Για το βιβλίο του Γιώργου Αργείτη «Keynes: Κεϊνσιανισμός και Σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Παπαζήση). Στην κεντρική εικόνα, ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς.
Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης
Το βιβλίο του Γιώργου Αργείτη, «Keynes: Κεϊνσιανισμός και Σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Παπαζήση), υπό κανονικές συνθήκες σε μια «κανονική» χώρα, την οποία σχεδόν ακόμη και όσοι τάσσονται υπέρ των απολύσεων και της διευκόλυνσης των εργοδοτών να απολύουν, δηλώνουν σοσιαλδημοκράτες και κεϊνσιανοί, θα έπρεπε εδώ και πολύ καιρό να βρισκόταν στο επίκεντρο της συζήτησης των κομμάτων που επικαλούνται την Κεντροαριστερά. Δεν είμαστε όμως τέτοια χώρα. Ο καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του ΕΚΠΑ και Επιστημονικός Διευθυντής στο ΙΝΕ–ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης γράφει ένα διπλό βιβλίο.
Γίνεται λόγος για τη Σχολή της νεοκλασικής σύνθεσης (1940-1960) και τη Σχολή των νέων κεϊνσιανών οικονομικών (1980-1990 και ύστερα).
Στο πρώτο μέρος μας αποκαλύπτει τον πραγματικό Κέινς. Στο δεύτερο μέρος όμως κάνει κάποιες ακόμη πιο καινοτόμες αποκαλύψεις. Εκεί περιγράφει τα τρία ρεύματα κεϊνσιανισμού, τις τρεις διαφορετικές σχολές κεϊνσιανής οικονομικής σκέψης τα οποία επηρέασαν σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικούς τρόπους τη σοσιαλδημοκρατία. Με αρνητικό τρόπο τα δυο πρώτα και με τη δυνατότητα να οδηγήσει στην αναγέννησή της το τρίτο. Γίνεται λόγος για τη Σχολή της νεοκλασικής σύνθεσης (1940-1960) και τη Σχολή των νέων κεϊνσιανών οικονομικών (1980-1990 και ύστερα). Δυο ρεύματα-Σχολές που αν και θεωρητικά τάσσονταν κατά του laisse faire, στην ουσία, ιδιαιτέρως η δεύτερη Σχολή, προσχώρησαν στη λογική της πλήρους απελευθερωμένης αγοράς.
Και τονίζω το ιδιαιτέρως για τη Σχολή των νέων κεϊνσιανών οικονομικών επειδή αυτή επηρεασμένη, αν και όχι ταυτισμένη, με τη νεοφιλελεύθερη αναβίωση του laisse-faire ως ηγεμονική αφήγηση, επηρέασε με τη σειρά της το σοσιαλδημοκρατικό Τρίτο Ρεύμα. Η Τρίτη Σχολή είναι αυτή του θεσμικού κεϊνσιανισμού, όπου ο συγγραφέας τον φέρνει και τον κάνει γνωστό και στα καθ’ ημάς.
Ποιος πραγματικά ήταν ο Κέινς;
Πολιτική οικονομία του Κέινς δεν είναι ο κρατισμός, όπως του αποδόθηκε από τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, αλλά η προτεραιότητα της πολιτικής της πλήρους απασχόλησης. Είναι αλήθεια πως αυτήν τη θέση του για την πλήρη απασχόληση ο Keynes την υποστήριξε το 1936 στη «Γενική Θεωρία», αλλά συνέχιζε να την υποστηρίζει και μετά το 1945 σχεδόν με τα ίδια επιχειρήματα ως τη μόνη πολιτική που μπορεί να αντιμετωπίσει την αβεβαιότητα που δημιουργούν οι αγορές, αν αυτές αφεθούν ελεύθερες χωρίς έλεγχο. Κατ’ αυτόν ο συνολικός όγκος της απασχόλησης εξαρτάται από την αύξηση της κατανάλωσης λόγω της αύξησης των εισοδημάτων και τον όγκο των δημόσιων επενδύσεων. Γι’ αυτό και ήταν κατά των πολιτικών λιτότητας σε κάθε περίπτωση.
