
Ασχολούνται οι κριτικοί λογοτεχνίας με τα ροζ πεζογραφήματα; Κι αν ναι, με ποιους όρους; Μια προσέγγιση...
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Το πρόσφατο βιβλίο της Εύας Στάμου «Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας» (Gutenberg 2014), για το οποίο έγραψα σε προηγούμενη κριτική μου (www.bookpress.gr, 16.6.2014), έθεσε μεταξύ άλλων και το θέμα της στάσης που τηρεί η κριτική απέναντι στα ευπώλητα έργα, ειδικά σ' αυτά που χαρακτηρίζονται ως ροζ παραλογοτεχνία.
Αντίθετα με ό,τι υποστήριξε η συγγραφέας στην απάντησή της (www.bookpress.gr, 17.6.2014), στο βιβλίο της δηλώνει ρητά: «[...] γνωρίζοντας ότι τα τέτοιου είδους αναγνώσματα έχουν πλέον μεγάλη αγοραστική επιτυχία, οι εφημερίδες δεν ασχολούνται με τη βιβλιοκριτική πεζογραφημάτων διαφορετικής ποιότητας ή και άλλων γραμματειακών γενών, π.χ. της ποίησης ή του δοκιμιακού λόγου, παρά τα εκτοπίζουν σχεδόν ολοκληρωτικά από το πεδίο των ενδιαφερόντων τους, προκειμένου να προσφέρουν όσο γίνεται μεγαλύτερη προβολή σε μυθιστορήματα που ανήκουν στον χώρο της πιο "ωμής" παραλογοτεχνίας» (σελ. 95). Την αστοχία της την επισημαίνει και ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στο «Βήμα» της 25.5.2014: «Ο φόβος ότι είναι πιθανόν οι ροζ συγγραφείς να επικρατήσουν όλων των άλλων εξαιτίας της προτίμησης των εφημερίδων για τα ευπώλητα βιβλία τους αγνοεί την πραγματικότητα. Ουδεμία σοβαρή εφημερίδα εν Ελλάδι ή διεθνώς δεν δημοσιεύει κριτικές για αυτά (εκτός και αν πρόκειται να τα καταδικάσει), πολλώ δε μάλλον δεν παραγράφει τα υπόλοιπα για χάρη τους».
Η κριτική ώς τώρα αποσιώπησε εντελώς την ύπαρξη των ροζ αναγνωσμάτων...
Τελικά πόσο η κριτική ερωτοτροπεί με την εν λόγω λογοτεχνία, προκειμένου να αναρριχηθεί και η ίδια στις προτιμήσεις των αναγνωστών; Περιδιαβαίνω στη www.biblionet.gr αναζητώντας τι έχει γραφτεί για τις ευπώλητες συγγραφείς μεγάλων εμπορικών επιτυχιών. Βρίσκω ελάχιστες αναφορές, από τις οποίες οι περισσότερες είναι βιβλιοπαρουσιάσεις, γραμμένες συνήθως από δημοσιογράφους ή άλλους του χώρου, πολύ λιγότερο από βιβλιοκριτικούς πρώτης ή δεύτερης γραμμής. Φυσικά οι λίστες με τα μπεστ-σέλερ, τις οποίες επικαλείται και η Εύα Στάμου (σελ. 96), είναι άλλης τάξης μέγεθος και δεν εμπίπτει ούτε κατά διάνοια στις προτιμήσεις των κριτικών ή στην ευρύτερη φιλοσοφία των λογοτεχνικών/βιβλιολογικών εντύπων.
