Για το βιβλίο του William T. Vollmann Φτωχοί άνθρωποι (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Κέδρος).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Το πρόβλημα της φτώχειας είναι παμπάλαιο, παγκόσμιο και ασφαλώς ένα από τα πιο ευαίσθητα στην πραγμάτευσή τους. Οι κίνδυνοι αστοχίας του επίδοξου μελετητή είναι πολλαπλοί: να μπερδέψει τη φτώχεια με κάποιο συναφές αλλά όχι ταυτό πρόβλημα, να θεωρήσει πως δεν υπάρχει φτώχεια εκεί όπου υπάρχει (από αδιαφορία/άγνοια, αλά Αντουανέτα), ή να θεωρήσει πως υπάρχει φτώχεια εκεί όπου δεν υπάρχει (από αξιοποίηση διαφορετικών κριτηρίων περί ευημερίας, ευζωίας κ.λπ.), να προβεί σε εσφαλμένες εκτιμήσεις ως προς τα αίτια, ή ακόμα και να μπερδέψει τα αίτια με τα αποτελέσματα, της γέννησης και της διατήρησης της φτώχειας, να υποπέσει σε μελοδραματισμούς που δεν οδηγούν στη δέουσα κατανόηση και, χωρίς αυτήν, ούτε βέβαια στις δέουσες λύσεις, κ.ά.
Ο αμερικανός Γουίλιαμ Βόλμαν (γεν. 1959), συγγραφέας της Κεντρικής Ευρώπης, είναι ένας από εκείνους τους ξεχωριστούς τύπους που δεν φοβούνται να καταπιάνονται με καυτά ζητήματα. Έχοντας γράψει, μεταξύ άλλων, μια επτάτομη μελέτη για τη βία καθώς και βιβλία για την πορνεία, είναι ένας από τους πλέον κατάλληλους να μιλήσει και για τη φτώχεια. Μόνο που έχει τον δικό του τρόπο να το κάνει: η ιδιότυπη μελέτη του Φτωχοί άνθρωποι εκδόθηκε το 2007 και κυκλοφορεί πλέον μεταφρασμένη από τον έμπειρο Γιώργο Κυριαζή.
Για το συγκεκριμένο βιβλίο γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο, από την Ιαπωνία μέχρι το Μεξικό και από το Καζακστάν μέχρι το Κονγκό, για να μας μεταφέρει τις απόψεις των φτωχών πάνω στο πρωταρχικό ερώτημα που τους θέτει: «Γιατί είσαι φτωχός;»
Ο Βόλμαν δεν μιλά ex cathedra, απεναντίας έχει κάνει εκτεταμένη επιτόπια έρευνα συζητώντας με πολύ φτωχούς ανθρώπους και δίνοντάς τους τη δυνατότητα να μιλήσουν οι ίδιοι για το πρόβλημά τους. Έχει πάρει δεκάδες οιονεί συνεντεύξεις με τη βοήθεια διερμηνέων, αφότου πρώτα έχει προσφέρει χρήματα στους ανθρώπους με τους οποίους πρόκειται να μιλήσει. Για το συγκεκριμένο βιβλίο γύρισε σχεδόν όλο τον κόσμο, από την Ιαπωνία μέχρι το Μεξικό και από το Καζακστάν μέχρι το Κονγκό, για να μας μεταφέρει τις απόψεις των φτωχών πάνω στο πρωταρχικό ερώτημα που τους θέτει: «Γιατί είσαι φτωχός;» Σημασία έχει πως οι ερωτήσεις του Βόλμαν έχουν πάντοτε τριπλή απεύθυνση: προς τον συνομιλητή του, προς τον εαυτό του και προς τον αναγνώστη.