Οι άνθρωποι καταναλώνουν περισσότερο όσο αυξάνεται το εισόδημά τους, όχι όμως τόσο όσο η αύξηση αυτού του εισοδήματος. Η αποτυχία των ιδιωτικών επενδύσεων να καλύψουν το κενό μεταξύ ύψους εισοδήματος και κατανάλωσης, έρχονται να το καλύψουν οι δημόσιες επενδύσεις. Αυτά για αυτόν ίσχυαν όχι μόνο σε περιόδους ύφεσης. Αυτό που απέρριπτε σε εποχές μη κρίσης δεν ήταν οι δημόσιες επενδύσεις, αλλά τα κρατικά ελλείμματα, τα οποία όμως τα απέδιδε στη μη είσπραξη των αναλογούντων φόρων στα κέρδη αυτών που αποκαλούσε εισοδηματίες. Κατ’ αυτόν οι εισοδηματίες εμπόδιζαν την ανάπτυξη τόσο της επιχειρηματικότητας όσο και της εργασίας.
Η πολιτική οικονομία του Κέινς αντιστρέφει την ηγεμονία της αγοράς για χάρη της κοινωνίας.
Κατά τον Γιώργο Αργείτη, ο Κέινς δεν είναι ένας αναμορφωτής του καπιταλισμού, ένας ακόμη οπαδός του εξανθρωπισμού του καπιταλισμού, αλλά ένας οπαδός του φιλελεύθερου και δημοκρατικού σοσιαλισμού, ο οποίος σε αντίθεση με τον ανελεύθερο και αντιδημοκρατικό σοσιαλισμό του Μαρξ, έρχεται να αλλάξει τον καπιταλισμό όχι απλά να τον διορθώσει. Η ανάγνωση του Κέινς από τον Αργείτη είναι αρκετά ριζοσπαστική, γιατί αυτός στον βρετανό οικονομολόγο βλέπει τον φιλελεύθερο σοσιαλιστή που ως κύριο σκοπό του είχε «να αναπτύξει μια θεωρία η οποία θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας νέας οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης που δεν θα είχε ούτε τα ατομικιστικά και παρασιτικά χαρακτηριστικά του laisse- faire καπιταλισμού, αλλά ούτε και τα ολοκληρωτικά και αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά του μαρξιστικού κρατικού σοσιαλισμού» (σ.24).
Η πολιτική οικονομία του Κέινς αντιστρέφει την ηγεμονία της αγοράς για χάρη της κοινωνίας. Ο Κέινς προτείνοντας την πολιτική της πλήρους απασχόλησης στοχάζεται ένα οικονομικό σύστημα του οποίου η αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών πολιτικών του, της κατανάλωσης, των επενδύσεων, του χρήματος, των τόκων και της ρευστότητας χρήματος, των μισθών και των τιμών υποτάσσεται στις βασικές αξίες του πολιτικού φιλελευθερισμού και στη θωράκιση της δημοκρατίας. Αυτού που άλλοι ονομάζουν πρωτείο της δημοκρατίας. Κατ’ αυτόν το laisse-faire αν αφεθεί μόνο του παράγει ανεργία και ανισότητες και αυτά με της σειρά τους βλάπτουν σοβαρά τη δημοκρατία. Ο Κέινς κάνει δυο σοβαρές διακρίσεις: η μια αφορά τη διάκριση μεταξύ βιομηχανικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος και η άλλη τη διάκριση της τάξης των εισοδηματιών από τις τάξεις των επιχειρηματιών και των εργατών. Η έμφαση που αποδίδει στη διάκριση μεταξύ του χρηματοπιστωτικού τομέα και του βιομηχανικού τομέα είναι η αιτία που αυτός δεν απέδωσε μεγαλύτερη σημασία στην αντίθεση βιομηχανικού κεφαλαίου και εργασίας. «Η ανάλυσή του επικεντρώθηκε στη διανομή του εισοδήματος μεταξύ των εισοδηματιών από τη μια μεριά και των εργαζομένων και των επιχειρηματιών από την άλλη» (σ. 51).
