Για το graphic novel των Δημήτρη Βανέλλη και Θανάση Πέτρου Η Μεγάλη Βδομάδα του πρεζάκη (εκδ. Τόπος).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Το 1935 ο Μ. Καραγάτσης, 27 χρονών, γράφει (και δημοσιεύει στον Τύπο) ένα διήγημα που προκαλεί τα ήθη της εποχής, χρησιμοποιώντας τη Μεγάλη Εβδομάδα για να προβάλει τη ζωή ενός πρεζάκια, ενός ναρκομανούς που βιώνει την περιθωριοποίηση σε γη και ουρανό. Αυτό διασκευάζουν σήμερα σε γραφιστικό πεζογράφημα ο Θ. Πέτρου (εικονογράφηση) και ο Δ. Βανέλλης (σενάριο) δίνοντας στο κοινό μια εικονογραφημένη ιστορία, εύπεπτη, ενίοτε αστεία αλλά και μεστή προβληματισμού.
Ο Χρήστος Νεζερίτης, φτωχός και εθισμένος στα ναρκωτικά, περιφέρεται στον Πειραιά, αναζητώντας τροφή και μαστούρα. Η κατάντια του οφείλεται στην πρώην φίλη του Μαγδαληνή που τον χώρισε για έναν άλλο πιο πλούσιο. Ο Νεζερίτης συχνάζει στις φτωχογειτονιές, στο λιμάνι, στα καπηλειά, συναναστρέφεται τον υπόκοσμο του μεσοπολέμου, συλλαμβάνεται ως κομμουνιστής και τέλος πεθαίνει από νοθευμένη δόση μέσα στη φυλακή. Η εξέλιξη αυτή διαδραματίζεται παράλληλα με το Θείο Πάθος, από Μεγάλη Δευτέρα ώς Μεγάλη Πέμπτη. Αλλά φεύγοντας από τη γη ως παρίας δεν μπορεί να βρει ανάπαυση ούτε στον Παράδεισο, στο Καθαρτήριο ή στην Κόλαση: παντού ο τοξικομανής θεωρείται για διαφορετικούς λόγους ανεπιθύμητος, είτε επειδή δεν έχει χρήματα είτε επειδή εκφράζει μια παρέκκλιση που δεν γίνεται πουθενά αποδεκτή. Έτσι, η ψυχή του επιστρέφει στον επίγειο κόσμο και ξαναενώνεται με το σώμα του, σε ένα είδος μεταφυσικής ανάστασης.
Ο συγγραφέας γίνεται σκόπιμα εικονοκλάστης, βάζει τον τοξικομανή αντιήρωά του να μη γίνεται δεκτός από Θεό και ανθρώπους και τελικά να ανασταίνεται σαν μικρός θεός, αφού θυσιάστηκε σαν αποδιοπομπαίος τράγος.
Το διήγημα «πατάει» εμφανώς πάνω στην ιστορία των Παθών από την είσοδο στα Ιεροσόλυμα έως και την Ανάσταση. Γίνεται το υπερ-κείμενο (κατά τον Ζεράρ Ζενέτ) που παρωδεί το βιβλικό υπο-κείμενο, βάζοντας στη θέση του Ναζωραίου τον Νεζερίτη, την περιθωριοποίησή του από τους υπόλοιπους και από τις αρχές, τον θάνατό του και τέλος την επάνοδό του στη ζωή. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες εμφανώς παραπέμπουν στα πρόσωπα της Αγίας Γραφής, από τη μάνα του Χρίστου και τη Μαντώ σαν άλλη Μαγδαληνή μέχρι τον Γιουδά τον Σαλονικιό κ.λπ. Ο Μ. Καραγάτσης τολμά να βάλει στη θέση του Χριστού έναν ναρκομανή, ο οποίος παρουσιάζεται να συγχωρεί ως μεγαλόθυμος και να πεθαίνει ως αθώος· ο συγγραφέας γίνεται σκόπιμα εικονοκλάστης, βάζει τον τοξικομανή αντιήρωά του να μη γίνεται δεκτός από Θεό και ανθρώπους και τελικά να ανασταίνεται σαν μικρός θεός, αφού θυσιάστηκε σαν αποδιοπομπαίος τράγος.