«Γιατί είσαι φτωχός;»
Οι απαντήσεις των ανθρώπων ποικίλλουν δραματικά: οι θρήσκοι επικαλούνται κατά κανόνα τη μοίρα, το κάρμα ή όπως αλλιώς ονομάζει ο καθένας το «γραμμένο», κάποια προηγούμενη ζωή τους, τον Θεό, τον Αλλάχ, τον Διάβολο και λοιπές δεισιδαιμονίες. Κάποιοι στηλιτεύουν το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν με τις ελάχιστες δυνατότητες που τους δόθηκαν, κυρίως για μόρφωση, ενώ άλλοι τα ρίχνουν στους πλουσίους με έμφαση στην τάση τους για εκμετάλλευση. Άλλοι, πάλι, κατηγορούν τον εαυτό τους και τις ατυχείς επιλογές τους. Τέλος, αρκετοί, όπως επισημαίνει ο Βόλμαν και διαπιστώνει ο αναγνώστης, δίνουν απαντήσεις «τόσο φτωχές όσο και η ζωή τους», απαντήσεις που αγγίζουν την ταυτολογία και εμφορούνται από ένα απελπιστικό αίσθημα ματαίωσης (Γιατί είσαι φτωχός; Γιατί δεν έχω λεφτά. Γιατί δεν έχεις λεφτά; Γιατί δεν έχω δουλειά. Γιατί κάποιος είναι πλούσιος; Γιατί κάνει επιχειρήσεις και πλουτίζει. Γιατί κάποιος είναι πλούσιος και κάποιος φτωχός; Γιατί τα λεφτά απλώς πάνε εκεί που πάνε, κ.λπ.).
Ο Βόλμαν γνωρίζει πως οι υποκειμενικές κρίσεις έχουν την αδιαμφισβήτητη αξία τους, αλλά αναζητά και χαρακτηριστικά της φτώχειας που φαίνεται να ισχύουν για όλους. Έτσι, ανάμεσα στους πραγματικούς διαλόγους και τις λογοτεχνικής αξίας περιγραφές των τρόπων ζωής των φτωχών που συναντά, παραπέμπει σε στατιστικά στοιχεία του ΟΗΕ και παραθέτει φράσεις σοφών και συγγραφέων που έχουν ασχοληθεί με αυτό το πολυσύνθετο ζήτημα (από Σενέκα, Μοντέν, Ρουσό και Σμιθ μέχρι Θορώ, Τουργκένιεφ, Σελίν και Στάινμπεκ) πασχίζοντας, μέσα από τη διερωτητική και εξομολογητική του διάθεση, να εντοπίσει τα ιδιάζοντα γνωρίσματα της φτώχειας. Ακόμα κι όταν ορίζει τη φτώχεια («Φτώχεια είναι η εξαθλιωμένη υστέρηση ευκαιριών και περιστάσεων»), έχει ωστόσο υπόψη πως «κάθε ορισμός καταρρέει», πως η φτώχεια είναι ένα φαινόμενο μάλλον σχετικό, παρά απόλυτο.
Παρότι ο συγγραφέας νοιάζεται για τους φτωχούς, τους συναισθάνεται και τους συνδράμει όσο μπορεί, δεν πέφτει στην παγίδα του μελοδραματισμού. Ένα από τα σημαντικότερα θεωρητικά εμπόδια που υπερπηδά είναι η μαρξιστική ιδέα της ψευδούς συνείδησης: «Μην ακούτε τι λένε οι μαρξιστές· την ιδέα τους περί ψευδούς συνείδησης την έχουν υιοθετήσει ανά τους αιώνες διάφοροι τύποι που τους αρέσει να χώνουν τη μύτη τους στις υποθέσεις των άλλων […] η μαρξιστική έννοια της ψευδούς συνείδησης απέτυχε σε αυτό το είδος της φιλανθρωπίας που απαιτεί από εμάς να σεβαστούμε, όποτε αυτό είναι δυνατόν, την αυτοσυνείδηση των άλλων και τη δική τους κρίση για τον εαυτό τους».
Ακόμα κι όταν ορίζει τη φτώχεια («Φτώχεια είναι η εξαθλιωμένη υστέρηση ευκαιριών και περιστάσεων»), έχει ωστόσο υπόψη πως «κάθε ορισμός καταρρέει», πως η φτώχεια είναι ένα φαινόμενο μάλλον σχετικό, παρά απόλυτο.
Ο Βόλμαν δεν πατρονάρει λοιπόν τους φτωχούς, αλλά τους αφήνει να εκφράσουν τον πόνο, την αγωνία, τη θλίψη τους, καθώς επίσης τη χαρά και τα υπολείμματα της ελπίδας και της αισιοδοξίας τους. Η Σούνι, μια αλκοολική Ταϊλανδή καθαρίστρια, λέει: «Αν δε μεθύσω, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Το ουίσκι με σέβεται πιο πολύ απ’ ό,τι οι άντρες». Η Ελένα, μια άνεργη Ρωσίδα, στην ερώτηση «Ποια είναι η αγαπημένη σου αμερικάνικη έκφραση» απαντά: «Fuck you». Μια άστεγη Αμερικανίδα ζητιανεύει έχοντας πλάι της μια ταμπέλα που γράφει: «ΣΥΝΕΙΣΦΕΡΕΤΕ για να με κρατήσετε μακριά από τη γειτονιά σας».