Αν o Κέϊνς μάθαινε αυτά που πρότεινε η τρόικα ως λύση για την ελληνική κρίση, θα σηκωνόταν από τον τάφο του.
Γι’ αυτόν το χρήμα δεν είναι ουδέτερο, γιατί όπου αυτό μέσω των επιτοκίων έχει μεγαλύτερες αποδόσεις από τις επενδύσεις, εκεί αυτές μειώνονται και η ανεργία αυξάνεται. Γι’ αυτό και η πολιτική των επιτοκίων που προτείνει υποτάσσεται στον κανόνα της απασχόλησης και όχι στην αποτροπή του κινδύνου του πληθωρισμού. Στη Γενική Θεωρία υποστήριζε πως η αποταμίευση γίνεται επένδυση μόνο μέσω του εξισορροπητικού ρόλου του επιτοκίου. Τάσσεται όμως κατά και της μείωσης του ονομαστικού μισθού στην απασχόληση, λόγω του ότι έτσι περιορίζεται τόσο η κατανάλωση όσο και η επενδυτική κίνηση. Αυτό τον οδηγεί στην απόρριψη της πολιτικής επιλογής της μείωσης των μισθών.
Οι απόψεις του για τη σχέση αποταμίευσης και επένδυσης τον οδηγούν επίσης στο να τάσσεται κατά των πολιτικών λιτότητας, αφού για να έχουμε οικονομική μεγέθυνση είναι αναγκαία η αύξηση της αποταμίευσης, έστω και σε βάρος της κατανάλωσης. Αυτό δεν συνέβη στην Ελλάδα με τον περίφημο πολλαπλασιαστή; Αν o Κέϊνς μάθαινε αυτά που πρότεινε η τρόικα ως λύση για την ελληνική κρίση, θα σηκωνόταν από τον τάφο του. Ενώ γι’ αυτόν η νομισματική σταθερότητα είναι ένας παράγοντας που επενεργεί στη μείωση της αβεβαιότητας και όχι απλά ένα μέσο αντιπληθωριστικών πολιτικών. Γιατί αυτός σ’ αντίθεση με την κλασική οικονομική σχολή και τον Άνταμ Σμίθ στις αγορές δεν βλέπει κάποια αόρατο χέρι, ούτε κάποιες ορθολογικές πολιτικές του homo economicus. Βλέπει αβεβαιότητες τις οποίες μόνο η κρατική παρέμβαση μπορεί να αμβλύνει. Η κλασική υπόθεση των άριστων και αποτελεσματικών αγορών δεν έχει καμία σχέση με τον πραγματικό κόσμο των αγορών και του κεφαλαίου που αυτός εξετάζει. «Το σοκ που προκαλεί ο Keynes στη συμβατική οικονομική σκέψη και πολιτική είναι εντυπωσιακό» (σ. 51). Δεν είναι όμως οι συνεχιστές του όλοι συνεπείς κεινσιανοί. Το αντίθετο ισχύει.
Η νεοκλασική Σχολή και τα Νέα Οικονομικά
Την περίοδο 1940-1960 επικράτησε η Σχολή της νεοκλασικής σύνθεσης. Υποτίθεται πως αποτελούσε συνέχεια του κεϊνσιανισμού, αλλά αυτή υποβάθμισε τα ριζοσπαστικά στοιχεία και τις ρηξικέλευθες ιδέες του Κέϊνς. Αν και διατήρησε στο ακέραιο σε μικροοικονομικό επίπεδο την προτεραιότητα των πολιτικών ενίσχυσης της ζήτησης και της απασχόλησης, σε μακροοικονομικό αποδέχθηκε την προτεραιότητα των πολιτικών laissez faire τύπου αυτορρύθμισης της οικονομίας. Σε αντίθεση με τον Κέινς αποδέχθηκε πως ο Homo economicus είναι θεμελιακή προϋπόθεση για τη λογική τεκμηρίωση της οικονομικής αρμονίας. Κάτι που την έφερε κοντά στο laissez- faire. Υποτίμησε έτσι σε μακροοικονομικό επίπεδο την εξελικτική, ιστορική και θεσμική διάσταση της πολιτικής οικονομίας του Κέινς.
