα που αντιλαμβανόμαστε εμείς τη στιγμή που συλλαμβάνουμε την ολότητα της πλοκής.
Με άλλα λόγια: η πλοκή είναι ανάγνωση, η μορφή είναι κριτική της λογοτεχνίας».