Όλα τα πράγματα έχουν διπλή όψη: ο Βόλμαν το ξέρει και το καθιστά σαφές σε κάθε περίπτωση. Ναι μεν εκφράζει μια κάποια απογοήτευση για τους φτωχούς που αποδέχονται αναντίρρητα τη μοίρα τους για εγκλήματα που υποτίθεται πως έγιναν σε προηγούμενη ζωή τους, αλλά, αναφερόμενος και στην αρχαία ελληνική τραγωδία, συμπεραίνει συγχρόνως πως «πρέπει να είναι μεγάλη παρηγοριά να πιστεύει κανείς ότι υποφέρει γιατί οι πρόγονοί του ήταν ένοχοι!» Ποιος φέρει την ευθύνη και ποιος την επωμίζεται κάθε στιγμή; Ένα ερώτημα που θα λάβει διάφορες απαντήσεις μες στο βιβλίο, μέσα από τις οπτικές γωνίες των φτωχών, τις διαθλώμενες από την οπτική γωνία του συγγραφέα.
Όταν μιλάμε για την ελεύθερη και ηθική επιλογή του άλλου, θα πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου το μέγεθος των ευκαιριών που έχουν δοθεί στον καθένα, προτού σπεύσουμε να τον (κατα)κρίνουμε.
Και η οπτική γωνία του συγγραφέα κινείται ανάμεσα στις «αντικειμενικές» διαστάσεις της φτώχειας («μικρό προσδόκιμο ζωής, αναλφαβητισμός, κοινωνικός αποκλεισμός, έλλειψη υλικών πόρων»), στις διαστάσεις που ο ίδιος προσθέτει ως παράπλευρες μα εξίσου σημαντικές (αορατότητα, παραμόρφωση, απομόνωση, εξάρτηση, ροπή προς τα ατυχήματα, πόνος, απάθεια, αποξένωση) και στην εξατομικευμένη εμπειρία του εκάστοτε φτωχού. Ο Βόλμαν συναντά ανθρώπους που δεν τους δόθηκε καμιά ευκαιρία να ευημερήσουν, ανθρώπους που έπεσαν θύματα τρομερής εκμετάλλευσης από μεγάλες εταιρείες ή μεμονωμένους κακοποιούς, αλλά και ανθρώπους που πέταξαν στα σκουπίδια κάθε ευκαιρία που τους δόθηκε, συνήθως από διάφορα εγγενή ελαττώματα. Στο τέλος μιλά και για τους φτωχούς που τον περιτριγυρίζουν στη συνοικία όπου ζει.
Ηθικές επιλογές και ευκαιρίες
Ο Βόλμαν δεν είναι τυφλός απέναντι στον εγγενή ανθρώπινο εγωισμό και εν γένει κατανέμει τα κοινά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης εξίσου σε πλούσιους και φτωχούς, χωρίς να ξεπέφτει στις συνήθεις ανοησίες περί «καλών φτωχών» και «κακών πλουσίων». Γράφει: «Η φτώχεια, όπως και ο πλούτος, πολύ συχνά εκφράζεται μέσω της ιδιοτέλειας. Και η ιδιοτέλεια του απελπισμένου μπορεί να πάρει χαρακτήρα πιεστικής αναλγησίας». Από την άλλη, προβάλλει την πραγματικότητα του ταξικού διαχωρισμού και συνειδητοποιεί πως, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ελεύθερης και ηθικής επιλογής, οι δυνατότητες του πλούσιου απέχουν αρκετά από τις δυνατότητες του φτωχού. Συνεπώς, όταν μιλάμε για την ελεύθερη και ηθική επιλογή του άλλου, θα πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου το μέγεθος των ευκαιριών που έχουν δοθεί στον καθένα, προτού σπεύσουμε να τον (κατα)κρίνουμε.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφορά νοοτροπίας από περιβάλλον σε περιβάλλον. Την «κανονικότητα» (βασικός όρος του Βόλμαν) της ζωής την αντιμετωπίζουν αλλιώς ένας ένθερμος μουσουλμάνος, ένας άθεος δυτικός, ένας νομάς κυνηγός, ένας μαφιόζος, και πάει λέγοντας (και αλλιώς ο μέγας Θορώ, το φάντασμα του οποίου περιφέρεται στο κείμενο του Βόλμαν ρωτώντας όλους μας: Από όλα αυτά που καταναλώνεις, άνθρωπε, πόσα έχεις πραγματική ανάγκη;). Από την άλλη η παγκοσμιοποίηση, μέσω της εικονικής σύγκρισης των τρόπων ζωής στην οποία επιδίδονται τα ΜΜΕ, έχει δημιουργήσει μια κάποια σύγκλισή τους που αλλάζει τους όρους ως προς το τι είναι «σχετική» και τι «απόλυτη» φτώχεια. Ένα παράδειγμα: το 2013 η Ελλάδα, από τις περίπου 200 χώρες στον κόσμο, βρισκόταν στην 40στή θέση με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ – όχι και τόσο άσχημα, αν σκεφτεί κανείς την τόσο μεγάλη, σε μέγεθος και διάρκεια, οικονομική κρίση που βιώνουμε (τα μειονεκτήματα αυτού του οικονομικού δείκτη είναι πάντως πολλά).