Να το κάνω πιο σαφές. Ενώ ο Κέινς μιλούσε για την «ευθανασία» του τόκου και του εισοδηματία, η νεοκλασική σύνθεση υποστήριζε πως ο νομισματικός και ο χρηματοπιστωτικός τομέας συμβάλλουν στην σταθεροποίηση της οικονομίας με τη μείωση των επιτοκίων, όταν η αθροιστική ζήτηση είναι μικρότερη εκείνης που οδηγεί στην πλήρη απασχόληση. Εγκατέλειψε δηλαδή τον πυλώνα της πλήρους απασχόλησης για χάρη της ελευθερίας των αγορών και της ελευθερίας του μηχανισμού των τιμών. Αυτός ο τρόπος σκέψης των οικονομολόγων με σοσιαλδημοκρατικό προφίλ υιοθετήθηκε από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Έτσι για τη νεοκλασική σύνθεση το μείζον έγινε η αντιμετώπιση των δημοσίων ελλειμμάτων και χρεών και η σταθερότητα των τιμών μέσω του ελέγχου του πληθωρισμού.
Η εφαρμογή αντι-πληθωριστικών πολιτικών μείωσε τη ζήτηση, η οποία με τη σειρά της μείωσε την παραγωγικότητα και επιτάχυνε περαιτέρω την ύφεση.
Ο συγγραφέας καταθέτει μια πρωτότυπη άποψη. Δεν είναι μόνο η μετά το 1980 σοσιαλδημοκρατία που υιοθετώντας την αναβίωση των laissez- faire μέσα από τα νέο κεϊνσιανά οικονομικά, αλλά και η σοσιαλδημοκρατία της περιόδου 1940-1960 που υιοθέτησε πολιτικές του laissez-faire. Η νεοκλασική σύνθεση υποστήριξε μια οικονομική πολιτική που περιορίστηκε στην κρατική διαχείριση της ζήτησης όσον αφορά την βραχυχρόνια περίοδο και τη laissez-faire αυτορρύθμιση των αγορών όσον αφορά την μακροχρόνια περίοδο. Κατά τον συγγραφέα, «μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησε εκείνες τις εκδοχές του κεϊνσιανισμού που βαθμιαία, και ως συνέπεια των γενικότερων εξελίξεων στην οικονομική θεωρία, την ενσωμάτωσαν σε ένα laisse-faire μοντέλο οικονομικής σκέψης και πολιτικής παρέμβασης ασύμβατο με τις αξίες και τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο της» (σ. 21).
Έτσι, κατά τον συγγραφέα, ακόμη και στην περίοδο που αξιολογήθηκε ως χρυσή τριακονταετία της σοσιαλδημοκρατίας, αυτή ακολουθώντας τη νεοκλασική σύνθεση επιδίωξε να αντιμετωπίσει την ανεργία και τον πληθωρισμό «με πολιτικές δημοσιονομικής και εισοδηματικής λιτότητας, περικοπές στις κοινωνικές υπηρεσίες και επιθέσεις στην οργανωμένη εργασία έτσι ώστε να αυξηθεί η ευκαμψία των μισθών τιμών. Η εφαρμογή αντι-πληθωριστικών πολιτικών μείωσε τη ζήτηση, η οποία με τη σειρά της μείωσε την παραγωγικότητα και επιτάχυνε περαιτέρω την ύφεση. Δεδομένων αυτών των συνθηκών η αναζωογόνηση των ιδιωτικών επενδύσεων και των εξαγωγών, η μείωση των δημόσιων ελλειμάτων, η συγκράτηση των μισθών, ο νομισματικός έλεγχος του πληθωρισμού και η υποβάθμιση του ρόλου της δημοσιονομικής πολιτικής και του προσανατολισμού της στην απασχόληση, η απορρύθμιση των αγορών εργασίας και των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι ιδιωτικοποιήσεις κ.ά. μετακινήθηκαν γρήγορα στο επίκεντρο των αναζητήσεων για την άσκηση της οικονομικής πολιτικής» (σ. 140). Τη διαφωνία μου με αυτή την προσέγγιση θα την εκφράσω στο τέλος.
