
Για το βιβλίο του Δημήτρη Ξυγαλατά «Η δύναμη της τελετουργίας: Συμβολικές πράξεις που μας ενώνουν, μας χωρίζουν και μας εμπνέουν» (μτφρ. Μυρτώ Καλοφωλιά, εκδ. Διόπτρα).
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Τι κοινό έχουν οι έξαλλες πυροβασίες των Αναστενάρηδων με το βασιλικό πρωτόκολλο της πρόσφατης στέψης του Καρόλου στη Βρετανία, και τις διαδικασίες που ακολουθεί προσωπικά πριν από κάθε του αγώνα ο γνωστός Ισπανός τενίστας Rafael Nadal; Και τα τρία τους αποτελούν «τελετουργίες». Τι είναι όμως οι τελετουργίες;
Γνωρίζουμε ότι και άλλα ζώα πέραν του ανθρώπου εκτελούν τέτοιες πράξεις: οι ελέφαντες, οι χιμπατζήδες και τα δελφίνια ανήκουν εδώ στην κατηγορία. Όσο πιο ευφυή, τόσο πιο πολύπλοκες διαδικασίες εκτελούν. Εξελικτικά, αυτό ίσως δείχνει ότι η τελετουργία αποτελεί μια βιολογική «πολυτέλεια»: ακριβώς επειδή είμαστε πολύπλοκοι, μπορούμε να κάνουμε και άλλα πράγματα πέραν της άμεσης επιβίωσης. Οι παλαιότερες (αν και όχι βέβαιες) ενδείξεις τελετουργιών είναι τα σημεία ταφής.
Επόπτης του Δημήτρη Ξυγαλατά ήταν ο ακαδημαϊκός Harvey Whitehouse, σημαντικός εθνολόγος με επιτόπια έρευνα στην Παπούα Νέα Γουινέα [...]
Ο Δημήτρης Ξυγαλατάς είναι ακαδημαϊκός, συγγραφέας και ανθρωπολόγος, επικεντρωμένος στη γνωσιακή μελέτη θρησκείας, ένα από τα πιο φιλόδοξα και διεπιστημονικά πεδία έρευνας (συνδυάζει αρχαιολογία, ψυχολογία, εθνολογία, φιλοσοφία) για το θρησκευτικό φαινόμενο σήμερα. Ειδικεύεται στην επώδυνες τελετουργίες, με το διδακτορικό του να έχει θέμα τη βουλγαρικής καταγωγής τελετουργική πρακτική των Αναστεναριών και τις επιμέρους πτυχές της.
Επόπτης του Δημήτρη Ξυγαλατά ήταν ο ακαδημαϊκός Harvey Whitehouse, σημαντικός εθνολόγος με επιτόπια έρευνα στην Παπούα Νέα Γουινέα, ο οποίος, επιχειρώντας να βρει την εξελικτική βιολογική βάση που δίνει σα θρησκεύματα τη δυνατότητα να μεταδίδονται και να επιβιώνουν ενώ σε άλλα όχι, διατύπωσε και την περίφημη υπόθεση των τύπων θρησκευτικότητας («divergent modes of religiosity», «DMR») στο βιβλίο του Τύποι θρησκευτικότητας (Modes of religiosity, 2004), στο οποίο αναφέρεται και ο Ξυγαλατάς.
Οι δύο τύποι θρησκευτικότητας
Σύμφωνα με τη DMR, που στηρίζεται σε έρευνα 645 τελετουργιών από 74 διαφορετικές κοινωνίες, υπάρχουν δύο θεμελιώδεις τύποι θρησκευτικότητας, ο «δογματικός» («doctrinal») και ο «εικονιστικός» («imagistic»), με τον πρώτο να χαρακτηρίζει τα θρησκεύματα με συστηματική θεολογική θεμελίωση, εξειδικευμένους λειτουργούς και συχνή χρήση τελετουργιών, που όμως είναι συναισθηματικά ήπιες, ενώ τον δεύτερο να αναφέρεται σε μορφές πίστης με θεολογία (συνήθως χωρίς συγκεκριμένα δόγματα) που προκύπτει ανεξάρτητα από τις τελετουργίες, οι οποίες επαναλαμβάνονται σπάνια, είναι όμως εξαιρετικά έντονες (συχνά επώδυνες), με αποτέλεσμα να αφήνουν μόνιμο αντίκτυπο στους συμμετέχοντες εγγραφόμενες στην επεισοδιακή μνήμη (ο δογματικός εγγράφεται στη σημασιολογική).
