Για τη «ροζ λογοτεχνία» και τους αναγνώστες της μιλάει το βιβλίο της Εύας Στάμου.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η συζήτηση για τις (συνήθως) γυναίκες συγγραφείς που γράφουν ελαφριά, εμπορική λογοτεχνία για (συνήθως) γυναίκες αναγνώστριες κρατά τουλάχιστον είκοσι-είκοσι πέντε χρόνια. Σίγουρα στην Ελλάδα σημείωσε κορυφώσεις με βιβλία που έκαναν τεράστια τιράζ, από το Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα (1998) της Μάιρας Παπαθανασοπούλου μέχρι Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι (2007) της Λένας Μαντά κι από τα έργα της Χρυσηίδας Δημουλίδου ως τα βιβλία της Παυλίνας Νάσιουτζικ και άλλων.
Η συζήτηση διεξάγεται από κριτικούς και εκδότες, από φιλολόγους και ανθρώπους του χώρου του βιβλίου, αλλά δυστυχώς ερήμην των ίδιων των ευπώλητων συγγραφέων και των αναγνωστριών, που καταναλώνουν ροζ σελίδες με γέμιση άσπρα συννεφάκια… Ή μάλλον, κι αυτές μιλάνε σε άλλο μήκος κύματος, προβάλλοντας ως βασικό επιχείρημα ότι το διάβασμα τέτοιων έργων είναι διαφυγή και ότι η αναγνωσιμότητα στην Ελλάδα ανεβαίνει όσο γράφονται τέτοια κείμενα.
Η Εύα Στάμου ανέλαβε να συνοψίσει τη συζήτηση και να καταγράψει όλα αυτά που κατά καιρούς έχουν ακουστεί, ώστε να δώσει για πρώτη φορά σε μορφή βιβλίου την εικόνα της ροζ λογοτεχνίας μέσα στη λογοτεχνική και κοινωνική πραγματικότητα. Έτσι, αν και δεν επεκτάθηκε επαρκώς στο ευρύτερο κοινωνικό και πολιτισμικό πεδίο που συμπεριλαμβάνει την εν λόγω λογοτεχνία, έθεσε το χαλί πάνω στο οποίο μπορούμε να (ξανα)συζητήσουμε το θέμα.
Βασικά συμπεράσματα
Ας ξεκινήσουμε όμως με τις πρώτες διαπιστώσεις που κάνει η ίδια η συγγραφέας.
Αντανακλά το life style, που αναπαράγεται στα σήριαλ ανάλογου ύφους, στα περιοδικά ποικίλης ύλης και σκανδαλοθηρικής θεματικής, σε μια μεταφεμινιστική θεώρηση της κοινωνίας
Η σημερινή ροζ λογοτεχνία διαφέρει από τα γυναικεία λαϊκά αναγνώσματα της Βιομηχανικής Επανάστασης, καθώς πλέον αναφέρεται στη χειραφετημένη γυναίκα της πόλης, το καταναλωτικό μοντέλο της αγοραστικής και σεξουαλικής ελευθερίας και τον αμερικάνικο τρόπο ζωής. Αντανακλά το life style, που αναπαράγεται στα σήριαλ ανάλογου ύφους, στα περιοδικά ποικίλης ύλης και σκανδαλοθηρικής θεματικής, και σχετίζεται φυσικά με την ευρύτερη ζωή των αποδεκτριών της, σε μια μεταφεμινιστική θεώρηση της κοινωνίας.
Ενώ ιδεολογικά φαίνεται προοδευτική, στην ουσία είναι μια νέα μορφή μικροαστικού συντηρητισμού, έστω και αν διαβάζεται από αναγνώστριες όλων των ηλικιών, των οικονομικών δεδομένων και των εκπαιδευτικών βαθμίδων. Και είναι συντηρητική, επειδή, μολονότι προβάλλει τη σεξουαλική απελευθέρωση, βλέπει ως τελικό λιμάνι τη μόνιμη σχέση και τον γάμο, και –το κυριότερο– αναπαράγει καθιερωμένες ιδέες της ψευδο-προοδευτικής γυναίκας, της ανεξάρτητης, της δυναμικής, που ωστόσο –έστω και ακούσια– υποτάσσεται στη μάζα, κατά βάθος της γυναίκας χωρίς προσωπικότητα και διάθεση για πραγματική ρήξη.