Παρωδία, σάτιρα, φανταστική λογοτεχνία
Κεντρικός άξονας του έργου είναι η παρωδία και η σάτιρα, αλλά και η φανταστική λογοτεχνία. Η πρώτη κάνει μια αιρετική ανατροπή, καθώς στη θέση του ύψιστου θύματος της ανθρωπότητας, του Χριστού, του Αθώου που θυσιάστηκε εκούσια, μπαίνει ο περιθωριακός Χρίστος. Ο Μ. Καραγάτσης πλάθει μια ακριβή διασκευή των Παθών, προσαρμόζοντάς τα στα μέτρα ενός «αμαρτωλού», ενός φτωχοδιάβολου που μιλάει με παραβολές και συλλαμβάνεται αδίκως. Μέσω της παρωδίας ο συγγραφέας σατιρίζει την κοινωνία, κατεβαίνοντας στα κατώτερα στρώματά της, μια κοινωνία που απεχθάνεται την ανωμαλία αλλά μόνο όσον αφορά στους πένητες και τα άτομα του περιθωρίου, ενώ ανέχεται τη φαυλότητα των υψηλά ιστάμενων. Ταυτόχρονα, σατιρίζεται η θρησκεία και οι αποκλεισμοί της, η αστυνομία, η αντικομουνιστική της δράση και ο χαφιεδισμός, τα οικονομικά συμφέροντα και η εξουσία.
Ανάμεσα σε σελίδες όπου το αστείο πρυτανεύει, ο αναγνώστης βρίσκει σκηνές που αναδίδουν συγκίνηση, που μας κάνουν να σταθούμε με σεμνότητα στα πάθη του πρεζάκια και να δούμε με κατάνυξη τη ζωή.
Η ματιά του συγγραφέα στοιχίζεται με τάσεις της λογοτεχνίας του μεσοπολέμου, όταν πολλοί συγγραφείς (πεζογράφοι και ποιητές) αναζήτησαν το λούμπεν στοιχείο, για να δείξουν –με αριστερό συνήθως βλέμμα– την εξαθλίωση των ανθρώπων ως αποτέλεσμα ενός σάπιου συστήματος που θεοποιεί το χρήμα και δεν νοιάζεται ουσιαστικά για την περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό μεγάλων μαζών. Ο Παράδεισος θέλει μέσο για να ανοίξει, το Καθαρτήριο λειτουργεί με το χρήμα κι η Κόλαση δεν αποδέχεται τη φυσική ντόπα γιατί έχει τη δική της, την ιδεολογική!
Όσο κι αν η ματιά του Μ. Καραγάτση φαίνεται βέβηλη, στην ουσία εφαρμόζει με πλάγιο τρόπο το ευαγγελικό μήνυμα ότι ο Χριστός είναι ο πιο ελάχιστος πάνω στη γη και ότι συμπάσχει με όλους εκείνους που οι άνθρωποι έχουν απαξιώσει. Γι’ αυτό, ανάμεσα σε σελίδες όπου το αστείο πρυτανεύει, ο αναγνώστης βρίσκει σκηνές που αναδίδουν συγκίνηση, που μας κάνουν να σταθούμε με σεμνότητα στα πάθη του πρεζάκια και να δούμε με κατάνυξη τη ζωή, ακολουθώντας κι εμείς τον επιτάφιο θρήνο για τον άνθρωπο.
Το γραφιστικό πεζογράφημα των Θ. Πέτρου και Δ. Βανέλλη αποδίδει με άρτιες αισθητικά εικόνες το διήγημα, το κλίμα του μεσοπολέμου, τη μουντή φιγούρα του Νεζερίτη και τα σκηνικά του Πειραιά και της Αθήνας. Ωστόσο, κάθε τέτοια διασκευή, τόσο σε σύγκριση με το πρωτότυπο, όσο και ως αυτόνομο καλλιτεχνικό έργο, πάσχει σε δύο βασικούς άξονες: αφενός, η ιστορία συμπυκνώνεται και χάνεται η αφηγηματική μαγεία του Μ. Καραγάτση, με τις κατάλληλες αναδρομές και τις αιτιώδεις συνάψεις, κι αφετέρου η γλώσσα περιορίζεται στα αναγκαία, στερώντας το ζουμερό ιδίωμα του πειραιώτικου περιθωρίου.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Η Μεγάλη Βδομάδα του πρεζάκη
Από το ομώνυμο διήγημα του Μ. Καραγάτση
Δημήτρης Βανέλλης, Θανάσης Πέτρου
Τόπος 2015
Σελ. 64, τιμή εκδότη € 10,89