Στην εισαγωγή του σ’ εκείνη την πραγματεία, που επίσης αξίζει να διαβαστεί, ο Ξυγαλατάς επιχείρησε ν’ αναγάγει τα Αναστενάρια στον εικονιστικό τύπο θρησκευτικότητας, αντιδιαστέλλοντάς τον από τη (σαφώς συχνότερα επαναλαμβανόμενη αλλά και πολύ πιο χαμηλής συναισθηματικής έντασης) Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία της Κυριακής. Αυτά τα μελετά για τουλάχιστον είκοσι χρόνια, από όταν πήγε πρώτη φορά στο χωριό της Αγίας Ελένης Σερρών, βλέποντας τους καταϊδρωμένους χορευτές να κινούνται μέχρι εξάντλησης σε ασφυκτικά δωμάτια και να αναστενάζουν (από εκεί και ο όρος «αναστενάρηδες»). Ο Ξυγαλατάς έχει κάνει επίσης κοινωνικά πειράματα και εκατοντάδες συνεντεύξεις και συζητήσεις με ανθρώπους, μα και μετοχή σε κάθε λογής τελετουργικές πράξεις ανά την υφήλιο. Αυτό είναι το θεωρητικό «οπλοστάσιό» του. Βέβαια, αυτό έχει και μια σημαντική μεθοδολογική δυσκολία: δεν μπορεί να μεταφέρει στο εργαστήριο τους τελούντες τις πράξεις εκείνες, αλλά πρέπει να βρίσκει περιστάσεις όπου αυτές αποκαλύπτονται αβίαστα, και μάλιστα όπου δεν χρειάζεται να «παραβιάζονται», με κάποιον τρόπο, από τους ερευνητές.
[...] σε μια τελετουργία, τα βήματα είναι αιτιωδώς αδιαφανή, δηλαδή δεν συνδέονται εμφανώς με τον στόχο που έχουν θέσει.
Ας επανέλθουμε τώρα στο παρόν βιβλίο, το οποίο δίνει έμφαση στις εικονιστικές μορφές θρησκευτικότητας. Αυτό μας προσφέρει έναν καθοδηγητικό μίτο για να προσεγγίσουμε τις τελετουργίες, που δεν είναι άλλος από την αναγνώριση της διαφοράς ανάμεσα σε λειτουργικές και μη λειτουργικές φυσικές κινήσεις/πράξεις. Για παράδειγμα, κάθε φορά που βλέπουμε κάποιον ή κάποια να βγάζει φασολάκια από την κατάψυξη, να τα καθαρίζει, να τα κόβει και να τα αλατίζει, εύλογα σκεφτόμαστε πως ετοιμάζει φαγητό.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι οι προηγηθείσες διαδικασίες είναι αιτιωδώς διαυγείς: τα διαδικαστικά βήματα (καθάρισμα, κόψιμο, αλάτισμα στα φασολάκια) συνδέονται εμφανώς με έναν στόχο (ετοιμασία φαγητού). Αντίθετα, σε μια τελετουργία, τα βήματα είναι αιτιωδώς αδιαφανή, δηλαδή δεν συνδέονται εμφανώς με τον στόχο που έχουν θέσει. Για παράδειγμα, ο χορός της βροχής δεν συνδέεται εμφανώς με την έλευση βροχής, οι τελετουργίες για καλή σοδειά δεν είναι αναπόσπαστα δεμένες με καλή σοδειά κ.λπ.