Αποτυπώνουν στερεοτυπικά τη ζωή και προσεγγίζουν λαϊκίστικα το κοινό, υλοποιώντας κοινότοπα όνειρα και ευτελή απωθημένα
Τα βιβλία ροζ αποχρώσεων, συμπεραίνει σωστά η Εύα Στάμου, αγνοούν την αισθητική πλευρά της λογοτεχνίας, καθώς δεν φροντίζουν καθόλου τη γλώσσα (αναπαράγουν εν πολλοίς τη δημοσιογραφική ρηχότητα και την παρεΐστικη ιδιόλεκτο), δεν εμβαθύνουν στους χαρακτήρες, οι οποίοι είναι επίπεδοι και δεν εξελίσσονται (η ανθρώπινη ψυχολογία μάλιστα δεν προσεγγίζεται, ειδικά όσον αφορά στη σκοτεινή πλευρά της ψυχής που γεννά και τα μεγάλα διλήμματα), αποτυπώνουν στερεοτυπικά τη ζωή και προσεγγίζουν λαϊκίστικα το κοινό, υλοποιώντας κοινότοπα όνειρα και ευτελή απωθημένα.
Εν τέλει, τι κακό προξενεί η μεγάλη άνθηση αυτού του είδους της παραλογοτεχνίας; Σύμφωνα με τη συγγραφέα, απορροφά μεγάλες δυνάμεις της γενικότερης λογοτεχνίας, αφού μειώνει σε βάθος χρόνου το λογοτεχνικό δυναμικό, δείχνοντας πως επιτυχία είναι οι πωλήσεις (με άλλα λόγια εμπορευματοποιεί μονόπλευρα την τέχνη), εξαντλεί πόρους που θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε ποιοτικά έργα (αμφίβολο!) και περνά την ιδέα ότι δεν υπάρχει υψηλή και χαμηλή λογοτεχνία, αλλά ευχάριστα ή βαριά αναγνώσματα, που απλώς αφορούν άλλο κοινό ή άλλες στιγμές του ίδιου αναγνώστη.
Η Εύα Στάμου, όπως προείπα, ανακεφαλαίωσε τα βασικά σημεία πάνω στα οποία μπορεί να στηριχτεί η συζήτηση για τη ροζ λογοτεχνία και έβαλε την τελευταία στον χάρτη της σημερινής παγκόσμιας πραγματικότητας. Γι’ αυτό, παρά τις ελλείψεις της προσπάθειάς της, αυτή ανοίγει τον δρόμο για να διεξαχθεί ένας διάλογος που μέχρι τώρα τακτικά ξεμυτίζει αλλά δεν έχει καλύψει όλες τις πτυχές του θέματος.
Αστοχίες και προεκτάσεις
Πριν προχωρήσω όμως σ’ αυτόν, θα σημειώσω τη σκόπιμη(;) παραγνώριση της ελληνικής σκηνής, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε μέσω του βιβλίου να ορίσουμε κοινωνιολογικά την ελληνίδα αναγνώστρια μέσα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελλαδικής πραγματικότητας. Θα σημειώσω τις πολλές παρεκβάσεις του βιβλίου, όπως τα τούρκικα σήριαλ ή την αξιολόγηση που επιχειρεί η βιβλιοκριτική, παρεκβάσεις που αποδυναμώνουν τον λόγο της συγγραφέως. Η παρατήρηση μάλιστα ότι η κριτική δίνει θέση στη ροζ λογοτεχνία δεν στηρίζεται σε καμία επαρκή βάση, αφού οι σοβαροί βιβλιοκριτικοί συνήθως αδιαφορούν πλήρως για τα εν λόγω βιβλία ή ασχολούνται επικριτικά συνολικά με το φαινόμενο της γυναικείας παραλογοτεχνίας.
Η σύσταση από κάποιον γνωστό υπερκερνά όλους τους αφορισμούς των κριτικών και των ποιοτικών συγγραφέων
Αντίθετα, τα βιβλία της εμπορικής λογοτεχνίας προωθούνται μέσω της διαφήμισης από στόμα σε στόμα, που ωθεί αυτά τα αναγνώσματα σε άνθηση, καθώς η σύσταση από κάποιον γνωστό υπερκερνά όλους τους αφορισμούς των κριτικών και των ποιοτικών συγγραφέων και δείχνει ότι η κριτική δεν μπορεί να αγγίξει (=επηρεάσει) το ευρύ κοινό. Γιατί παρατηρείται λοιπόν αυτή η αναγνωστική τάση; Μα επειδή υπάρχει εμφανές έλλειμμα παιδείας, που ξεκινά κυρίως από το σχολείο, το οποίο δεν φρόντισε ποτέ να οικοδομήσει τις βάσεις της υγιούς φιλαναγνωσίας που θα προετοιμάσουν σθεναρούς αναγνώστες και όχι εύκολους καταναλωτές ή αδιάφορους ευκαιριακούς σκουπιδοφάγους.