Στα νέα κεϊνσιανά οικονομικά πρωτεύουσα θέση δεν έχει ούτε η απασχόληση κατά τον Κέινς, ούτε η ζήτηση κατά τη νεοκλασική σύνθεση, αλλά τα οικονομικά της ισορροπίας.
Τα πράγματα όμως έγιναν ακόμη χειρότερα όταν μετά το 1960 η σοσιαλδημοκρατία ακολούθησε τον δρόμο των νέων κεϊνσιανών οικονομικών. Αυτά κατά τον ευφυή ορισμό του συγγραφέα αποτελούν συμπιεσμένο laissez-faire. Τα νέα κεϊνσιανά οικονομικά και η σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησαν τις υποθέσεις περί της ακαμψίας των μισθών, των τιμών και των επιτοκίων στη μακροοικονομική ισορροπία. Στα νέα κεϊνσιανά οικονομικά πρωτεύουσα θέση δεν έχει ούτε η απασχόληση κατά τον Κέινς, ούτε η ζήτηση κατά τη νεοκλασική σύνθεση, αλλά τα οικονομικά της ισορροπίας. Έτσι οι κεϊνσιανοί των νέων οικονομικών επέλεξαν την υποταγή των νέων κλασικών μίκρο-οικονομικών υποθέσεων στην κεϊνσιανή βραχυχρόνια μακροοικονομική ανισορροπία.
Κατά τον Γιώργο Αργείτη η σοσιαλδημοκρατία σ’ αυτή την περίοδο προσαρμόστηκε στις αρχές του laissez-faire και ο τόνος της έπεσε στη λειτουργία των ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών, στον έλεγχο των ελλειμμάτων και στη δημοσιονομική πειθαρχία και όχι επέκταση, στη νομισματική διαχείριση της ζήτησης και την αποφυγή αντιπαραθέσεων μεταξύ κυβέρνησης και κεντρικής τράπεζας, στις πολιτικές κατάρτισης και όχι απασχόλησης. Κατά τον Αργείτη «τα συμβατικά κεϊνσιανά οικονομικά δεν περιέχουν κανένα από τα δομικά και επαναστατικά στοιχεία της σκέψης του Keynes» (σ. 173). Τα νέα κεϊνσιανά οικονομικά άνοιξαν τον «Τρίτο Δρόμο» προς τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Αν και ο Αργείτης δεν υποστηρίζει πως η σοσιαλδημοκρατία έγινε νεοφιλελεύθερη, υποστηρίζει πως αυτή, αποδεχόμενη τα νέα κεϊνσιανά οικονομικά, βρέθηκε στην κατάσταση μιας ιδεολογικής μεταστροφής που την τοποθέτησε ιδεολογικά στη κεντροδεξιά ή στη «δεξιά σοσιαλδημοκρατία».