Ίσως, μάλιστα, μερικές τελετουργίες να μην έχουν καν έναν σαφώς προκαθορισμένο στόχο και να εκτελούνται πλέον ως αυτοσκοποί. Έχουμε λοιπόν ήδη μια καλή βάση για τον ορισμό μας: οι τελετουργίες είναι κάποιες αυστηρά εκτελεσμένες, τυποποιημένες συμπεριφορές και συγκεκριμένες ακολουθίες κινήσεων, οι οποίες είτε δεν έχουν συγκεκριμένο σκοπό, είτε δεν έχουν προφανή αιτιώδη σχέση με τον σκοπό που επιτελούν (σελ. 15).
Το «παράδοξο» μιας τελετουργίας είναι ότι όσοι την ακολουθούν είναι αφοσιωμένοι σε αυτή, θεωρώντας την υψίστης σημασίας, όταν όμως ερωτηθούν για τον ακριβή της σκοπό, δυσκολεύονται αρκετά να τον προσδιορίσουν, αρκούμενοι σε αοριστίες του τύπου «δεν ξέρουμε γιατί ακριβώς το κάνουμε έτσι» ή «απλώς το κάναμε ανέκαθεν». Βέβαια, δεν αποκλείονται τα προσωπικά κίνητρα (π.χ. μια γυναίκα μπορεί να συμμετέχει σε πυροβασίες των Αναστεναριών, επειδή επιδιώκει να θεραπευθεί από ασθένεια), ωστόσο δεν εξηγούν τις λεπτομέρειες μιας τελετουργίας.
![]() |
|
Το Göbekli Tepe, η αρχαιότερη τελετουργική κατασκευή που έχει βρεθεί, χρονολογείται περίπου πριν από 12.000 έτη, και είναι η ζωντανή απόδειξη ότι οι θρησκευτικές τελετουργίες προηγούνται της αγροτικής εποχής. Στην πρώτη εικόνα τα ευρήματα, στη δεύετερη απεικόνιση της συνολικής κατασκευής. |
Το σημαντικότερο, δεν εξηγούν τα βασικά γνωρίσματα: «ακαμψία», «επαναληπτικότητα» και «πλεονασμός». Ας τα δούμε με τη σειρά. Αρχικά, η ακαμψία δηλώνει ότι δεν μπορεί κανείς να κάνει μια τελετουργία όπως θέλει: υπάρχουν καθιερωμένοι κανόνες που οφείλουμε να τηρούμε αυστηρά ή και απαρέγκλιτα.
Η επαναληπτικότητα δείχνει ότι οι διαδικασίες μιας τελετουργίας δεν γίνονται άπαξ δια παντός, αλλά οφείλουμε να τις επαναλαμβάνουμε με συγκεκριμένο ρυθμό. Και τέλος, ο πλεονασμός σημαίνει πως δεν γίνεται λόγος για τελετουργία, παρεκτός και αν οι πράξεις που την αποτελούν ξεπερνούν κατά πολύ την επίτευξη ενός απτού στόχου.
Ένας άνθρωπος που πλένει τα χέρια του για να καθαρισθεί από τις λάσπες και τα χώματα, δεν κάνει τελετουργία. Αν όμως βλέπουμε το πλύσιμο να ξεπερνάει κατά πολύ τον πρακτικό στόχο του καθαρισμού, τότε θεωρούμε την πράξη του τελετουργική. Αυτή η υπέρβαση των απτών καθημερινών στόχων, αυτό το «κάτι παραπάνω», είναι ο πλεονασμός που κάθε τελετουργία έχει.
Επίσης σημαντική είναι και η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας, του Festinger, η οποία ορίζει ότι όσο περισσότερο έχουμε πονέσει ή κοπιάσει από κάτι (π.χ. μια τελετουργία), τόσο πιο πολύ τείνουμε να είμαστε εκ των υστέρων συναισθηματικά δεμένοι μαζί του.