Δεν ελπίζει σε ουτοπικές ιδέες, σε μεγαλεπήβολα σχέδια, σε αυταπάτες περί οικονομικού εξισωτισμού, ούτε σε διεθνείς οργανισμούς και πολιτικούς ότι θα κρατήσουν τις όποιες υποσχέσεις τους περί αναδιανομής του πλούτου.
Ο Βόλμαν παραδέχεται πως το βιβλίο του δεν είναι «πρακτικό», αφού «δεν μπορεί να πει σε κανέναν τι να κάνει, πόσο μάλλον πώς να το κάνει. Είναι πολύ πιθανό η κανονικότητα της εποχής μας να καθιστά την κατανομή των πόρων ουσιαστικά αδύνατη». Δεν ελπίζει σε ουτοπικές ιδέες, σε μεγαλεπήβολα σχέδια, σε αυταπάτες περί οικονομικού εξισωτισμού, ούτε σε διεθνείς οργανισμούς και πολιτικούς ότι θα κρατήσουν τις όποιες υποσχέσεις τους περί αναδιανομής του πλούτου. Τι μπορούν να κάνουν λοιπόν οι φτωχοί; Κατά κύριο λόγο «να ελπίζουν, να αποδεχτούν, να ξεφύγουν». Πιστεύει πάντως ότι «μια κουλτούρα κοινοτισμού, όσο κι αν αποδυναμωθεί εξαιτίας του υλικού πλουτισμού, μπορεί να μετριάσει όλα τα φαινόμενα της φτώχειας».
Είναι ευτυχές το γεγονός πως ο Βόλμαν δεν διακατέχεται από το σπουδαιοφανές ύφος εκείνου που βαυκαλίζεται πως σε μερικές σελίδες μπορεί να λύσει ένα πρόβλημα που δεν το έχει λύσει ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας, ή εκείνου του ανθρώπου της περιπέτειας ο οποίος κομπάζει για τα επικίνδυνα μέρη που επισκέφτηκε και που υποτίθεται πως κανείς άλλος δεν τολμά να προσεγγίσει. Οι Φτωχοί άνθρωποι, που συνοδεύονται –σημειωτέον– από 128 φωτογραφίες του ίδιου του συγγραφέα, είναι μια οξυδερκής περιπτωσιολογική έρευνα της φτώχειας γραμμένη σε ένα γλαφυρό και φλεγματικό ύφος, δίχως ηθικολογίες και ύψωμα του δακτύλου, δίχως μακροσκελείς οικονομικές αναλύσεις και οργίλους φιλιππικούς κατά των πραγματικών ή/και φαντασιακών δυναστών των φτωχών. Είναι ένα πλούσιο ρεπορτάζ που διακρίνεται από αυτό που θα αποκαλούσα «ορθολογική ενσυναίσθηση», μα και την απαιτούμενη αμφιθυμία απέναντι σε ένα τόσο πολυπαραγοντικό φαινόμενο.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Φτωχοί άνθρωποι
William T. Vollmann
Μτφρ. Γιώργος Κυριαζής
Κέδρος 2014
Σελ. 496, τιμή εκδότη € 22,00