Κατ’ αυτόν, ο «Τρίτος Δρόμος» είναι η προσαρμογή της πολιτικής οικονομίας στο κυρίαρχο υπόδειγμα της νέας νεοκλασικής σύνθεσης μέσω της νέα κεϊνσιανής οικονομικής θεωρίας. Είναι ένας laissez-faire μετασχηματιστής της σοσιαλδημοκρατίας. Έτσι εκτός του ότι κατατάσσει τον Τρίτο Δρόμο στη «δεξιά σοσιαλδημοκρατία», κατατάσσει και τη σοσιαλδημοκρατία της νεοκλασικής σύνθεσης στην κεντροδεξιά που κοιτάζει προς το Κέντρο. Και μόνο ο θεσμικός κεϊνσιανισμός κινείται στα αριστερά του κέντρου και μέχρι εκεί που αρχίζει η ουτοπία της μαρξιστικής Αριστεράς.
Τι είναι όμως ο θεσμικός κεϊνσιανισμός;
Αυτός συνθέτει τον κεϊνσιανισμό στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως ποτέ δεν υπήρξε ένας «εθνικός» κεϊνσιανισμός. Αυτός πάντα ήταν παγκόσμιας εμβέλειας. Συνεπώς έχει λύσεις και για την εποχή της παγκοσμιοποίησης, παρόλο που μια δεξιά αντίληψη αρνείται κάτι τέτοιο.
Ο θεσμικός κεϊνσιανισμός υποστηρίζει πως οι οικονομικές μονάδες (επιχειρήσεις, νοικοκυριά, τράπεζες) δεν λαμβάνουν πάντα άριστες αποφάσεις και γι’ αυτό πάντα χρειάζεται ο κρατικός έλεγχός τους και παρέμβαση. Η νομισματική πολιτική καλείται να προσαρμοστεί στην αβεβαιότητα των αγορών και όχι στην ιδεοληψία του homo economicus. Επομένως για να έχουμε πλήρη απασχόληση χρειάζεται το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο να τεθεί εκ νέου στην οπισθοφυλακή της οικονομίας και παρόλο που ο έλεγχος των ελλειμμάτων, όπως ισχυριζόταν και ο ίδιος ο Κέινς, είναι σημαντικός, δεν μπορεί να γίνεται εργαλειακή χρήση των ελλειμμάτων και του χρέους.
Ένα πολύτιμο και γεμάτο νέες προσεγγίσεις βιβλίο, το οποίο, όπως έγραψα και στην αρχή, θα πρέπει να παραδίδεται ως μάθημα σε σοσιαλδημοκρατικά στελέχη και ηγέτες.
Πάντως, όπως υποστηρίζει ένας εκ των βασικών υποστηρικτών του θεσμικού κεϊνσιανισμού, το κράτος παραμένει ο «εργοδότης της ύστατης καταφυγής». Ή όπως υποστήριζε ο Τόνι Τζαντ «το μόνο πράγμα που είναι χειρότερο από το υπερβολικό κράτος είναι το υπερβολικά λίγο» (Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα, μτφ: Κ. Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, 2012,σ. 152). Ένα πολύτιμο και γεμάτο νέες προσεγγίσεις βιβλίο, το οποίο, όπως έγραψα και στην αρχή, θα πρέπει να παραδίδεται ως μάθημα σε σοσιαλδημοκρατικά στελέχη και ηγέτες. Λέμε τώρα.