Κι ο φαύλος κύκλος ανανεώνεται, αφού αυτά τα ευπώλητα αναγνώσματα διαμορφώνουν τα πρότυπα των αναγνωστριών, οι οποίες τα ακολουθούν, τόσο όσον αφορά στο αισθητικό κριτήριο (εύπεπτη αφήγηση, αβαθείς σκηνές, χαλαρή γλώσσα, λαϊκίστικη και συντηρητική προσέγγιση της ζωής) όσο και στο κοινωνικό μοντέλο, που επανακαθορίζει το μικροαστικό, έστω κι αν το στολίζει με κοσμοπολίτικα ρούχα, που επιβραβεύει τη μετριότητα, που ενθρονίζει τη μόδα, τον ευδαιμονισμό, την προσωπική ευτυχία και καλοπέραση.
Κι αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο πρόβλημα που προκαλεί η ροζ λογοτεχνία, όσο προελαύνει και εγκαθιδρύεται. Επιβεβαιώνει και αυτή (σε συντονισμό με την τηλεόραση και τον καταναλωτισμό) το ατομικιστικό πρότυπο, που επιδιώκει την προσωπική ευζωία, αλλά αδιαφορεί για την κοινωνική ανάπτυξη. Τα βιβλία αυτά εστιάζουν τον φακό τους στην ιδιωτική ζωή, στις προσωπικές περιπέτειες και στην εναλλαγή απογοητεύσεων-επιτυχιών, ενώ παραγκωνίζουν εντελώς το δημόσιο και το κοινωνικοπολιτικό. Στρέφουν με άλλα λόγια την προσοχή της σύγχρονης «ανεξάρτητης» γυναίκας στο «εγώ» και απαξιώνουν την πολιτική, τη θρησκεία, την κοινωνική δράση και την ευρύτερη ιστορική διάσταση της εποχής.
Εστιάζουν τον φακό τους στην ιδιωτική ζωή, στις προσωπικές περιπέτειες και στην εναλλαγή απογοητεύσεων-επιτυχιών, ενώ παραγκωνίζουν εντελώς το δημόσιο και το κοινωνικοπολιτικό
Έτσι, η ευπώλητη βιβλιοπαραγωγή, συχνά μίας χρήσης, ανακυκλώνει στατικές αξίες, δεν προβληματίζει και φυσικά δεν οδηγεί στην ανάγνωση άλλων ποιοτικότερων αναγνωσμάτων. Δεν οδηγεί συχνά καν στην προσέγγιση θηλέων συγγραφέων που ασχολούνται με τη γυναικεία γραφή, που πειραματίζονται με τη σιωπή ή με τον αντισυμβατικό θυμικό λόγο, που προωθούν το σώμα ως μέσο έκφρασης, που ναρκοθετούν τις ανδρικές πάγιες αντιλήψεις.
Όσο το θέμα είναι ανοικτό, οφείλουμε να βάλουμε στο τραπέζι πτυχές του προβλήματος που καθορίζουν όχι στενά τη λογοτεχνία αλλά και την αναγνωστική ανταπόκριση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού: τον μεταμοντερνισμό λ.χ. που εξίσωσε το υψηλό με το χαμηλό και κατάργησε τις αξιολογικές διαφοροποιήσεις και τις ιεραρχίες, με αποτέλεσμα να διατρήσει τα όρια λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας· τη μαζική κουλτούρα και την επίδρασή της στη διαμόρφωση αναγνωστών-καταναλωτών· την πολιτική αποστασιοποίηση που οδηγεί στην ιδιώτευση, την εμπορευματοποίηση μέσω των βιβλιοπωλείων-σουπερμάρκετ και των βραβείων αναγνωστών, την τηλεοπτικοποίηση της ζωής και τον συνακόλουθο υποβιβασμό του λόγου κ.ά. Όλα αυτά είναι θέματα που πλαισιώνουν τις αναγνωστικές επιλογές καθορίζοντας και τον κύκλο αναγνώσεών μας.
Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας
Δοκίμιο για την ευδοκίμηση μιας μορφής αφηγηματικού λόγου
Εύα Στάμου
Εκδ. Gutenberg 2014
Σελ. 136, τιμή € 6,00