Οι επιστήμονες όμως συνεχίζουν να αναζητούν τον «λειτουργικό» ρόλο της τελετουργίας. Στηριγμένοι στην εξελικτική βιολογία, κάποιοι από αυτούς συμπεραίνουν πως οι άνθρωποι έχουμε τη γνωστική τάση να αναζητούμε μοτίβα και «νόημα», ακόμη και εκεί όπου αυτό δεν υφίσταται (π.χ. φαινόμενο της παρειδωλίας). Η εξελικτική βιολογία επισημαίνει ότι αυτή είναι μια ιδιότητα που προσέφερε στο είδος Homo Sapiens περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης και επομένως αναπαραγωγής (π.χ. μας έδινε ετοιμότητα να αντιληφθούμε πιο γρήγορα ένα άγριο ζώο που βρίσκεται πίσω από τους θάμνους και ετοιμάζεται να μας επιτεθεί).
Αυτή, γνωστή και ως «υπόθεση του εξελικτικού ατυχήματος», θα μπορούσε να είναι μια πιθανή εξήγηση της τελετουργίας, όπως μας δείχνουν και τα κλασικά πειράματα του Skinner. Επίσης σημαντική είναι και η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας, του Festinger, η οποία ορίζει ότι όσο περισσότερο έχουμε πονέσει ή κοπιάσει από κάτι (π.χ. μια τελετουργία), τόσο πιο πολύ τείνουμε να είμαστε εκ των υστέρων συναισθηματικά δεμένοι μαζί του.
Η εξαιρετικά κοπιαστική και επώδυνη ινδουιστική τελετή Thaipusam kavadi των Ταμίλ, στο νησί Μαυρίκιος, όπου άνθρωποι τρυπούν το σώμα τους και ανηφορίζουν κουβαλώντας το «kavadi» τους υπό τον καυτό ήλιο, έχει αποκαλύψει στους επιστήμονες ότι όσο μεγαλύτερο πόνο είχαν βιώσει οι πιστοί, τόσο περισσότερα χρήματα, από τα χρήματα που είχαν κερδίσει έτειναν να δίνουν σε φιλανθρωπίες, αλλά και μακροπρόθεσμα να έχουν και καλύτερη υγεία και ψυχική ευεξία.
Παρά το πλήθος πληροφοριών, το παρόν βιβλίο εμπεριέχει και προσωπικά βιώματα δοσμένα με ελαφρύ χιούμορ.
Τέλος, η συμμετοχή κάποιου σε τελετουργίες αποκαλύπτει πληροφορίες στους άλλους για το πρόσωπό του: δείχνει πλούτο (π.χ. οι γαμήλιες τελετές είναι για πολλές κοινωνίες οι πλέον ακριβές), υγεία και γονιμότητα (π.χ. οι χορευτές που κάνουν εντυπωσιακές κινήσεις επιλέγονται συνηθέστερα από το αντίθετο φύλο) και ικανότητα για βαθύτερη δέσμευση σε κάτι. Αυτή η εξήγηση είναι γνωστή στην εξελικτική ψυχολογία ως θεωρία της δαπανηρής επίδειξης («costly signaling theory»). Παρά το πλήθος πληροφοριών, το παρόν βιβλίο εμπεριέχει και προσωπικά βιώματα δοσμένα με ελαφρύ χιούμορ.
Μεταξύ άλλων, ο Ξυγαλατάς μας αφηγείται την εντύπωση που του έκανε η πρώτη φορά που πήγε σε ποδοσφαιρικό αγώνα στο γήπεδο, το περιστατικό που δάρθηκε από hooligans επειδή απλώς φορούσε μπλούζα αντίπαλης ομάδας (το αναφέρει ως παράδειγμα του πόσον φανατισμό μπορεί, παράλληλα, να εμπνεύσει μια τελετουργία), καθώς και το πώς, παρά τους αρχικούς του δισταγμούς, τελικά περπάτησε πάνω σε κάρβουνα, προς τιμήν μιας ινδουιστικής θεότητας στην Ινδία, σε μιαν επώδυνη τελετή πυροβασίας, ύστερα από έντονες παροτρύνσεις των ντόπιων.