Διαφωνώ όμως με κάποια από τα πολιτικά πορίσματα του. H σοσιαλδημοκρατία της χρυσής τριακονταετίας στηρίχθηκε στο τρίπτυχο «υψηλές δαπάνες, προοδευτική φορολογία, αυξήσεις μισθών». Το συντηρητικό τρίπτυχο «χρήμα, ανάπτυξη, διεθνές εμπόριο» έπαιζε δευτερεύοντα ρόλο. Η θέση πως η σοσιαλδημοκρατία του Τρίτου Δρόμου ήταν νεοφιλελεύθερη, όχι θέση του συγγραφέα αλλά με επιρροή σ’ αυτόν, παραβλέπει πως μείζονα χαρακτηριστικά του νεοφιλελευθερισμού όπως το ανεξέλεγκτο των χρηματιστηριακών ροών, η στήριξη στις Μεγάλες Εταιρείες και όχι στον ελεύθερο ανταγωνισμό, τα κουπόνια για αγορά υπηρεσιών από ιδιώτες αντί κοινωνικών υπηρεσιών δεν αποτέλεσαν στοιχεία της πολιτικής του Τρίτου Δρόμου. Είναι όμως αλήθεια πως όσον αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και την κατάργηση της προοδευτικής φορολογίας ακολούθησε νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Η αναδιανομή και η άρση των ανισοτήτων μέσω της στήριξης του κράτους πρόνοιας, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, παρέμεναν και μετά το 1980 το κεντρικό πρόταγμα της Σοσιαλδημοκρατίας. Αυτή ποτέ δεν αποδέχθηκε τη νεοφιλελεύθερη λογική της αυτόματης διάχυσης προς τα κάτω του πλούτου (τα trickle down economics). Γι’ αυτήν ο συγκεντρωμένος στα πάνω πλούτος δεν καταλήγει αυτομάτως στα χέρια των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων. Χρειάζεται κάποια δημόσια παρέμβαση για να γίνει αυτό. Δελεάστηκε όμως από την ιδέα πως εκεί που υπάρχει χαμηλή φορολογία και ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, αυξάνονται οι επενδύσεις.
Το αντίθετο συνέβη. Αποεπένδυση είχαμε, αφού το «σμήνος των χρηματιστηριακών κεφαλαίων» απέδιδε στο κεφάλαιο υψηλότερα και λιγότερο φορολογημένα κέρδη απ’ ό,τι οι παραγωγικές επενδύσεις. Οι φορολογικοί παράδεισοι εμφανίστηκαν ως αναγκαία συνέπεια των νέων τεχνολογιών, ήταν όμως αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων. Η κατάργηση της προοδευτικής φορολογίας δεν ήταν απόρροια μόνο των τεχνολογικών εξελίξεων αλλά και αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης σύλληψης στην οποία προσχώρησε και η σοσιαλδημοκρατία που στήριζε τις Μεγάλες Εταιρείες, κυρίως τις τεχνολογικές και σε μια αντίληψη που ήθελε το επενδυτικό κλίμα να διευκολύνεται από αυτή την κατάργηση.
Πίστεψε πως η παγκοσμιοποίηση, το διαδίκτυο και οι νέες τεχνολογίες θα αμβλύναν τους εθνικισμούς και τους αυταρχισμούς. Το αντίθετο συνέβη.
Έτσι ο Τρίτος Δρόμος όντως πίστεψε πως η παγκόσμια αλληλεξάρτηση, το εμπόριο και οι χρηματοπιστωτικές κινήσεις θα μεγαλώνουν περισσότερο την προς αναδιανομή πίτα από την ίδια την παραγωγή. Αντ’ αυτού, προέκυψε αύξηση των ανισοτήτων. Πίστεψε πως η παγκοσμιοποίηση, το διαδίκτυο και οι νέες τεχνολογίες θα αμβλύναν τους εθνικισμούς και τους αυταρχισμούς. Το αντίθετο συνέβη. Για να φτάσουμε σήμερα σ’ αυτό που ο Πικετί ονομάζει βραχμανική σοσιαλδημοκρατία. Αυτή πίστεψε στην «αξιοκρατία» και υποβάθμισε την παλιά αρχή της πως κάθε άνθρωπος ανεξαρτήτως «πτυχίων» αξίζει μιας θέσης στην κοινωνία.
Σταδιακά η σοσιαλδημοκρατία του Τρίτου Δρόμου αλλά και η Μεσογειακή σοσιαλδημοκρατία μετά το 1980, από παράταξη της συμμαχίας των μεσαίων με τα κατώτερα στρώματα μετετράπηκαν σε παράταξη των πετυχημένων, των μορφωμένων και των πλούσιων «άξιων». Όλα αυτά, και όχι ο «νεοφιλελευθερισμός», ούτε και οι ανοησίες πως στράφηκε προς την πολιτική ορθότητα, την απέκοψαν από τη βάση της.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ. Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας - Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).