Αποσιώπηση των βιβλίων, ανάλυση του φαινομένου
Αντίθετα, η κριτική ώς τώρα αποσιώπησε εντελώς την ύπαρξη τέτοιων ροζ αναγνωσμάτων (αυτό το γεγονός βέβαια δεν τα έπληξε καθόλου στη συνείδηση του μέσου αναγνώστη, ο οποίος τα τίμησε με τον οβολό του δεόντως, ακολουθώντας τη γνώμη των φίλων ή των γνωστών του). Ή, εναλλακτικά, επειδή αυτή η αναγνωστική στάση αποτελεί πολιτισμική παράμετρο της σύγχρονης Ελλάδας, συχνά οι εφημερίδες και τα περιοδικά ασχολήθηκαν επικριτικά με το επίπεδο τέτοιων βιβλίων αλλά και με το αναγνωστικό προφίλ των οπαδών τους. Ξεθάβω ενδεικτικά την κριτική του Δημοσθένη Κούρτοβικ για το βιβλίο της Μάιρας Παπαθανασοπούλου «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» (Τα Νέα, 3.4.1999), όπου ο κριτικός αναγνωρίζει σ' αυτό, όπως και σε πολλά άλλα μπεστ-σέλερ, αφηγηματικές ικανότητες βγαλμένες από καλοεφαρμοσμένες συνταγές, αλλά διαπιστώνει ότι η όλη σύνθεση βασίζεται σε ευφυολογήματα, σε ήρωες που δεν εξελίσσονται, σε έναν «κομπλεξικό γυναικείο υποκειμενισμό» κ.λπ.
Την περίοδο αυτή, στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα, ο φακός της κριτικής εστιάζει στην εκδίκηση που παίρνει η ροζ λογοτεχνία, η οποία ώς τότε αγνοούνταν από την επίσημη κριτική, εκδίκηση που ισοδυναμεί με ευρεία απήχηση μεταξύ των αναγνωστών (Φίλιππος Φιλίππου, Το Βήμα, 14.8.1999). Ο Δ. Κούρτοβικ δεν βλέπει στις υψηλές πωλήσεις την εικαζόμενη ένταση της αναγνωστικής διάθεσης των Ελλήνων (Τα Νέα, 13.1.2001) και η Τιτίκα Δημητρούλια διευρύνει το φάσμα των ημι-πορνογραφικών πεζογραφημάτων βάζοντας στο παιχνίδι και άνδρες συγγραφείς, όπως τον Μιχάλη Μιχαηλίδη, τον Αντώνη Ρουσοχατζάκη και τον Σπύρο Καρυδάκη (Η Καθημερινή, 23.11.2003).
Τελικά, η κριτική, όταν ασχολήθηκε με βιβλία ευπώλητης υφής, προσπάθησε να καταδείξει ότι αυτά είναι φορείς χαμηλής κουλτούρας, αγνοούν τις αφηγηματικές τεχνικές, βλέπουν τη γλώσσα σαν διεκπεραιωτικό όργανο χωρίς άλλες λειτουργίες, κατασκευάζουν στερεοτυπικούς ήρωες κ.λπ. Μάλιστα, ο συστηματικός βιβλιοκριτικός, που έχει μέτρο σύγκρισης την καλή ελληνική και ξένη λογοτεχνία, δυσκολεύεται να διαβάσει τέτοια εύκολα και γραμμένα με λαϊκίστικο τρόπο κείμενα (Ελισάβετ Κοτζιά, Η Καθημερινή, 20.11.2010).
Από την άλλη, το ενδιαφέρον εστιάζεται περισσότερο σε μια Κοινωνιολογία της ανάγνωσης, που θα αναδείξει τα χαρακτηριστικά του ευρέος κοινού, το οποίο καταναλώνει ανάλογα αναγνώσματα. Το προέβαλε ως βασικό στόχο της μελέτης της παραλογοτεχνίας ο Παναγιώτης Μουλλάς στον «Χώρο του εφήμερου» (εκδ. Σοκόλη 2007), όπου μελετά το αντίστοιχο φαινόμενο του 19ου αιώνα και το στρώμα των αναγνωστών που αρεσκόταν στη λαϊκή μυθιστορία της εποχής.