Οι τελετουργίες, όπως θα έλεγε και ο Durkheim, είναι ένα είδος συγκολλητικής «κόλλας» για τα μέλη της εκάστοτε κοινωνίας. Στη διάρκεια μιας τελετουργίας, είτε πρόκειται για μια θρησκευτική τελετή είτε για έναν αγώνα ποδοσφαίρου, οι συμμετέχοντες τείνουν να λησμονούν τον εαυτό τους, ενωμένοι σε μια κοινή διαδικασία έκστασης, συμπεραίνει. Μάλιστα, τα εμπειρικά επιστημονικά δεδομένα δείχνουν όχι μόνο πως οι καρδιακοί παλμοί αυξάνονται και πως εκκρίνονται μεγάλες ποσότητες ωκυτοκίνης (ορμόνη που ενισχύει τους κάθε λογής συναισθηματικούς δεσμούς), αλλά και ότι το νευρικό σύστημα του κάθε συμμετέχοντος ενδέχεται να «συντονίζεται» με αυτό τον υπολοίπων, περνώντας από τη διέγερση του συμπαθητικού συστήματος στη χαλάρωση του παρασυμπαθητικού, ακόμη και αν το κάθε μέλος είχε διαφορετικό ρόλο στην τελετή.
![]() |
Ο Δημήτρης Ξυγαλατάς είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στην Ανθρωπολογία και στις Ψυχολογικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ και Διευθυντής του Εργαστήριου Πειραματικής Ανθρωπολογίας. Έχει επίσης διατελέσει ερευνητής στα Πανεπιστήμια του Άαρχους και του Πρίνστον, Διευθυντής του ερευνητικού κέντρου LEVYNA στην Τσεχία, και Πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης για τις Γνωστικές και Εξελικτικές Επιστήμες της Θρησκείας. Η έρευνά του έχει δημοσιευθεί σε περισσότερα από 100 επιστημονικά άρθρα. Για το ρηξικέλευθο έργο του έχει δώσει συνεντεύξεις σε πολλά μέσα ενημέρωσης, όπως στους New York Times, στο National Geographic, στην Daily Mail, στον Guardian, στο PBS, στο Discovery Channel και στο History Channel. |
Με λίγα λόγια, οι τελετουργίες, με τη μία ή την άλλη μορφή, είναι απαραίτητες σε κάθε κοινωνία, καθώς ωθούν τα μέλη της να συντονίζονται μεταξύ τους. Πάντως, η διάσταση ανάμεσα σε λειτουργικές και εμφανώς μη λειτουργικές (δηλ. τελετουργικές) πράξεις προβλημάτισε και εξακολουθεί να προβληματίζει τους μελετητές.
Ο Frazer διατύπωσε κάποτε τον ισχυρισμό (που αργότερα επικρίθηκε από τον φιλόσοφο Wittgenstein) ότι οι τελετουργίες αποτελούν πρώιμα, ατελή και εσφαλμένα τεχνάσματα για παρέμβαση τον φυσικό κόσμο, ένα είδος κακής «επιστήμης» πριν από την εμφάνιση της πραγματικής επιστήμης.
Τότε, στα πρώτα της βήματα, η εθνολογία/κοινωνική ανθρωπολογία ήταν μια διαδικασία «της πολυθρόνας», όπως μας λέει ο Ξυγαλατάς, αφού αρμοδιότητα των ερευνητών της ήταν αποκλειστικά η συγκέντρωση καταγεγραμμένου υλικού πολιτισμικών ιδεών και πρακτικών μέσα από κείμενα. Κατόπιν, ακολούθησε η επονομαζόμενη «ανθρωπολογία της βεράντας», όπου οι ερευνητές επισκέπτονταν μεν τους τόπους που μελετούσαν, ωστόσο περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της έρευνάς τους στην ασφάλεια των κτηρίων.
Οι άνθρωποι απεχθανόμαστε το να μην έχουμε τον έλεγχο σε καταστάσεις που θεωρούμε κρίσιμες, και η απέχθειά μας αυτή μεγαλώνει ανάλογα με το πόσο κρίσιμες είναι για εμάς.
Τέλος, ήρθε η ανθρωπολογία της επιτόπιας έρευνας. Πρωτοπόρος στην επιτόπια έρευνα ήταν ο Μαλινόφσκι, ο οποίος έζησε για χρόνια στις Τροβριανές Νήσους στη Νέα Γουινέα. Μελετώντας σε βάθος τους ντόπιους, ο Μαλινόφσκι παρατήρησε πως όταν έπρεπε να ψαρέψουν σε λιμνοθάλασσα, κάτι μάλλον εύκολο και ακίνδυνο, δεν έκαναν τελετές. Πολύ διαφορετικά ήταν όμως τα πράγματα όταν έπρεπε να ψαρέψουν στην ανοικτή θάλασσα: σε αυτή την περίπτωση κατέφευγαν σε κάθε λογής τελετουργίες, με πολλές λεπτομέρειες, που έπρεπε να εκτελεστούν κατά γράμμα, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι θα πάει καλά το εγχείρημα. Οι άνθρωποι απεχθανόμαστε το να μην έχουμε τον έλεγχο σε καταστάσεις που θεωρούμε κρίσιμες, και η απέχθειά μας αυτή μεγαλώνει ανάλογα με το πόσο κρίσιμες είναι για εμάς.
Σύμφωνα με τον Ξυγαλατά, η σχετική αποδυνάμωση των διαφόρων τελετουργιών στη σύγχρονη Δύση οφείλεται κυρίως στο γεγονός της μεγάλης σταθερότητας και ασφάλειας που απολαμβάνουμε, συγκριτικά με τους προγόνους μας. Ωστόσο, αν κάτι απειλήσει αυτή την ασφάλεια, γρήγορα οι τελετουργίες έρχονται ξανά στο προσκήνιο.
Δεν είναι τυχαίο που στην πανδημία του κορωνοϊού έκαναν την εμφάνισή τους διάφορες νέες συνήθειες, όπως το να βγαίνουμε στο μπαλκόνι του σπιτιού μας και να χειροκροτούμε μια συγκεκριμένη ώρα το ιατρικό προσωπικό στα νοσοκομεία, καθώς και άλλες διαδικασίες που κάναμε από κοινού για να ενδυναμωθούμε στις συνθήκες φόβου και απομόνωσης που βρισκόμασταν:
«Οι τελετουργίες έχουν αυστηρή δομή. Απαιτούν ακαμψία (πρέπει πάντοτε να εκτελούνται με τον «σωστό» τρόπο), επαναληπτικότητα (οι ίδιες πράξεις επαναλαμβάνονται διαρκώς) και πλεονασμό (μπορούν να διαρκέσουν ώρες). Με άλλα λόγια, είναι προβλέψιμες. Αυτή η προβλεψιμότητα επιβάλλει μια τάξη στο χάος της καθημερινότητας, προσφέροντάς μας έτσι μια αίσθηση ελέγχου σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις» (σελ. 90).
Όπως έχει γίνει ήδη αντιληπτό, τελετουργία δεν είναι μόνο μια θρησκευτική τελετή. Η τελετουργία δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με τη θρησκεία, αν και συχνά οι δύο τους συνυπάρχουν. Παραδείγματα δημοφιλέστατων κοσμικού χαρακτήρα τελετουργιών αποτελεί ο «Burning Man» στην Αμερική και τα καθημερινά κοινά γεύματα των συναδέλφων εργαζομένων στη Δανία, στα οποία ο Ξυγαλατάς συμμετείχε ενεργά, όταν ζούσε εκεί. Ο άνθρωπος λοιπόν δεν είναι ένα αποκλειστικά ορθολογικό ον. Οι λογικές πράξεις δεν αντιπροσωπεύουν το όλον του. Αυτό πλέον το έχουμε μάθει.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.