Σκιαγραφώντας το προφίλ της «ροζ αναγνώστριας»
Η μάζα των εν λόγω αναγνωστριών είναι περισσότερο ποικιλόμορφη, πιο ευρεία όσον αφορά στη μόρφωσή της και στο κοινωνικό της στάτους, πιο διασκορπισμένη στις τάξεις, στα επαγγέλματα, στα οικονομικά στρώματα και στα είδη ζωών που κυριαρχούν στην ελλαδική κοινωνία...
Επομένως, και σήμερα οι κριτικοί επιδιώκουν κατά καιρούς να σκιαγραφήσουν το προφίλ της αναγνώστριας της ροζ λογοτεχνίας, μιλώντας για την είσοδο στα βιβλιοπωλεία ενός κοινού «συντηρητικού, κομφορμιστικού και παθητικού γυναικείου [...], που αναζητεί στη λογοτεχνία την εύκολη παραμυθία και αυτοεπιβεβαίωση» (Κούρτοβικ, Τα Νέα, 12.7.2008). Κι ο ίδιος εν είδει παρατηρητή περιγράφει: «Σχεδόν όλες οι γυναίκες είχαν ηλικία ανάμεσα στα 35 και τα 50. Σχεδόν όλες ανήκαν ολοφάνερα στην κατώτερη μεσαία τάξη, αυτή που συνήθως αποκαλούμε μικροαστική. Εξίσου φανερό ήταν ότι η ζωή δεν είχε φανεί πολύ γενναιόδωρη σ' αυτές τις γυναίκες. Ο Όργουελ έλεγε ότι στα πενήντα του έχει κανείς το πρόσωπο που του ταιριάζει, αυτό δηλαδή που σκαλίζει πάνω του σιγά σιγά η ζωή που κάνει. Τα πρόσωπα που έβλεπα ήταν στερημένα, σχεδόν ρημαγμένα, και σε μερικά βλέμματα πρόσεξα κάτι το αλαφιασμένο. Ξαφνικά αισθάνθηκα μεγάλη συγκίνηση βλέποντας αυτές τις γυναίκες απορροφημένες σε κάποιο βιβλίο. Δεν με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή αν το βιβλίο ήταν καλό ή κακό. Μου φαινόταν συγκλονιστικό ότι έψαχναν εναγώνια εκεί μέσα να βρουν κάτι που τους είχε αρνηθεί η ζωή». Κι έπειτα μιλά για «τα κεφάλια των γυναικών με τα ξασμένα, τα οξυζεναρισμένα ή τα σκληρά σαν πράσα μαλλιά» (Τα Νέα, 6.6.2009).
Ομολογουμένως, η κριτική αυτή αποτίμηση ενέχει μια ιδιαίτερα προκατειλημμένη αντίληψη για τις αναγνώστριες των μπεστ-σέλερ, κυρίως γιατί έχει πλέον αποδειχθεί ότι η μάζα των εν λόγω αναγνωστριών είναι περισσότερο ποικιλόμορφη, πιο ευρεία όσον αφορά στη μόρφωσή της και στο κοινωνικό της στάτους, πιο διασκορπισμένη στις τάξεις, στα επαγγέλματα, στα οικονομικά στρώματα και στα είδη ζωών που κυριαρχούν στην ελλαδική κοινωνία. Η Εύα Στάμου στο βιβλίο της αναλύει σωστά τη διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού και επισημαίνει ότι οι αναγνώστριες της ροζ λογοτεχνίας αναζητούν ένα συγκεκριμένο ποπ ύφος, ζουν σε μια ανάλογη ροζ κουλτούρα, κυνηγούν ένα παρόμοιο life style που ταιριάζει στην «παιδεία» τους και στον τρόπο, συντηρητικό κατά βάση, με τον οποίο αντιμετωπίζουν τη ζωή.
Μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα
Συμπερασματικά, μπορώ να πω ότι η κριτική αποτίμηση και η εμπορική απήχηση της ευπώλητης λογοτεχνίας είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα. Αυτό από μόνο του δείχνει ότι οι βιβλιοκριτικοί, είτε από προκατάληψη είτε από επιλογή, δεν μπορούν να συντονιστούν με το μαζικό κοινό (και το αντίστροφο), να διαβάσουν και ακόμα περαιτέρω δεν μπορούν να γράψουν για τις ανύπαρκτες αισθητικές ποιότητες τέτοιων έργων. Αρνούνται ή / και δυσκολεύονται να κρίνουν κείμενα που από μόνα τους δεν διεκδικούν δάφνες λογοτεχνικότητας και κρατιούνται κάτω από τον πήχυ των προσληπτικών ορίων κάθε επαρκούς και υποψιασμένου αναγνώστη. Φοβούνται δηλαδή ότι η ενασχόλησή τους με αυτά θα αποτελέσει κατοχύρωσή τους και στη συνείδηση των αναγνωστών, που συνομιλούν με την κριτική και τη δέχονται ως ικανό κριτήριο των επιλογών τους.
Οι βιβλιοκριτικοί, είτε από προκατάληψη είτε από επιλογή, δεν μπορούν να συντονιστούν με το μαζικό κοινό
Κι όσο τα μεμονωμένα αυτά βιβλία προκαλούν ένα είδος απέχθειας, τόσο το γενικότερο φαινόμενο προξενεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, υποδεικνύοντας έμμεσα τάσεις της ελληνικής κοινωνίας, ελλείψεις στην ευρύτερη παιδεία και δη στη λογοτεχνική, κοινωνικά πρότυπα και πολιτισμικές τάσεις. Αυτά όλα προσελκύουν το ενδιαφέρον της κριτικής, που, άλλοτε αμήχανη κι άλλοτε αφοριστική, άλλοτε νηφάλια κι άλλοτε επιθετική, επιχειρεί να συλλάβει τον παλμό της παραλογοτεχνίας και να την εξηγήσει στο σύγχρονο γίγνεσθαι. Και φυσικά δεν είναι δυνατόν να ανοίξει διάλογο μαζί τους, διαφημίζοντας εν τέλει την πραμάτεια τους, ούτε φυσικά να θεσπίσει ένα είδος βραβείου, που να κατοχυρώνει την παρουσία τους και να υποβάλλει την ιδέα ότι έχουν μια κάποια λογοτεχνική ή άλλη αξία. Αυτό που είναι σκόπιμο να κάνει (και το κάνει) είναι να ορίζει το φαινόμενο και να το εντάσσει στις πολιτισμικές του συντεταγμένες.
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
- Τ. Δημητρούλια, «Νέα πεζογραφία ρεαλισμός ή ριάλιτι;», εφ. Η Καθημερινή, 23.11.2003.
- Ελ. Κοτζιά, «Σταθερές αξίες, σταθερές αποδόσεις», εφ. Η Καθημερινή, 20.11.2010.
- Δ. Κούρτοβικ, «Ο Ιούδας της Ντίσνεϋλαντ», εφ. Τα Νέα, 3.4.1999.
- Δ. Κούρτοβικ, «Λίγοι, αλλά πολλοί», εφ. Τα Νέα, 13.1.2001.
- Δ. Κούρτοβικ, «Άπνοια και αύρες των κόλπων», εφ. Τα Νέα, 12.7.2008.
- Δ. Κούρτοβικ, «Γλάστρες ονείρων ή τεφροδόχοι ονείρων», εφ. Τα Νέα, 6.6.2009.
- Β. Χατζηβασιλείου, «Το ροζ μυθιστόρημα σπάει τα ταξικά σύνορα», εφ. Το Βήμα, 25.5.2014.
- Φ. Φιλίππου, «Μετα-φεμινισμός. Γάμος, νυφικό, ράφι και λαμπρές πωλήσεις», εφ. Το Βήμα, 14.8.1999.